ΜΕΛΕΤΩΝΤΑΣ την οικονομική ιστορία της περιόδου μετά τον Β Δ Παγκόσμιο Πόλεμο συναντούμε 35 επίσημα καταγεγραμμένες κρίσεις από το ΔΝΤ. Μπορούμε λοιπόν να καταλήξουμε σε ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα για την τρέχουσα κρίση και να υποστηρίξουμε με ασφάλεια ότι η οικονομική ύφεση έχει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά των μεγάλων οικονομικών κρίσεων. Συγκεκριμένα δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς άρχισε, πότε ακριβώς θα τελειώσει ούτε την ένταση και το μέγεθός της. Γνωρίζουμε όμως ότι θα τελειώσει με ένα πρόγραμμα μεγάλης κρατικής παρέμβασης και δημοσιονομικής προσαρμογής όπως άλλωστε όλες οι κρίσεις. Ενα πρόγραμμα προσαρμοσμένο στις ιδιαιτερότητες της κάθε οικονομίας.

Σήμερα τα όρια παρέμβασης της νομισματικής πολιτικής και των αποτελεσμάτων της μείωσης των επιτοκίων είναι ήδη ξεπερασμένα. Ο μελλοντικός κίνδυνος λέγεται παγίδα ρευστότητας και παρατεταμένη περίοδος η κυβέρνηση τουλάχιστον από τα 60 τελευταία χρόνια τα 40 δανείζεται έχοντας ένα έλλειμμα αρκετά μεγαλύτερο από 3% πετυχαίνοντας στην πλειάδα των περιπτώσεων καλούς όρους. Από την άλλη μεριά, όπως βλέπουμε από τις εκθέσεις των διεθνών οργανισμών αξιολόγησης, στη διαμόρφωση του country risk που διαμορφώνει το τελικό επιτόκιο εξετάζεται και αξιολογείται κατ΄ αρχήν η δυναμική της κάθε οικονομίας και η δυνατότητά της να εξυπηρετεί το χρέος. Η ελληνική οικονομία με έλλειμμα κοντά στο 3% ήδη δανείζεται με ένα ασφάλιστρο κινδύνου αρκετά μεγάλο.

Με τη συνεχή μείωση της παραγωγικής δραστηριότητας υπάρχει ο κίνδυνος σε λίγο καιρό να μην υπάρχει ιδιωτικός τομέας να δανεισθεί και να συναγωνισθεί τον δημόσιο στην άντληση των δανειακών πόρων και επομένως να μην υπάρχει και ανταγωνισμός με τον δημόσιο τομέα. Είναι το παράδειγμα το οποίο ανέφερε ο καθηγητής Ν.Roubini. Η εκπλήρωση αποπληθωρισμού συνδυασμένος με καθίζηση της παραγωγικής δραστηριότητας. Υπάρχει η πιθανότητα να οδηγηθούμε σε αυτό που ονομάζουμε ύφεση και αποπληθωρισμό.

Ετσι λοιπόν ερχόμαστε στο διακύβευμα των ημερών που δεν είναι τίποτε άλλο παρά το εύρος της δημόσιας παρέμβασης και της δημοσιονομικής πολιτικής. Και βέβαια επειδή η δημόσια παρέμβαση απαιτεί πόρους η συζήτηση μετατοπίζεται στα όρια του συμφώνου σταθερότητας και του ποσοστού 3% του δημοσιονομικού ελλείμματος ως προς το ΑΕΠ.

Η θεωρητική τεκμηρίωση σχετικά με το δημοσιονομικό έλλειμμα είναι ότι το μεγάλο έλλειμμα σήμερα θα υποχρεώσει το Δημόσιο να δανεισθεί αύριο προσφέροντας υψηλότερο επιτόκιο από αυτό που μπορεί ο ιδιωτικός τομέας και έτσι να εξοστρακίσει τις ιδιωτικές επενδύσεις και να αναβάλει τα επενδυτικά σχέδια. Στη συνέχεια εκτιμάται ότι το έλλειμμα θα επιβαρύνει και θα δυσκολέψει τη διάθεση των κρατικών ομολόγων και άρα τη χρηματοδότηση του δημόσιου χρέους.

Τα παραπάνω επιχειρήματα ισχύουν σε κανονικές οικονομικές συνθήκες. Ο στόχος του 3% του δημοσιονομικού ελλείμματος ως προς το ΑΕΠ δεν έχει καμία θεωρητική τεκμηρίωση, ούτε και μπήκε κανείς ποτέ στον κόπο να εξηγήσει στους ευρωπαίους πολίτες για ποιον λόγο το όριο τίθεται στο 3% και όχι σε οποιονδήποτε άλλο αριθμό. Επιπρόσθετα του κριτηρίου του δημοσιονομικού ελλείμματος παρομοιάστηκε σαν το αυτοκίνητο που θα έχει μια καμένη μηχανή αλλά το ρεζερβουάρ θα είναι γεμάτο βενζίνη.

Και, τέλος, πολλοί ισχυρίζονται ότι το «μεγάλο» δημοσιονομικό έλλειμμα μπορεί να προκαλέσει πληθωρισμό. Στην παρούσα φάση έχοντας μπροστά μας την απειλή του αποπληθωρισμού είναι κάτι που χρειάζεται η ελληνική οικονομία. Πώς αλλιώς μπορεί να μειωθεί η ονομαστική δανειακή επιβάρυνση των νοικοκυριών όταν το κράτος έχει αντικειμενική αδυναμία να βοηθήσει τα νοικοκυριά.

Η ίδια λογική, αυτή της δημοσιονομικής πειθαρχίας, κυριάρχησε στην Ιαπωνία τη δεκαετία του 1990 και αυτή η λογική έκανε την Ιαπωνική οικονομία 9 χρόνια να βγει από την κρίση. Στις ΗΠΑ τη δεκαετία του ΄30 μόνο όταν συνειδητοποίησαν την αναγκαιότητα του new deal, το οποίο έγινε big deal με τον F.D. Roosvelt, εξήλθαν από την κρίση. Και στις δύο περιπτώσεις η δημοσιονομική πειθαρχία συνέπιπτε με μείωση των ιδιωτικών επενδύσεων. Αλλά ακόμη και σήμερα πρέπει να σημειωθεί ότι στη Βρετανία το έλλειμμα προβλέπεται να φθάσει στο 6% το 2009 ενώ για την Ιρλανδία το 3% αποτελεί παρελθόν. Μελετώντας τις κρίσεις μπορούμε ανεπιφύλακτα να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι ο μεγαλύτερος ανασχετικός παράγοντας στην αντιμετώπιση των μεγάλων οικονομικών κρίσεων είναι η αιδώς, η ατολμία που νιώθουν πολλοί να αποδεχθούν ότι έχουν κάνει λάθος και να αλλάξουν οικονομική πολιτική. Η κρίση τελειώνει όταν ξεπεραστούν οι ντροπές.

Ο κ. Διονύσης Χιόνης είναι καθηγητής Οικονομικών στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.