Η ΣΙΣΥΦΕΙΑ νοοτροπία για το εκπαιδευτικό μας σύστημα καλά κρατεί· και σε κάθε «σεληνιακή έκλειψη», η φρενίτιδα «ριζικών» αλλαγών απαστράπτει θαμπώνοντας ό,τι έχει επιτευχθεί προηγουμένως. «Διάττων αστήρ» είναι συνήθως το εξεταστικό πρόβλημα που «ταυτίζεται» με το εκπαιδευτικό σύστημα. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση όμως απαιτεί βαθιά επιστημονική κατανόηση των προβλημάτων, υπομονή και επιμονή σε κάθε αλλαγή που εισάγεται στα σχολεία, συνέπεια και συνέχεια σε κάθε επιστημονικά τεκμηριωμένη παρέμβαση.

Βασική και ουσιαστική παιδαγωγική αρχή είναι η εκκίνηση από τη βάση, την υποχρεωτική εκπαίδευση· που έγινε με το ελληνικό συνδυαστικό διαθεματικό μοντέλο και το συνακόλουθο νεοεισαχθέν στα σχολεία εκπαιδευτικό υλικό· ένα μοντέλο όχι απομίμηση, όπως γίνεται συνήθως, αλλά πρωτότυπο και σε αρμονία με τη βιολογία της μάθησης, με την ολιστική λειτουργία του εγκεφάλου και τη σφαιρική κατανόηση και αντιμετώπιση των σύνθετων προβλημάτων της πραγματικότητας και της καθημερινότητας, για τα οποία το σχολείο πρέπει να καλλιεργεί τρόπο σκέψης, δημιουργικότητα και υπευθυνότητα, προκειμένου να αντιμετωπίζεται αποτελεσματικότερα η σύγχρονη κοινωνική πολυπλοκότητα.

Ποιο θα έπρεπε λοιπόν να είναι το επόμενο μεταρρυθμιστικό βήμα; Μα η προσαρμογή του Λυκείου στο νέο σύστημα· κάτι που σημαίνει διαθεματικά Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών και ανάλογους τρόπους αξιολόγησης των μαθητών, με στόχο πάντα την παιδαγωγική παράμετρο της βαθμίδας αυτής· ένα Λύκειο που θα μπορέσει από μόνο του σχεδόν, και με τη βοήθεια των πανεπιστημίων, να εξουδετερώσει τον Μινώταυρο των εισαγωγικών εξετάσεων στα τριτοβάθμια ιδρύματα.

Το νέο διαθεματικό σύστημα μόλις τώρα έχει αρχίσει να αφομοιώνεται σταδιακά από τους εκπαιδευτικούς της υποχρεωτικής εκπαίδευσης· και αντί η πολιτεία να τους επιμορφώνει συστηματικά, αλλάζει βήμα για να διατηρηθεί το σημειωτόν· αντί να προχωρήσει σε διορθώσεις κάποιων αστοχιών, αρχίζει διάλογο για δήθεν νέα προγράμματα. Αλλά πώς να μην επιχειρηθεί κάτι τέτοιο σισύφειο, όταν η «επιτροπή σοφών» έθεσε πρόσφατα το θέμα «επιστροφής στη φιλοσοφία που θέλει όλα τα μαθήματα να συνδέονται μεταξύ τους», ενώ αυτή είναι η ισχύουσα διαθεματική κατάσταση; Το ΕΣΥΠ πρότεινε επίσης την αναγκαιότητα «ελεύθερης ζώνης δραστηριοτήτων», ενώ λειτουργεί από το 2001 η Ευέλικτη Ζώνη! Πώς λοιπόν με τέτοιες αντιλήψεις θα μπορέσει η υποχρεωτική εκπαίδευση να σηκώσει το βάρος ισόρροπων αλλαγών και στις ανώτερες βαθμίδες; Στο Λύκειο, λ.χ., όπως προαναφέραμε.

Πού είναι επίσης η εναλλακτική πρόταση της πολιτείας στον απόφοιτο του Γυμνασίου; Μια τέτοια πρόταση είναι βέβαια η ουσιαστικοποίηση της μέσης τεχνικής εκπαίδευσης. Τα ΤΕΕ όμως, που βαφτίστηκαν ΕΠΑΛ, για να ηχήσει πάλι η σειρήνα της μεταρρύθμισης, δεν ικανοποιούν αυτή τη σημαντικότητα· αντίθετα αντανακλούν έναν εύκολο τρόπο απόκτησης ενός τυπικού προσόντος χωρίς αντίκρισμα και βέβαια χωρίς καμιά συμβολή στην ανάπτυξη της χώρας. Το αποτέλεσμα είναι να συνωθούνται προ των πυλών των τριτοβάθμιων ιδρυμάτων οι περισσότεροι απόφοιτοι της μεταϋποχρεωτικής εκπαίδευσης, οι οποίοι συχνά προσγειώνονται σε επιστημονικά πεδία που δεν είχαν φανταστεί και συνακόλουθα δεν τους ενδιαφέρουν· μια οικογενειακή και κρατική επένδυση εντελώς αποτυχημένη.

Γι΄ αυτό η λεγόμενη ελεύθερη πρόσβαση στα πανεπιστήμια είναι ουσιαστικά χωρίς νόημα· και όποιο εξεταστικό σύστημα, από τα προτεινόμενα, επικρατήσει δεν θα λύσει το πρόβλημα. Γι΄ αυτό ο σωστός, βέβαια, στόχος της αποδέσμευσης του Λυκείου από το εξεταστικό πρόβλημα δεν προσεγγίζεται με προκαταρκτικό έτος, για το οποίο θα προετοιμάζονται πάλι φροντιστηριακά οι μαθητές και το οποίο θα μεταφέρει το πρόβλημα χωρίς να το λύνει· ούτε τα πανεπιστήμια μπορούν να σηκώσουν το φορτίο των πανελλαδικών εξετάσεων με τις δομές και τα προβλήματα που έχουν· ούτε η ελληνική νοοτροπία και η γενικότερη οργάνωση του εκπαιδευτικού πλέγματος μπορούν να αντέξουν ένα ειδικό διαρκές εξεταστικό κέντρο.

Το περίπλοκο αυτό πρόβλημα ίσως μπορεί να προσεγγιστεί αν, λ.χ., η πρώτη τάξη του Λυκείου ενταχθεί στην υποχρεωτική εκπαίδευση- καθώς στην ηλικία αυτή ολοκληρώνει την ανάπτυξή του ο μετωπιαίος εγκεφαλικός φλοιός, με τον νέο να αρχίζει, εξερχόμενος της εφηβείας, να αναπτύσσει πρωτοβουλίες ζωής- και αν οι δύο άλλες τάξεις επαναπροσανατολιστούν σε ένα προαγωγικό εξεταστικό σύστημα που δεν θα οδηγεί όμως σε πλημμυρίδα αριστούχων, όπως συνέβαινε όταν οι βαθμοί αυτοί έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο· γι΄ αυτό η αποτίμηση της προαγωγικής και απολυτήριας επίδοσης των μαθητών θα πρέπει να συνδυάζει την παιδαγωγική διάσταση (κριτική, δημιουργική σκέψη λ.χ.) με την επιστημονική εγκυρότητα και αντικειμενικότητα (αδιάβλητη και αποπληθωριστική σε αριστούχους αξιολόγηση μέσα στα λύκεια).

Αυτή η μονοκονδυλιά λοιπόν είναι ο γρίφος και ίσως εκεί πάνω θα πρέπει να εστιαστεί η προσοχή των ενασχολουμένων σήμερα με το θέμα. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο τα τμήματα των τριτοβάθμιων ιδρυμάτων μπορούν να έχουν σοβαρό λόγο καθορίζοντας ουσιαστικούς συντελεστές βαρύτητας για τα βασικά μαθήματά τους. Με τον τρόπο αυτό μπορεί να απλοποιηθεί το εξεταστικό πρόβλημα και να αποδεσμευθεί από το εκπαιδευτικό σύστημα, για να αυτονομηθεί το Λύκειο ως ουσιαστική εκπαιδευτική βαθμίδα διαθεματικής Παιδείας· αλλά όλα αυτά απαιτούν αρετή και τόλμη όλων των εμπλεκομένων· διαφορετικά θα κινούμαστε στον ρυθμό του εκκρεμούς που θα κουρδίζεται κάθε φορά από τις ξενόφερτες επιρροές, οι οποίες δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν σε ξένο έδαφος.

Ο κ. Σταμάτης Ν. Αλαχιώτης είναι καθηγητής Γενετικής, πρώην πρόεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Πατρών.