ΕΔΩ ΚΑΙ ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ ζούμε ένα θέατρο του παραλόγου. Ολοι διαπιστώνουμε τα χάλια της δημόσιας εκπαίδευσης. Ολοι συμφωνούμε για την ανάγκη τομών και μεταρρυθμίσεων. Ολα τα κόμματα υπόσχονται αύξηση των δαπανών για την Παιδεία. Και γίνονται ακριβώς τα αντίθετα. Οι δαπάνες μειώνονται αντί να αυξάνονται. Κορυφαία προεκλογική «δέσμευση» της σημερινής κυβέρνησης ήταν η αύξησή τους στο 5% του ΑΕΠ. Επειτα από πέντε χρόνια παραμονής της στην εξουσία, οι δαπάνες μειώθηκαν στο 2,7% από 3,7% που ήταν όταν τις παρέλαβε. Η σημερινή αντιπολίτευση πλειοδοτεί. Εν μέσω βαθιάς οικονομικής κρίσης «δεσμεύεται» να τις αυξήσει στο 7% (5% για την Παιδεία και 2% για την έρευνα) όταν έρθει στην εξουσία. Μεταρρυθμίσεις εξαγγέλλονται ή επιχειρούνται, για να αποσυρθούν, μαζί με τους εκάστοτε υπουργούς, μόλις προκύψει ο λογαριασμός του πολιτικού κόστους. Ο διάδοχος υπουργός σπεύδει να κρύψει τα προβλήματα κάτω από το χαλί του «εθνικού διαλόγου» ή του «διαλόγου από μηδενική βάση» και πρόσφατα της «tabula rasa».

Τo πρόβλημα της Παιδείας είναι πρωτίστως πρόβλημα πολιτικό, όπως όλα τα μεγάλα προβλήματα που ταλανίζουν τη χώρα: γραφειοκρατία, διαφθορά, ατιμωρησία, αναξιοκρατία, πελατειακές σχέσεις. Η παθογένεια του πολιτικού μας συστήματος- κομματοκρατία, φόβος πολιτικού κόστους, λαϊκισμός- αποτυπώνεται οδυνηρά στη δημόσια εκπαίδευση. Κόμματα και συντεχνίες βλάπτουν συνειδητά την Παιδεία. Καταστρέφουν από κοινού αυτό υπέρ του οποίου δηλώνουν ότι αγωνίζονται: τη δημόσια εκπαίδευση. Είναι ανάγκη να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους και να αποφασίσουμε επιτέλους αν θέλουμε μια Παιδεία ικανή να υπηρετεί τις σημερινές και μελλοντικές ανάγκες της κοινωνίας ή μια Παιδεία «φιλιππινέζα» κομματικών και συντεχνιακών συμφερόντων.

Είναι πέντε, κατά τη γνώμη μου, οι sine qua non προϋποθέσεις για την υπέρβαση της χρόνιας κρίσης που ταλανίζει τη δημόσια εκπαίδευση.

Πρώτον, ουσιαστική μεταρρύθμιση χωρίς αύξηση της χρηματοδότησης είναι αδύνατη. Και αντίστροφα, αύξηση των δαπανών χωρίς μεταρρυθμίσεις είναι πεταμένα λεφτά.

Δεύτερον, μεταρρύθμιση χωρίς συναίνεση των δύο κομμάτων εξουσίας είναι μάταιος κόπος. Ο λαϊκισμός που κυριαρχεί στον κομματικό ανταγωνισμό οδηγεί την εκάστοτε αντιπολίτευση να υπόσχεται ανατροπή των μεταρρυθμίσεων της εκάστοτε κυβέρνησης. Συναίνεση όμως είναι αδύνατο να υπάρξει όταν πλησιάζουμε τον εκλογικό κύκλο. Προσφορότερος χρόνος είναι ο πρώτος χρόνος μιας κυβερνητικής θητείας. Οι δύο μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν, του Κ. Καραμανλή το 1976 και του Α. Παπανδρέου το 1982, θεσμοθετήθηκαν σε αυτή τη χρονική περίοδο.

Τρίτον, καρδιά της μεταρρύθμισης οφείλει να είναι ο εκπαιδευτικός. Ολες οι κρίσιμες παράμετροι του status των εκπαιδευτικών, από την εκπαίδευση, τη μετεκπαίδευση, την αξιολόγηση και την εξέλιξή τους έως την αμοιβή τους, πρέπει να αναθεωρηθούν και να τοποθετηθούν σε σύγχρονες βάσεις. Παιδεία με ποιότητα είναι αδύνατο να υπάρξει χωρίς εκπαιδευτικούς με ποιότητα.

Τέταρτον, κλειδί για μια συνολική μεταρρύθμιση είναι το εξεταστικό. Γιατί επηρεάζει καταλυτικά το εκπαιδευτικό σύστημα και προς τα πάνω, τα πανεπιστήμια, και προς τα κάτω, τα λύκεια. Συνεπώς καμία αλλαγή στο εξεταστικό δεν μπορεί να εφαρμοστεί χωρίς παράλληλη μεταρρύθμιση της τριτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Πέμπτον, η μεταρρύθμιση της Παιδείας δεν θα είναι στρωμένη με ροδοπέταλα. Γιατί δεν πρόκειται ποτέ να συναινέσουν στις αναγκαίες τομές ούτε οι συντεχνίες που αγωνίζονται να μη θιγεί το status quo, ούτε οι δυνάμεις που έχουν μετατρέψει την Παιδεία σε χώρο επαναστατικής ή κομματικής γυμναστικής. Η μεταρρύθμιση δεν θα είναι, με τις δυνάμεις της άρνησης, συναινετική. Θα είναι συγκρουσιακή.

Το συμπέρασμα είναι ότι η σημερινή πολιτική συγκυρία δεν ευνοεί την επίλυση των προβλημάτων της Παιδείας. Εχουμε ήδη μπει σε εκλογικό κύκλο. Οι εκλογές, είναι πλέον φανερό, θα γίνουν μεταξύ Μαρτίου του 2009 και Μαρτίου του 2010. Η σημερινή κυβέρνηση δεν αντέχει ούτε το πολιτικό ούτε το οικονομικό κόστος μιας μεταρρύθμισης της Παιδείας. Ακόμη χειρότερα, σε μια πρωτοφανή επίδειξη πολιτικού αμοραλισμού και κυνισμού εντάσσει την Παιδεία στα εκλογικά της παιχνίδια.

Μέσα στις συνθήκες αυτές ως μόνη λύση, ικανή να μας βγάλει από το διαχρονικό αδιέξοδο, προτείνω τη συγκρότηση διακομματικής επιτροπής- υπό την προεδρία πολιτικής προσωπικότητας αδιαμφισβήτητου κύρους- αποτελούμενης από πολιτικούς (ένας από κάθε κόμμα) με ανεξαρτησία γνώμης και γνώση της ευρωπαϊκής εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Ως προσωπικότητες με αυτά τα χαρακτηριστικά θα μπορούσα να υποδείξω τις κυρίες Αννα Διαμαντοπούλου (ΠαΣοΚ) και Μαριέττα Γιαννάκου (ΝΔ) και τον κ. Μιχάλη Παπαγιαννάκη (Συνασπισμός). Η επιτροπή, αφού καλέσει κόμματα και φορείς να καταθέσουν τις προτάσεις τους, θα ΑΠΟΦΑΣΙΣΕΙ για τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν, καταθέτοντας μια ολοκληρωμένη πρόταση μεταρρύθμισης του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Τα δύο κόμματα εξουσίας να δεσμευθούν ότι η πρόταση θα λάβει τη μορφή νόμου-πλαισίου, μέσα στο πρώτο εξάμηνο της Βουλής που θα προκύψει από τις επόμενες εκλογές, ο οποίος δεν θα τροποποιηθεί για μία εικοσαετία. Παράλληλα να δεσμευθούν ότι θα αυξάνεται ετησίως κατά μισή μονάδα το ποσοστό του ΑΕΠ που θα διατίθεται για την Παιδεία ώστε να φθάσουμε, σε μία πενταετία, το μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο δαπανών.

Δεν χρειαζόμαστε άλλες «επιτροπές σοφών». Ούτε άλλους διαλόγους από «μηδενική βάση». Από την επιτροπή που είχε συγκροτήσει ο Κ. Καραμανλής το 1976 ως την επιτροπή υπό τον καθηγητή Βερέμη έχουν προταθεί όλες οι πιθανές και απίθανες λύσεις. Αυτό που απαιτείται είναι: ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ και ΠΡΑΞΕΙΣ.

Σε στιγμές βαθιάς και πολύπλευρης κρίσης, το πολιτικό σύστημα καλείται να αποδείξει ότι συναισθάνεται τις ευθύνες του για το μέλλον του τόπου.

Ο κ. Βασίλης Κοντογιαννόπουλος είναι πρώην υπουργός.