Λίγο ακόμη και πιάσαμε πάτο. Εκτός κι αν αποδειχτεί το πηγάδι άπατο και ο κουβάς τρύπιος. Σύνεργα της νέας χρονιάς, που πάει από το κακό στο χειρότερο, με πρόσφορες υποδοχές του κακού: εντός τα άναρχα Εξάρχεια· εκτός την ευάλωτη Γάζα, όπου ο φονικός θάνατος θερίζει και αλωνίζει ανενόχλητος. Σε μας πάντως ο αποσχηματισμός της δημόσιας ζωής σε όλα τα κρίσιμα επίπεδα κουκουλώθηκε προχτές με τον κυβερνητικό ανασχηματισμό, τροφοδοτώντας για πολλοστή φορά την ανέξοδη πολιτικολογία.

Οι ευάριθμες εξαιρέσεις αναγνωρίζονται εύκολα από την (ομολογημένη ή ανομολόγητη) αμηχανία. Στην καλύτερη περίπτωση ενδίδουν στον οξύμωρο τύπο του ασυμβίβαστου συμβιβασμού, στον οποίο εξάλλου υπακούει με τον τρόπο της και η προκείμενη μονότονη στήλη. Που επιμένει ακόμη στην ποίηση και στα ποιήματα, θυμίζοντας τον καβαφικό Φερνάζη, με την ενδιάθετη υπεροψία και μέθη του. Η ποιητική ωστόσο αναδρομή της Ρέας Γαλανάκη (που υποσχέθηκα τις προάλλες να συστήσω), μοιρασμένη στα τρία με την πρόσφατη έκδοση ( Οι τρυφερές- Πλην εύχαρις- Τα ορυκτά, εκδόσεις Καστανιώτη 2008), ευνοεί και τη δική μου επιστροφή (χωρίς στροφή, όπως έγραφα προχθές) στα χρόνια των Δεκαοχτώ Κειμένων (1970) και προπαντός της Συνέχειας (1973).

Τούτο ισχύει λιγότερο για τις Τρυφερές , που συμμαζεύουν, δημοσιευμένα και αδημοσίευτα, ποιήματα, γραμμένα από το 1980 έως το 1995, και περισσότερο για τα πρωιμότερα τεύχη Πλην εύχαρις (πρώτη έκδοση Ολκός 1975) και Τα ορυκτά (πρώτη έκδοση Διογένης 1979), όπου η βιογλωσσική εμπειρία ανάγεται σαφώς στην εποχή της επτάχρονης δικτατορίας με τα παρεπόμενά της. Το λέω αυτό, επειδή κάποια ποιήματα από την πρώτη ποιητική κατάθεση της Ρέας Γαλανάκη είχαν δημοσιευτεί στο πρώτο τεύχος της Συνέχειας , αψηφώντας θαρραλέα τον κίνδυνο της δημοσίευσής τους τον Φεβρουάριο του 1973, που μας έστειλε κάποιους κατευθείαν στα κελιά του ΕΑΤ-ΕΣΑ. Δύο δείγματα της ριψοκίνδυνης εκείνης χειρονομίας της.

Το ένα: Η αγωνία μας/ καμπύλη στόματος κλειστού.// Στόμα κρυφό ποτάμι./ Αλογα διψασμένα αντάρτικα.

Το άλλο: Εσύ με τους Ερμοκοπίδες κι η Αθήνα/ ρίχνει τα μαρμαρένια ρούχα της στη γη/ αλώνι της χαροντικής μονομαχίας.// Φιλέρημος, ακάνθινος,ερωτικός,γενναίος.

Μετρώντας χρόνια και γεγονότα, σκέφτομαι με συγκίνηση (πήγα να πω: με νοσταλγία) τη δίσεχτη εκείνη εκείνη, που έσκαψε σε βάθος τον έμπρακτο λόγο μας, καταλήγοντας στην περίπτωση της νεαρής τότε Ρέας Γαλανάκη σε κρυσταλλικούς πυρήνες ποίησης, με την ειρωνική επιγραφή Πλην εύχαρις. Ακολούθησαν τα μεταπολιτευτικά Ορυκτά, που παραμένουν και σήμερα κρύπτες πυκνού και αμφίσημου λόγου, τον οποίο η ποιητική αγορά μάλλον τον αποστρέφεται, όταν δεν τον υπονομεύει με την πληθωρική της παραγωγή.

Οπως κι αν έχει το πράγμα, στα Ορυκτά τα περισσότερα ποιήματα αποκτούν ήδη δικό τους τίτλο, και εξελίσσονται σε αναπτύγματα που αναζητούν έναν απόκρυφο μύθο. Αρετές που διευρύνονται και εμβαθύνονται στα δεκαπέντε ποιήματα τα οποία συνθέτουν τις ωριμότερες Τρυφερές. Οπου η ανάπτυξη του έντιτλου ποιήματος προχωρεί τώρα δραματικότερα, καθώς στο εσωτερικό του εμπλέκονται ανώνυμες και επώνυμες μορφές (σύγχρονες ή μυθολογικές) στην πορεία μιας κρίσιμης συνάντησης (γονεϊκής, εταιρικής, ερωτικής, μεταερωτικής), που δοκιμάζεται από τις στάσεις και τις αντιστάσεις προσώπων, πραγμάτων και γεγονότων της μεταβατικής εκείνης εποχής. Και το κυριότερο: ενώ το ποίημα υπερασπίζεται την ποιητική του αυτοδιάθεση, παραμένει συνάμα διαθέσιμο για τον συμμαχικό αναγνώστη. Ενα αυθαίρετο μοντάζ τριών αντιπροσωπευτικών παραθεμάτων, για να μην μιλώ στον αέρα: Η γλώσσα εισπράττει την ομολογία της σιωπής/ που συνοψίσαμε σε λέξεις με ακαριαίο χρόνο.// Ξεχνώντας ότι κάποιες λέξεις δεν είναι για να τις πιστεύουμε/ παρά για να μας ταξιδεύουν σ΄ ένα τροπικό ποτάμι αργά. (Η συνάντηση).

Τρεις και μισή το μεσημέρι./ Ελεος/ για τις ρυτίδες,τη μετέπειτα ζωή, τα δάκρυα/ και το μισό αυτής της επαφής (Το φιλί).

Ο άντρας ζούσε ακόμη τους παλιούς πολέμους/ γι΄ αυτό κατέβασε τα μάτια και δεν ξαναμίλησε.// Ξημέρωνε,άλλωστε,τριαντάφυλλο κι αγκάθι. (Μωσαϊκό).

Αναρωτιέμαι γιατί και πώς προέκυψε στην περίπτωση της Ρέας Γαλανάκη η απώθηση της ποιητικής της φωνής προς όφελος του μυθιστορήματος· απώθηση που από το 1995 και μετά κατέληξε σε, φαινομενική έστω, αποστόμωση. Ή μήπως η πρόσφατη έκδοση των Ποιημάτων μιας περασμένης εικοσαετίας σημαίνει ανανεωμένη διάθεση ποιητικής επιστροφής; Το εύχομαι από καρδιάς.