Η 21η Ιανουαρίου είναι η ημερομηνία που συγκεντρώνει το ενδιαφέρον τόσο των Αμερικανών όσο και του υπόλοιπου κόσμου. Ο κ. Μπαράκ Ομπάμα θα αναλάβει την προεδρία των ΗΠΑ ξεκινώντας- όπως εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο ελπίζουμε- μια νέα σελίδα στη σύγχρονη ιστορία των διεθνών σχέσεων. Η ιστορικότητα της εκλογής Ομπάμα στο ύψιστο αξίωμα των ΗΠΑ έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο πολλών αναλύσεων. Ενδεικτικό του ενδιαφέροντος που έχει προκαλέσει στους μελετητές το ίδιο το γεγονός της εκλογής είναι ότι το πρόσφατο συνέδριο της Αμερικανικής Ενωσης Ιστορικών (Νέα Υόρκη, 2-5 Ιανουαρίου 2009) περιέλαβε κεντρική συνεδρία κατά την οποία σημαίνοντες μελετητές της αμερικανικής ιστορίας τοποθετήθηκαν στο ερώτημα: «Ηταν η εκλογή Ομπάμα ένα ιστορικό γεγονός;».

Πέρα όμως από τις αναλύσεις των επιστημόνων, είναι τα αιματηρά γεγονότα στη Μέση Ανατολή που θέτουν πιεστικά το ερώτημα: «Ποια θα είναι συμβολή του Ομπάμα στην αλλαγή των συνθηκών της ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων στην Παλαιστίνη και στο Ισραήλ;». Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος απέφυγε τις τελευταίες εβδομάδες να κάνει δηλώσεις που αφορούν τη στάση των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή. Προβάλλοντας το επιχείρημα ότι έως την 21η Ιανουαρίου δεν είναι εκείνος που ασκεί εξωτερική πολιτική, απέφυγε να πάρει θέση και να προϊδεάσει φίλους και αντιπάλους για τις πρωτοβουλίες που προτίθεται να αναλάβει. Αυτή η σιωπή προκάλεσε την ανησυχία όσων προσδοκούν ότι η μετά Μπους εποχή θα σημάνει μια σαρωτική ανατροπή των υφιστάμενων σχέσεων και ισορροπιών στην περιοχή. Ο πρόεδρος Ομπάμα έχει εξάλλου ήδη τοποθετηθεί για άλλα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής εκδηλώνοντας την πρόθεσή του να αποσύρει σταδιακά τα αμερικανικά στρατεύματα από το Ιράκ και να ενισχύσει την αμερικανική παρουσία στο Αφγανιστάν. Η σιωπή του ως προς το Ισραήλ χαρακτηρίζεται από αρκετούς αινιγματική, ενώ άλλοι διαβλέπουν πίσω από αυτή την επιφύλαξη τη διάθεση του προέδρου να κρατήσει για τον εαυτό του το πλεονέκτημα του προσεκτικού σχεδιασμού και του αιφνιδιασμού.

Με τη διαφορά ότι, όπως γνωρίζουμε και από την ιστορία, ο πόλεμος δημιουργεί συχνά τετελεσμένα για τους πολιτικούς. Και πραγματικά την περασμένη Τρίτη (6.1.2009) ο κ. Ομπάμα αναγκάστηκε να σπάσει τη σιωπή του. Κάτω από την πίεση που ασκεί η τραγική αύξηση του αριθμού των αμάχων μεταξύ των θυμάτων στη Γάζα, ο νέος πρόεδρος δήλωσε σε δημοσιογράφους: «Θα συμβάλουμε αποτελεσματικά και συστηματικά στην κατάπαυση των συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή. Η απώλεια της ζωής πολιτών στη Γάζα και στο Ισραήλ μού προκαλεί βαθιά ενόχληση και μετά την 20ή Ιανουαρίου θα έχω πολλά να πω για αυτό το ζήτημα».

Το ερώτημα βέβαια παραμένει: Πέρα από τις καλές προθέσεις, ποια θα είναι η στρατηγική του προέδρου Ομπάμα στη Μέση Ανατολή; Οι περισσότεροι αναλυτές συμφωνούν ότι η όποια παρέμβαση θα έχει ως προϋπόθεση τη σύναψη συμμαχιών με αραβικά κράτη που επιθυμούν τον περιορισμό της δυναμικότητας της Χαμάς στην περιοχή. Είναι όμως σαφές ότι η συνέχιση των στρατιωτικών επιχειρήσεων του Ισραήλ στην περιοχή αποξενώνει όλο και περισσότερο τους εν δυνάμει άραβες συμμάχους. Η επιλογή εξάλλου του χρόνου των επιχειρήσεων δεν ήταν καθόλου τυχαία, αφού βρισκόμαστε σήμερα σε μια μεταβατική περίοδο που δεν επιτρέπει άμεσες και αιφνιδιαστικές πρωτοβουλίες από την πλευρά της νέας προεδρίας των ΗΠΑ.

Πέρα όμως από την ανάγκη σύσφιγξης των σχέσεων ΗΠΑ και αραβικού κόσμου, το δεύτερο σενάριο το οποίο σκιαγραφούν οι αναλυτές που προσπαθούν να μαντέψουν τη μελλοντική στάση των ΗΠΑ αφορά την τοποθέτηση διεθνούς στρατιωτικής δύναμης στη Γάζα με τη συμμετοχή και αμερικανικών στρατευμάτων και με σκοπό τη διασφάλιση των όρων μιας ενδεχόμενης ειρηνευτικής συνθήκης, την άσκηση ελέγχου στις πρακτικές των στρατιωτικών δυνάμεων του Ισραήλ και την εμπέδωση της δημιουργίας δύο ανεξάρτητων κρατών στην περιοχή. Πρόκειται για μια παλαιά ιδέα που χρεώνεται συνήθως μεταξύ άλλων στον Ζbigniew Βrzezinski, σύμβουλο παλαιότερα του προέδρου Κάρτερ, αλλά και στον Μartin Ιndyk, πρώην πρεσβευτή των ΗΠΑ στο Ισραήλ επί προεδρίας Κλίντον. Η ιδέα της τοποθέτησης διεθνούς στρατιωτικής δύναμης στη Γάζα φαίνεται μάλιστα να υποστηρίζεται και από τον στρατηγό James Jones, τον οποίο ο κ. Ομπάμα επέλεξε ως σύμβουλο σε θέματα εθνικής ασφάλειας.

Ο στρατηγικός σχεδιασμός εξαρτάται βέβαια από τις συνθήκες που διαμορφώνουν παράγοντες των οποίων η στάθμιση παραμένει δύσκολη. Σε αυτή την περίπτωση η χάραξη νέας πολιτικής των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή εξαρτάται από δύο τουλάχιστον τέτοιους παράγοντες. Αφενός, η τραγικότητα του πολέμου και το αίμα των αθώων θυμάτων μπορούν πάντα να οδηγήσουν σε περαιτέρω έκρηξη της βίας. Η τρομοκρατία αποτελεί αστάθμητο παράγοντα που απειλεί κάθε πολιτικό εγχείρημα ειρήνευσης. Αφετέρου, ο δυναμισμός και το βάθος της συναισθηματικής επένδυσης και των προσδοκιών που έχουν επενδύσει εκατομμύρια ανθρώπων στις ΗΠΑ και αλλού στο πρόσωπο του Μπαράκ Ομπάμα αποτελούν ένα πολιτικό κεφάλαιο αποφασιστικής σημασίας για τις διεργασίες που θα ακολουθήσουν. Εξάλλου, η συλλογική ελπίδα αποτελεί επίσης έναν αστάθμητο παράγοντα ικανό να κινητοποιήσει κοινωνικές και πολιτικές δυναμικές που σε άλλες περιπτώσεις θα παρέμεναν σε ύπνωση. Και καθώς ακόμη ακούγεται η ηχώ από το σύνθημα «yes, we can» της προεκλογικής καμπάνιας του κ. Ομπάμα, ο κόσμος σήμερα αναρωτιέται: «Μπορούν;».

Η κυρία Ιωάννα Λαλιώτου είναι επίκουρη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.