Η απόφαση του Ισραήλ να επιτεθεί στη Λωρίδα της Γάζας με σκοπό να εξοντώσει τη Χαμάς ανέδειξε και πάλι την πολυπλοκότητα της ισραηλινοπαλαιστινιακής διένεξης. Και μαζί με αυτήν επανέφερε το ζήτημα της πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή. Μετά την εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα στην αμερικανική προεδρία πολλοί πλέον διερωτώνται αν η Ουάσιγκτον μπορεί να αλλάξει στάση στο Μεσανατολικό ώστε να παύσει να υποστηρίζει μόνο ρητώς τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους, αλλά και να πιέσει το Ισραήλ να εμπλακεί σε ουσιαστικές ειρηνευτικές συνομιλίες. Η αρχική σιωπή του Ομπάμα χαρακτηρίστηκε ως απόδειξη ότι η αμερικανική πλευρά θα παραμείνει σταθερή στην υποστήριξή της προς το Ισραήλ. Ωστόσο δεν είναι λίγοι όσοι εκτιμούν ότι κάτι τέτοιο θα απέβαινε αρνητικό για την εικόνα των ΗΠΑ στην περιοχή, εμφανίζοντας και τον νέο πρόεδρο ως δέσμιο του πανίσχυρου εβραϊκού λόμπι στην Αμερική.

Ας ξεκινήσουμε με ένα βιβλίο γιατις «Χίλιες και μία νύχτες» σε επιμέλεια των Saree Μakdisi και Felicity Νussbaum. Οι συγγραφείς του τόμου αποδεικνύουν πως το δημοφιλές αραβικό παραμύθι, όπως εμείς το γνωρίζουμε, δεν είναι παρά μια εκτεταμένη διασκευή ενός ιδιοφυούς Γάλλου γλωσσολόγου και μεταφραστού του 17ου αιώνος, του Αntoine Galland, που απείχε πολύ από το αραβικό του πρωτότυπο. Ανάλογη, θα υποστήριζε κανείς, είναι και η εικόνα που θα έχει ο Μπαράκ Ομπάμα για τη Μέση Ανατολή.

Ολα όσα θεωρούνταν κοινός τόπος για την αμερικανική εξωτερική πολιτική κατά την περίοδο Κλίντον έχουν σήμερα ανατραπεί ή ανατρέπονται ραγδαία με την καταλυτική ή κατεδαφιστική συνδρομή της διακυβέρνησης Μπους. Αν ο νέος πρόεδρος πιστεύει ότι μπορεί να στηριχθεί μόνο στις λεγόμενες μετριοπαθείς δυνάμεις, την Αίγυπτο, τη Σαουδική Αραβία ή την Ιορδανία, για να προωθήσει την πολιτική του στην περιοχή, μάλλον θα ξαφνιαστεί δυσάρεστα από την αδυναμία των πάλαι ποτέ ισχυρών περιφερειακών δυνάμεων να πείσουν ή να επιβληθούν. Την ίδια στιγμή έχουμε ανάδυση παικτών όπως η Τουρκία και το Κατάρ, που διακρίνονται για την ικανότητά τους να απευθύνονται σε διαφορετικούς συνομιλητές χωρίς να ζητούν εκ προοιμίου πιστοποιητικά μετριοπάθειας ή κοσμικής πολιτικής αντίληψης. Αν ο πρόεδρος Ομπάμα θεωρήσει ότι μη κρατικοί δρώντες όπως η Χεζμπολάχ ή η Χαμάς είναι απλά και μόνο συγκυριακά ζητήματα ασφαλείας και αναζητήσει ευήκοους συνομιλητές μόνο στις φιλοδυτικές (αλήθεια, ποιες είναι αυτές;) ελίτ, τότε κινδυνεύει να ξεμείνει από φορείς ουσιαστικού διαλόγου στην περιοχή. Είναι πιθανό η ισραηλινή επίθεση στη Λωρίδα της Γάζας να διαλύσει τη στρατιωτική και πολιτική υποδομή της Χαμάς και να αποδείξει τα πεπερασμένα όρια της Χεζμπολάχ σε δυναμικό περιφερειακό ρόλο. Δεν είναι δυνατόν όμως να αποσοβήσει την ανάπτυξη ενός νέου κινήματος του πολιτικού Ισλάμ της Χαμάς ή των επιγόνων της, με μεγαλύτερη εμπειρία, σαφώς πιο επεξεργασμένη στρατηγική και αυξημένη πολιτική αποτελεσματικότητα.

Μια επίσης φρούδα ελπίδα είναι ότι η λύση των δύο κρατών, που θα δώσει τέλος στη διαμάχη Παλαιστινίων και Ισραηλινών, είναι δυνατόν να παραμείνει εσαεί δημοφιλής. Η επιλογή αυτή δίνει σκληρή μάχη με τον χρόνο, με την πραγματικότητα των ισραηλινών εποικισμών και της διατήρησης των περιορισμών, και με τη διαφθορά των αρχουσών παλαιστινιακών ελίτ. Λίγο ακόμη και η λύση των δύο κρατών δεν θα συγκινεί καμία από τις δύο κοινωνίες. Ακόμη χειρότερα, θα θεωρείται συνταγή για περαιτέρω βία και καταπίεση παρά διέξοδος προς την ειρήνη. Σε αυτήν την περίπτωση οι άγριες δυνάμεις της δημογραφίας από τη μια και της τεχνολογικής υπεροχής και ισχύος από την άλλη θα αφεθούν να δώσουν τη λύση.

Η πολιτική της απομόνωσης κρατών όπως η Συρία και το Ιράν μάλλον απέτυχε, ιδιαίτερα στην περίπτωση της πρώτης. Προσπάθειες να εξευρεθούν οι «μετριοπαθείς» σε καθεμιά από αυτές τις χώρες ή να αναδειχθούν οι εσωτερικές έριδες και ανταγωνισμοί δεν πέτυχαν όχι γιατί δεν υπάρχουν, αλλά γιατί είναι εντελώς διαφορετικής φύσης από εκείνη που θα εξυπηρετούσε την αμερικανική εξωτερική πολιτική. Η αδυναμία των ΗΠΑ να πείσουν ή να επιβληθούν σε πολύ πιο αδύναμους παίκτες, όπως ο Αραφάτ, η Συρία, η Χεζμπολάχ ή η Χαμάς, εντοπίζεται ακριβώς στη διασκευή και όχι στην ακριβή μετάφραση των ρεαλιστικών συμφερόντων των παικτών αυτών.

Οπως τονίζει ο Robert Μalley στο Νew Υork Review of Βooks, η αμερικανική διακυβέρνηση θα βρεθεί μπροστά σε μια ασταθή κυβέρνηση συνεργασίας στο Ισραήλ, ένα αυξημένο ενδεχόμενο νίκης της Χεζμπολάχ και των συμμάχων της στις λιβανικές εκλογές, μια επικίνδυνη μεταβατική περίοδο με δημοψήφισμα στο Ιράκ, πιθανόν την έναρξη της διαμάχης διαδοχής του ογδοντατετράχρονου βασιλιά της Σαουδικής Αραβίας και του προέδρου Μουμπάρακ στην Αίγυπτο, ενώ το Ιράν οδηγείται σε προεδρικές εκλογές με το πυρηνικό πρόγραμμα σε πλήρη ανάπτυξη. Σε αυτά να προσθέσουμε το χάος που ούτως ή άλλως θα δημιουργηθεί στη Γάζα και το οποίο θα έχει σημαντικές μακροπρόθεσμες συνέπειες όχι μόνο για την παλαιστινιακή κοινωνία αλλά και για το πολιτικό σώμα κρατών όπως η Αίγυπτος και η Ιορδανία.

Είναι βέβαιο ότι η ισραηλινή επιχείρηση στέρησε από τον Μπαράκ Ομπάμα το πλεονέκτημα του χρόνου. Δεν έχει πια τα περιθώρια να περιμένει την κατάλληλη στιγμή για τη μεγάλη κίνηση. Αλλωστε μεγάλες κινήσεις για την ειρήνη στη Μέση Ανατολή, όπως η συμφωνία του Οσλο και η συμφωνία του Τάεφ για την ειρήνη στον Λίβανο, έγιναν και χωρίς την άμεση παρέμβαση των ΗΠΑ. Εκείνο που είναι όμως σημαντικό είναι να δημιουργηθεί ή να αποκατασταθεί πολιτική επικοινωνία με όλες τις υπαρκτές πολιτικές δυνάμεις και τα κράτη της περιοχής στη βάση των συμφερόντων και όχι των ιδεολογικών «διασκευών» της Μέσης Ανατολής.

Η διακυβέρνηση Ομπάμα θα πρέπει να διαβάσει την πιστή μετάφραση από τις «Χίλιες και μία νύχτες» και όχι επινοημένες διασκευές για μετριοπαθείς ηγεσίες και φίλια καθεστώτα. Ετσι δεν θα ψάχνουν, ασθμαίνοντες και αργοπορημένοι, οι δυτικοί διπλωμάτες και απεσταλμένοι για κάποιον «μετριοπαθή ισλαμιστή» στη Δαμασκό προκειμένου να συζητήσουν εκεχειρίες όταν η φωτιά έχει ανάψει για τα καλά.

Ο κ. Σωτήρης Ρούσσος είναι αναπληρωτής καθηγητής και επικεφαλής της Ομάδας Μελέτης για τη Μέση Ανατολή και το Ισλάμ στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.