Ακόμη δεν μπουσούλησε ο νέος χρόνος, κι άρχισε το κυνηγητό. Οπως ανεπανάληπτα το λέει ο ποιητής στο Χ της Ιλιάδας . Παραφράζω: ο φονικός δρόμος γύρω από το κάστρο της Τροίας εντείνεται: κυνηγός ο Αχιλλέας, κυνηγημένος ο Εκτορας. Μεσολαβεί μια παρομοίωση: σκυλί καταδιώκει ελαφάκι, το εκτοπίζει απ΄ τη μονιά του, κι αυτό κυνηγημένο τρέχει να σωθεί στα θάμνα ενός δάσους, ο σκύλος όμως εύκολα το ξετρυπώνει· παρόμοια ο Εκτορας πάει να ξεφύγει τρέχοντας, προσβλέποντας για προστασία στις κλειστές καστρόπορτες και στους καλοχτισμένους πύργους. Ο Αχιλλέας όμως κυνηγώντας τον ξαναφέρνει κατά τη μεριά του κάμπου, και το κυνηγητό τώρα απογράφεται σε συγκλονιστικό εφιάλτη: πώς μέσα σε όνειρο δεν γίνεται να πιάσεις κάποιον που τον κυνηγάς, αλλά και ο κυνηγημένος δεν μπορεί να φύγει, όμοια κι ο Αχιλλέας δεν φτάνει τον Εκτορα, κι αυτός όμως δεν γίνεται να διαφύγει. Κι όπως ο δρόμος είναι κυκλικός, στο τέλος δεν ξέρεις ποιος είναι ο κυνηγός και ποιος ο κυνηγημένος: ο χρόνος ή εμείς;

Ετσι περνάμε ομαλά από τη φιλολογία στη λογοτεχνία, παραβιάζοντας την κεντρική πύλη της ποίησης. Υπόσχεση που εκκρεμεί από την περασμένη Κυριακή, στο πλαίσιο βιβλιοφιλικής περιδιάβασης. Στο μεταξύ μια παρένθεση, με αφορμή ξανά τους όρους. Αν είναι να θερμομετρήσουμε ετυμολογικά, συγκρίνοντας τη φιλολογία με τη λογοτεχνία, η πρώτη σίγουρα διεκδικεί υψηλότερη θερμοκρασία από τη δεύτερη· αφήνω που είναι και αρχαιότερη. Συναισθηματικά φορτισμένη (δεν λέω: ερωτικά), φαίνεται να προσηλώνεται με συμπάθεια στην ουσία του λόγου· τεχνοτροπική κυρίως η λογοτεχνία, μοιάζει να παραπέμπει περισσότερο στη φτιαξιά του λόγου. Και η ποίηση; Αυτή είναι, ευτυχώς, δοσμένη σε όλους και σε κανέναν. Αν δεχτούμε μάλιστα την αρχαία καταγωγή της από τις Μούσες, χαρίζεται (άνισα πάντως, κατά τον Πλάτωνα, ή και παραπειστικά) πρώτα στους ποιητές, για να την ασκήσουν, μετά στους αναγνώστες, για να την αναγνωρίσουν. Μόνο που κάποτε οι δύο ρόλοι εναλλάσσονται, όταν δεν ταυτίζονται- κορυφαίο παράδειγμα ο αλεξανδρινός Κ. Π. Καβάφης.

Με αυτούς τους όρους αναγγέλλονται σήμερα τέσσερις ποιητές, με τη σειρά που έφτασαν τα ποιήματά τους στα χέρια μου το περασμένο φθινόπωρο: ο Στρατής Πασχάλης (με την Εποχή Παραδείσου )· η Ρέα Γαλανάκη (με το τρίπτυχο Οι τρυφερές- Πλην εύχαρις- Τα ορυκτά )· η Γεωργία Τριανταφύλλου (με το Δικαίωμα Προσδοκίας )· ο Διονύσης Καψάλης (με Ολα τα Δειλινά του Κόσμου ). Εύλογα παραλείπονται ποιήτριες και ποιητές που σχολιάστηκαν ήδη (συνοπτικά ή διεξοδικότερα) σε προηγούμενα Μονοτονικά της περασμένης χρονιάς.

Η Εποχή Παραδείσου, δέκατη (και ωριμότερη) συλλογή του Πασχάλη, μαθητεύει έμμεσα στη Βίβλο, στον Δάντη και στον Ρεμπώ, άμεσα σε δικούς μας μείζονες ποιητές. Μοιράζεται στα τρία: στο «Χαμένο τραγούδι του Αρίωνα» (σύνθεση, με ευδιάκριτη την ποιητική της σύνταξη)· στον «Μονοσάνδαλο» (αυτοτελή, έντιτλα ποιήματα)· στη σπαραγμένη «Αποκατάσταση Τοιχογραφίας» της γενέθλιας γης. Για να συντελεστεί η προκείμενη συλλογή χρειάστηκαν πέντε τουλάχιστον χρόνια: δύσκολος τοκετός, άσκηση υπομονής και επιμονής στα περίχωρα ενός κήπου, όπου επιστρέφει περιπλανώμενος ο ποιητής προς αναγνώριση του χαμένου νόστου. Εμπειρία, που προτάσσεται στο «Χαμένο τραγούδι του Αρίωνα»:

Παιδιά της προϊστορίας γυρνούσαν ξυπόλυτα στους ήχους μιας καντάτας ονείρου,/ Και οι ξεχασμένες προσευχές στους εξώστες μιλούσαν για το αύριο που πήρε μακριά ολόκληρο νησί.// Στο μεταίχμιο θρύλου, χαράματα·/ Πενθούσε η νύχτα κι η μέραήταν θαμμένη.// Κοίταξα μακριά και είδα την αυγή πίσω απ΄ την ξένη γη,αναποφάσιστη.// Τρόμαξα με την απάθεια της σελήνης.// Τα βουνά καταργήθηκαν,τα φώτα δάκρυσαν για μια στιγμή όπως πάντα/ Κι εγώ παραδόθηκα στην προφητεία της θάλασσας που με τιμούσε μ΄ ένα σιωπητήριο γεμάτο αναμονή.

Αν στην έναρξη του «Αρίωνα» ακούγεται ένας αλαφροΐσκιωτος τόνος, (πολύτιμη κληρονομιά από τον Σολωμό), στον μεσαίο «Μονοσάνδαλο» αναγνωρίζεται, κάπου και κάποτε, ως ειρωνικός υποβολέας, ο Αλεξανδρινός. Παράδειγμα η «Τεχνοκριτική»:

Είναι ένα σχέδιο από κάρβουνο η ύπαρξή του/ Εικαστικό ανάγνωσμα ευπώλητο σ΄ ονειροπόλους/ Δεν έχει περιθώριο διαφυγής σε χρώμα ελαιογραφίας/ Με αδρή μαεστρία σημειώνεται η πίκρα/ Με δεινή λειτουργία η κατάντια του.// Σ΄ ένα μικρό προσκυνητάρι ζει/ για πάντα ποθητός από τη μετριότητα/ μες στο κουβούκλιο της ανίας/ Ντροπαλός και μεσίστιος/ Μετά από τη ματαίωση της όντως Ζωγραφικής./ Αυθεντικός ποιητής ο Πασχάλης· «στη μέση του δρόμου». Η «Αποκατάσταση Τοιχογραφίας», όπου κυκλοφορεί ο ίσκιος της Σαπφώς, παραμένει εδώ ανέγγιχτη, διαθέσιμη κατευθείαν στον αναγνώστη.