Εν μέσω της χρηματοπιστωτικής κρίσης και ενώ οι φτωχοί καλούνται να συνδράμουν τους πλούσιους μάλλον για να μη γίνουν και αυτοί φτωχοί, πληθώρα δημοσιευμάτων και παρεμβάσεων μάς κατακλύζει σχετικά με το μέλλον του καπιταλισμού: θα πέσει, δεν θα πέσει, θα τελειώσει, δεν θα τελειώσει, χρειάζεται η παρέμβαση του κράτους, δεν χρειάζεται, περισσότερο κράτος, λιγότερο κράτος και ούτω καθεξής ως είθισται στη μακρά συζήτηση περί καπιταλισμού και κρίσης. Φως στο τούνελ δεν φαίνεται άμεσα… Ωστόσο, σύμφωνα με πληροφορίες, το αμερικανικό περιοδικό «Ρlayboy» έχει διαφορετική προσέγγιση στο ζήτημα: ετοιμάζει ειδικό αφιέρωμα με θέμα «Γυναίκες της Γουόλ Στριτ» όπου τραπεζίτισσες και χρηματομεσίτριες θα ποζάρουν γυμνές προς τέρψιν του φιλοθεάμονος κοινού και θα εξορκίσουν την κρίση.

Ας αφήσουμε προς στιγμήν το δικαίως καταγγελλόμενο θέμα της εμπορευματοποίησης του γυναικείου σώματος. Ας αγνοήσουμε, επίσης, το σοκ που προκαλεί η διαπίστωση ότι ο καπιταλισμός μπορεί να πουλήσει ακόμη και την κρίση του. Ας δούμε το εγχείρημα από μια άλλη πλευρά: πόσο συνδέεται η ηδονοβλεπτική πρακτική με τις λιμπιντικές επενδύσεις του καπιταλισμού; Σε ποιο βαθμό οι φαντασιώσεις που περιβάλλουν, ανασυνθέτουν και νοηματοδοτούν τις αφηγήσεις περί καθολικής ισχύος, δύναμης και κυριαρχίας συνέβαλαν στην αποκλειστική εδραίωσή του, ειδικά κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες; Ο καπιταλισμός άλλωστε συνδέθηκε πρωτογενώς με τη συγκρότηση της κοινωνικής φαντασίας ήδη από τον καιρό εκείνο που ο Μαρξ ανέλυε τον φετιχισμό του εμπορεύματος. Μήπως όμως το σχετικό θέμα του «Ρlayboy» αγγίζει ένα από τα κεντρικά χαρακτηριστικά της καπιταλιστικής καθηγεμόνευσης κατά την περίοδο από τη δεκαετία του 1970 και εφεξής; Είναι ο σύγχρονος καπιταλισμός μια «επιθυμητική μηχανή» όπως μας έμαθαν στοχαστές από τον Ντελέζ και τον Γκουαταρί έως τον Ντεμπόρ και τον Μποντριγιάρ; Και αν είναι έτσι, μήπως οι «φούσκες» του είναι προϊόν της σύγκλισης ανάμεσα στο πραγματικό και στο φαντασιακό κομμάτι της οικονομίας της Γουόλ Στριτ;

Η αμερικανίδα ανθρωπολόγος Κάρεν Χο (Κaren Ηo) διεξήγε μια ενδιαφέρουσα εθνογραφική έρευνα στις μεγάλες χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και στον κόσμο της Γουόλ Στριτ κατά τη δεκαετία του 1990 όπου η εικόνα της πλανητικής κυριαρχίας του αμερικανικού οικονομικού κέντρου ήταν ιδιαίτερα ισχυρή. Η έρευνά της εμπλούτισε με εμπειρικά δεδομένα και εθνογραφικό υλικό τις θεωρητικές προσεγγίσεις για τη σταδιακή ανάδειξη μιας «οικονομίας του φαίνεσθαι» (economy of appearances). Στη μελέτη της «Situating Global Capitalisms» «Τοποθετώντας τους πλανητικούς καπιταλισμούς»), η Χο ανέδειξε τις πολιτισμικές πρακτικές και την κοινωνική φαντασία που θεματοποιούν τον σύγχρονο καπιταλισμό μέσα από τη διαρκή επινόησή του ως «θεάματος» με πολλαπλές επιτελέσεις, σχεδόν ανεξάρτητες από τις διαδικασίες της «πραγματικής» οικονομίας. Μελετώντας και αναλύοντας διαφημίσεις, εκθέσεις πεπραγμένων, ανακοινώσεις πρόσληψης προσωπικού, σεμινάρια επιμόρφωσης στελεχών, μαρτυρίες πληροφορητών, η ανθρωπολόγος παρουσίασε το μωσαϊκό ενός κόσμου που θεσμίζεται αλλά και αυτοπροβάλλεται με βάση τη διαρκή παραγωγή της επιθυμίας για περισσότερη «ικανοποίηση», «ένταση», «ολοκλήρωση». Οι λόγοι της αυτοθέσμισης,

σύμφωνα με τη μελετήτρια, στόχευαν και στοχεύουν στην καλλιέργεια της κοινωνικής φαντασίας αλλά και της φαντασίωσης περί ενός ολοποιητικού μηχανισμού απόλυτης ισχύος, αέναης κίνησης, πρωτογενούς ρώμης με δυνατότητες συνεχούς «διείσδυσης» και διάχυσης των «ροών» σε όλο και περισσότερες αγορές.

Η ικανότητα της διείσδυσης συσχετίστηκε με την παράλληλη διαδικασία ανάδειξης της έννοιας της καθολικής «παρουσίας». Στοχεύοντας στη φιλοτέχνηση της εικόνας της πλανητικής κυριαρχίας, η επιχειρηματολογία της διαρκούς επέκτασης και της κινητικότητας σε έναν νέο κόσμο ροών, χωρίς σύνορα και όρια, ενισχύθηκε με τη στρατηγική της «παρουσίας» παντού αλλά και ταυτόχρονα πουθενά. Οπως τουλάχιστον έδειξε η συγκεκριμένη εθνογραφική έρευνα, η «παρουσία» πολλών επιχειρήσεων εξαντλούνταν στην τεχνική της διατήρησης «άδειων γραφείων» ή απλώς ενός τηλεφωνικού κέντρου σε κάποιες μεγάλες πόλεις. Συνέβαλε, ωστόσο, αυτή η πρακτική στην ανάδειξη ενός διάχυτου συστήματος δικτύων και ροών, αποεδαφικοποιημένου σε τέτοιο βαθμό ώστε να απορροφά κάθε συγκεκριμένη τοπικότητα σε ένα σύστημα προσομοιώσεων.

Ολα αυτά δεν είναι προφανώς εντελώς καινοφανή. Ειδικά για τη χρηματοπιστωτική «Μέκκα» της Γουόλ Στριτ ο ιστορικός Στιβ Φρέιζερ (Steve Fraser) έχει αναλύσει τις διαδικασίες της φαντασιακής θέσμισής της στο βιβλίο του «Wall Street. Α Ηistory of Αmerica΄s Dream Ρalace» («Γουόλ Στριτ. Η ιστορία του αμερικανικού πύργου των ονείρων»). Το θέμα όμως αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί η «πλανητική» έξοδος της Γουόλ Στριτ, κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες κυρίως, επαναπροσδιόρισε όχι μόνο τις αναπαραστάσεις της αλλά και τις ίδιες τις λειτουργίες και τις στρατηγικές της μέσα σε αυτή την «οικονομία του φαίνεσθαι» η οποία δεν καλλιέργησε απλώς φαντασιώσεις αλλά τελικά πραγματώθηκε μέσα σε αυτές τις «εικονικές πραγματικότητες». Σε ένα πρόσφατο άρθρο του ο ίδιος ο Φρέιζερ επεσήμανε ότι ο «πύργος των ονείρων» κλυδωνίζεται σε μια στιγμή όπου γίνεται ευρύτερα κατανοητό ότι για τρεις δεκαετίες τα κέρδη «ιδιωτικοποιήθηκαν» στον έσχατο βαθμό αλλά τώρα οι ζημιές «κοινωνικοποιούνται». Είναι παρακινδυνευμένο να αποπειραθεί κανείς εσχατολογικού τύπου προβλέψεις για τις μελλοντικές τύχες του «πύργου των ονείρων». Ισως όμως διασχίσουμε, εν μέσω μιας επώδυνης κρίσης, κάποιες από τις φαντασιώσεις που τον περιβάλλουν. Ισως διαπιστώσουμε, χωρίς τη βοήθεια του «Ρlayboy», όχι μόνο ότι κάποιες φορές οι βασιλιάδες και οι βασίλισσες είναι γυμνοί αλλά και ότι η «επιθυμητική μηχανή» τους είναι οργανικά συνδεδεμένη τόσο με την εικόνα όσο και με την πραγματικότητα μιας επισφαλούς και ανεξέλεγκτης «οικονομίας του φαίνεσθαι».

* Η κυρία Εφη Γαζή είναι επίκουρη καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.