H οικονομική κρίση που έπληξε τον κόσμο το 2008 οδήγησε πολλούς αναλυτές να αναρωτιούνται αν η φαινομενική ευημερία που προηγήθηκε ήταν αληθινή. Γνωρίζουμε ότι σε διαφορετικές χώρες, όπως η Κίνα, η Ινδία, η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο αριθμός των δισεκατομμυριούχων εκτινάχθηκε στα ύψη. Αλλά το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών διευρύνθηκε και τουλάχιστον στις Ηνωμένες Πολιτείες τα εισοδήματα των κατώτερων και μεσαίων τάξεων έμειναν στάσιμα. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι αντιμετωπίζουν με δυσπιστία την κρατική χρηματοδότηση των τραπεζών, των ασφαλιστικών εταιρειών, ακόμη και των αυτοκινητοβιομηχανιών. Αποτελεί αυτό άραγε απόδειξη ότι οι πολιτικοί φροντίζουν, ακόμη και σε δύσκολους καιρούς, η πλούσια ελίτ που τους υποστηρίζει να «τη βγάλει καθαρή»;

Ωστόσο, εκτιμώντας τα πλεονεκτήματα της οικονομικής ανάπτυξης, είναι λάθος να εστιάζουμε στο αν το χάσμα εισοδημάτων πλουσίων και φτωχών διευρύνθηκε ή μειώθηκε. Αν το εισόδημα ενός εργαζομένου αυξήθηκε από 300 σε 500 δολάρια ετησίως, αυτό είναι αρκετό για να τον βγάλει από την υπερβολική ανέχεια και να βελτιώσει τη διαβίωση του ιδίου και της οικογένειάς του. Αν την ίδια στιγμή το εισόδημα ενός ανθρώπου που κερδίζει εκατομμύρια αυξηθεί κατά 100.000 δολάρια, το εισοδηματικό χάσμα θα έχει διευρυνθεί. Αλλά από τη στιγμή που οι 100.000 δολάρια δεν προκαλούν μεγάλη διαφορά στον τρόπο διαβίωσης του πλουσίου, το χάσμα ευημερίας θα έχει μειωθεί.

Θεωρώ ότι ούτε στην ανισότητα πρέπει να εστιάζουμε. Αντιθέτως, πρέπει να δώσουμε προτεραιότητα στη μείωση της περιττής δυστυχίας. Επομένως η σωστή ερώτηση είναι: Η οικονομική ανάπτυξη των τελευταίων ετών βελτίωσε τη θέση των φτωχών; Σε παγκόσμιο επίπεδο ναι. Το 1981 περίπου τέσσερις στους δέκα ανθρώπους στον πλανήτη ζούσαν σε συνθήκες που η Παγκόσμια Τράπεζα ορίζει ως έσχατη ένδεια. Σήμερα η αντίστοιχη αναλογία είναι ένας στους τέσσερις. Ακόμη και με απόλυτους όρους, παρά την αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού, ο αριθμός των υπερβολικά φτωχών ανθρώπων μειώθηκε από 1,9 δισ. σε 1,4 δισ. Υπήρξε μεγάλη μείωση της φτώχειας σε χώρες όπως η Ινδία και η Κίνα. Εχει σημασία που λίγοι Ινδοί και Κινέζοι έγιναν δισεκατομμυριούχοι αν στην πορεία εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι ξέφυγαν από την έσχατη ένδεια;

Ωστόσο οι προοπτικές για περαιτέρω μείωση της παγκόσμιας φτώχειας είναι δυσοίωνες. Αν η ύφεση στα αναπτυγμένα κράτη συνεχιστεί, πολλοί εργαζόμενοι θα χάσουν τη δουλειά τους. Πολλές οικογένειες δεν μπορούν πλέον να πληρώσουν τα δάνεια και χάνουν τα σπίτια τους. Ολα αυτά προκαλούν πραγματική δυστυχία. Οι άνθρωποι έχουν συνηθίσει να ζουν με ένα βασικό επίπεδο άνεσης και ελπίζουν σε κάτι καλύτερο. Οταν αυτές οι προσδοκίες διαψεύδονται, είναι δύσκολο κάποιος να δεχθεί να ζήσει με λιγότερα από όσα είχε στο παρελθόν. Δημιουργείται ένα αίσθημα ντροπής και μειωμένης αυτοεκτίμησης. Εν τούτοις, οι φτωχοί στα βιομηχανικά κράτη θα παραμείνουν φτωχοί μόνο συγκριτικά με όσους βρίσκονται σε καλύτερη οικονομική κατάσταση. Στις Ηνωμένες Πολιτείες το 97% εκείνων που χαρακτηρίζονται φτωχοί διαθέτει έγχρωμη τηλεόραση και αυτοκίνητο. Οταν οι Αμερικανοί χάνουν τις δουλειές τους, ακόμη και

αν δεν έχουν καθόλου περιουσία, έχουν πρόσβαση σε ιατρική περίθαλψη και κουπόνια φαγητού.

Η κατάσταση του 1,4 δισεκατομμυρίου που ζει σε συνθήκες έσχατης ένδειας είναι διαφορετική. Δεν μπορούν να ικανοποιήσουν ούτε τις βασικές ανθρώπινες ανάγκες τους. Αν η οικονομική ύφεση μειώσει τις εισαγωγές των αναπτυγμένων κρατών από τα αναπτυσσόμενα, ακόμη πιο πολλοί άνθρωποι σε αυτές τις χώρες θα χάσουν τη δουλειά τους. Δεν διαθέτουν κοινωνική ασφάλιση στην οποία μπορούν να στηριχθούν. Δεν θα μπορούν να συντηρήσουν την οικογένειά τους. Οταν το εισόδημα των φτωχών μειώνεται, μία από τις ελάχιστες δαπάνες που μπορούν να περικόψουν είναι αυτή της μόρφωσης των παιδιών τους. Ακόμη και η βασική ιατρική περίθαλψη είναι πέρα από τις δυνατότητές τους.

Μερικοί θα θεωρήσουν ότι για αυτή την κατάσταση ευθύνεται η παγκοσμιοποίηση: αν οι φτωχοί δεν συνδέονταν με τους πλούσιους μέσω του εμπορίου, δεν θα επηρεάζονταν από την οικονομική ύφεση. Πράγματιπαράλληλα όμως δεν θα είχαν επωφεληθεί από την οικονομική ανάπτυξη που βοήθησε πολλούς να ξεφύγουν από την ανέχεια. Σε έναν κόσμο με διαρκώς αυξανόμενο πληθυσμό η αυτάρκεια δεν εξασφαλίζει ικανοποιητικό βιοτικό επίπεδο. Σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες τι θα κάνουν τα πλούσια κράτη; Αν και σε αρκετές περιπτώσεις έχουν δεσμευθεί να αυξήσουν τη βοήθεια προς τις φτωχές χώρες, μπορεί με τη δικαιολογία της οικονομικής ύφεσης να υπαναχωρήσουν.

Ο νεοεκλεγείς αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα προεκλογικά δεσμεύθηκε να διπλασιάσει την εξωτερική βοήθεια των Ηνωμένων Πολιτειών και να την καταστήσει πιο αποτελεσματική. Οταν όμως ξέσπασε η οικονομική κρίση και το κόστος της «διάσωσης» έγινε αισθητό, υποδήλωσε ότι η υλοποίηση της εν λόγω δέσμευσης ενδεχομένως να καθυστερήσει. Ο λόγος που ένας υποψήφιος πρόεδρος εν μέσω προεκλογικής εκστρατείας υποσχέθηκε κάτι τέτοιο είναι φυσικά κατανοητός. Ακόμη και με τον διπλασιασμό του, το ποσό της αμερικανικής εξωτερικής βοήθειας δεν θα ξεπερνά τα 50 δισ. δολάρια τον χρόνο – ταπεινό, αν συγκριθεί με τα 685 δισ. δολάρια που δαπάνησαν οι ΗΠΑ για την άμυνα μέσα στο 2008. Αμφιβάλλω για το ότι 50 δισ. δολάρια από τον προϋπολογισμό του Πενταγώνου θα μπορούσαν να κάνουν τον κόσμο περισσότερο ασφαλή από ό,τι ο διπλασιασμός της βοήθειας προς τα φτωχότερα κράτη. Για ένα τέτοιο βήμα δεν χρειάζεται να περιμένουμε την επιστροφή της ευημερίας.

* Ο κ. Ρeter Singer είναι καθηγητής Βιοηθικής στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον.