«Η αρχή της εσωκομματικής δημοκρατίας στον δημόσιο βίο της χώρας περνάει περιπέτειες,με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ελληνική δημοκρατία και τους βαθύτατα προβληματισμένους πολίτες της» επισημαίνει ο κ. Δ.Τσάτσος στο βιβλίο του «Εσωκομματική δημοκρατία. Οι περιπέτειές της σε ένα περιβάλλον ιδιωτικοποιημένης πολιτικής»,που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη και από το οποίο «Το Βήμα» προδημοσιεύει σήμερα χαρακτηριστικά αποσπάσματα.

«1. Μετά από ορισμένες διευκρινίσεις για τις έννοιες “πολιτικό κόμμα”, “δημοκρατία” και “πολιτική” (Ενότητα Πρώτη), την παρουσίαση της αρχής της “εσωκομματικής δημοκρατίας” (Ενότητα Δεύτερη) και την ανάπτυξη της κανονιστικής αξίας αυτής της αρχής σε ισχύοντα κανόνα του Συντάγματος (Ενότητα Τρίτη), ερχόμαστε στην Τέταρτη και τελευταία αυτή Ενότητα, ή στο κυρίως και τελικό ζητούμενο. Πρόκειται για την παρουσίαση μερικών από τις στιγμές της σοβαρής δοκιμασίας που υφίσταται η αρχή της εσωκομματικής δημοκρατίας σ΄ ένα περιβάλλον ιδιωτικοποιημένης πολιτικής.

2. Εδώ επιχειρείται μια πραγματολογική προσέγγιση ιστορικοπολιτικών φαινομένων, κατά την οποία ο συγγραφέας δανείζεται αλλότρια γνώση στη βάση της οποίας αποτολμά και δικές του σκέψεις. Αυτό το τελευταίο ισχύει κυρίως όταν η πραγματολογική προσέγγιση πλησιάζει εστίες κρίσης στο θεσμικό πεδίο, ιδίως όταν ανακύπτει το θέμα της κρίσης αξιοπιστίας κατά τη λειτουργία των θεσμών.

3. Το ερώτημα που κυριαρχεί σ΄ αυτήν την Ενότητα είναι συγκεκριμένο: Πώς λειτουργεί η αρχή της εσωκομματικής δημοκρατίας στην παρούσα πολιτική πραγματικότητα; Η απάντηση στο τελικό ερώτημα που θέτει ο συγγραφέας δεν μπορεί να δοθεί, αν δεν προηγηθεί η παρουσίαση εκείνων των κρίσιμων στιγμών της “παρούσας πολιτικής πραγματικότητας” που αγγίζουν τη λειτουργία των πολιτικών κομμάτων και συνακόλουθα την αρχή της εσωκομματικής δημοκρατίας…».

? Η ιδιωτικοποίηση της πολιτικής: αφετηρίες
«1. Με τον ίσως προκλητικό αλλά, όπως πιστεύει ο συγγραφέας, ακριβή όρο της “ιδιωτικοποίησης της πολιτικής” σηματοδοτείται το φαινόμενο της επαγγελματοποίησης του πολιτικού λειτουργήματος, που συνδέεται άμεσα με την προσπάθεια των ισχυρών της ιδιωτικής οικονομίας να μετέχουν έμμεσα αλλά καθοριστικά στη διαμόρφωση των δημοσίων πολιτικών και κρίσιμων γι΄ αυτούς πολιτειακών αποφάσεων.

2. Η προσέγγιση του προβλήματος οφείλει να εκκινήσει από την έννοια και τη θεωρία του πολιτικού χρήματος, όπως πειστικά την προτείνει και τη θεμελιώνει ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς…».

«α. Το πολιτικό χρήμα συνδέει την ιδιωτική οικονομία με την άσκηση της πολιτικής εξουσίας, όχι όμως μόνο μέσω των εκάστοτε εν ενεργεία φορέων της αλλά και- για λόγους μελλοντικής διασφάλισης της σχέσης – με όσους εικάζεται ή πιθανολογείται ότι θα καταστούν (ή: θα καταστούν ξανά) φορείς εξουσίας.

β. Στο πολιτικό χρήμα δεν νομίζουμε ότι εντάσσεται το νόμιμο χρήμα που εισρέει στο πολιτικό κόμμα είτε με τη νομοθετημένη διαδικασία χρηματοδότησης των πολιτικών κομμάτων είτε από τις όποιες συνδρομές των μελών τους. Το πολιτικό χρήμα είναι εξ ορισμού ένοχο χρήμα, έστω και αν δεν εμφανίζεται πάντοτε ως παράνομο, και ως τέτοιο έχει ειδικές και βαρύνουσες επιπτώσεις στο πολιτικό σύστημα. Ακόμη και αν αντικειμενικά η νόμιμη κρατική ή ιδιωτική χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων ή (και) οι αμοιβές των αξιωματούχων της πολιτείας “εκάλυπταν” τις “αντικειμενικές; ” ανάγκες διαβίωσης των φορέων και άσκησης πολιτικής, αυτό δεν θα απέτρεπε τη λειτουργία του πολιτικού χρήματος. Το πάθος για πλουτισμό δεν ικανοποιείται με την εξασφάλιση των προϋποθέσεων διαβίωσης…».

«Το πολιτικό χρήμα παραμορφώνει, δηλαδή ιδιωτικοποιεί, την πολιτική. Εισάγεται η διαπραγμάτευση, δηλαδή η συναλλαγή, με τους φορείς της εξουσιαστικής, αλλά όχι μόνο, πολιτικής. Πώς και σε ποια πεδία λειτουργεί, άμεσα ή έμμεσα, η χρήση πολιτικού χρήματος; Ή, όπως εύστοχα σημειώνει ο Γιάννης Μεταξάς, μέσα σε μια παράλληλη λογική, πού και πώς συντελείται αυτό που μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως “μετάθεση εξουσίας”; Σχετική είναι και η παρατήρηση του Μιχάλη Σπουρδαλάκη, ότι “οι πολιτικές αποφάσεις και επιλογές απορρέουν όλο και λιγότερο από τις παραδοσιακές πολιτικές και ιδεολογικές διαιρετικές τομές, δεν αποτελούν το αντικείμενο του πολιτικού ανταγωνισμού και αποφασίζονται από αδιαφανή δίκτυα, τα οποία διαμορφώνει η κρατική γραφειοκρατία σε συνεργασία με εκείνη του ιδιωτικού τομέα”…».

«α. Στην Ελλάδα το πολιτικό προσωπικό, ιδιαιτέρως ο βουλευτής, αξιοποιεί κατά κανόνα την ανεπάρκεια της δημόσιας διοίκησης και τη διαφθορά της, διασφαλίζοντας υπέρ αυτού την ασυμβίβαστη με το συνταγματικό του λειτούργημα ιδιότητα, ως μόνου και αναγκαίου διεκπεραιωτή διοικητικών κυρίως αναγκών των εκλογέων.

β. Η ψήφος προτίμησης είναι ανταποδοτική για τις προσφερθείσες υπηρεσίες, αλλά και διασφαλιστική για τις προσδοκώμενες. Βέβαια ο πελάτης-εκλογέας δεν αξιώνει μόνον ό,τι νόμιμο του οφείλει η διοίκηση. Αξιώνει από τον βουλευτή, τόσο η διοίκηση να “τον προτιμά” όταν έχει διαζευκτική ευχέρεια επιλογής, όσο, πολλές φορές, παράνομες “υπηρεσίες”…».