Ως έννοια η «πολιτική ευθύνη» προκαλεί συνειρμούς ρευστότητας και απροσδιοριστίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι νοηματικά αχαρτογράφητη. Οι νομικές τυπολογίες την αντιδιαστέλλουν προς τη νομική ευθύνη (ποινική, πειθαρχική, αστική), ενώ στο εσωτερικό της διακρίνονται ειδικές επί μέρους κατηγορίες, με βασικότερο τον διαχωρισμό ανάμεσα στη συνταγματικά προσδιορισμένη ευθύνη (που ενέχει απτές κυρώσεις) και στην άτυπη (που θεωρείται ότι διαχέεται στη συνείδηση της κοινής γνώμης). Εν τούτοις, και παρά τον πανταχού παρόντα χαρακτήρα της- αφού η οιαδήποτε επιτέλεση πολιτικής λειτουργίας συνεπάγεται και την ανάληψη πολιτικής ευθύνης- ο καταλογισμός της αποτελεί κατά κανόνα σημείο τριβής και πολιτικής αντιπαράθεσης. Η απόδοση ή μη πολιτικής ευθύνης και, το κυριότερο, η ερμηνεία του περιεχομένου της αποτελούν πράξεις εξόχως διαμφισβητούμενες. Πώς πλοηγεί κανείς μέσα σε αυτές τις πολυπλοκότητες;

Ενατένιση του προβλήματος σε ιστορική προοπτική αποκαλύπτει πως το περιεχόμενο της έννοιας μεταβάλλεται μέσα στον χρόνο, και αυτό στρέφει την προσοχή μας στη διερεύνηση των μηχανισμών που ευθύνονται για τις μεταλλαγές: τι συμβαίνει και ένα συμβάν που σε μια εποχή θεωρείται απλή φυσική κατάσταση πραγμάτων ή αναγκαίο κακό/παρεπόμενο της διακυβέρνησης, σε μια άλλη συνιστά αδιάψευστο τεκμήριο πολιτικής ενοχής; Στο πλαίσιο αυτό ανακύπτουν δύο διακριτά αλλά αλληλένδετα επίπεδα ανάλυσης, ένα γνωστικό (που άπτεται του τρόπου με τον οποίο οι κοινωνίες αντιλαμβάνονται τα πολιτικά φαινόμενα) και ένα πρακτικό (που αφορά τη θεσμική ισχύ των πολιτικών συστημάτων).

Η απόδοση ή μη πολιτικής ευθύνης είναι συνάρτηση της εκάστοτε αιτιώδους ανάλυσης στην οποία προβαίνουμε. Η σοβούσα οικονομική κρίση, επί παραδείγματι, απορρέει από αβλεψίες του υπουργού Οικονομίας, ή μήπως είναι οργανικό προϊόν του οικονομικού συστήματος; Η αστυνομική βία είναι ατυχής «μεμονωμένη συμπεριφορά», ή αποτελεί έκφανση μιας ολόκληρης διοικητικής κουλτούρας; κοκ. Το περιεχόμενο της πολιτικής ευθύνης που θα καταλογιστεί αλλά και η ταυτότητα των αποδεκτών της εξαρτώνται από τις απαντήσεις που θα δοθούν. Είναι σαφές πως όσο βαθαίνει η κατανόησή μας αναφορικά με τους μηχανισμούς που διέπουν τα πολιτικά φαινόμενα τόσο περισσότερο ουσιαστικοποιείται και η πολιτική ευθύνη που αποδίδουμε σε σχέση με τις εκβάσεις τους. Τα κόμματα, οι κοινωνικοί φορείς, η διανόηση δια δραματίζουν εδώ καθοριστικό ρόλο. Η πορεία προς τη συνειδητοποίηση των αιτιωδών αλληλουχιών είναι κάθε άλλο παρά νομοτελειακή.

Το αν όμως και κατά πόσον οι κοινωνίες συνειδητοποιούν την πραγματικότητα είναι επίσης συνάρτηση των θεσμικών υποδομών τους, ιδιαιτέρως των μηχανισμών λογοδοσίας που διαθέτουν. Η δημοκρατική απίσχνανση της εποχής μας (με φυσική συνέπεια τη γιγάντωση της διαφθοράς) είναι απόρροια της αυτονόμησης των εκπροσώπων από τους εκπροσωπουμένους συνδυαστικά με την εμφάνιση σειράς στεγανών στο εσωτερικό του πολιτικού συστήματος- τομέων που ενώ επηρεάζουν καθοριστικά τη ζωή των πολιτών παραμένουν ερμητικά απροσπέλαστοι και αδιαφανείς. Το περίφημο «μαύρο κουτί» της πολιτικής διαδικασίας που θεωρητικά μετατρέπει τα αιτήματα της κοινωνίας (εισροές) σε πολιτικό αποτέλεσμα (εκροές) όχι μόνο δεν φωτίζεται αλλά διευρυνόμενο και υποστασιοποιούμενο καθίσταται εφιαλτικά ερεβώδες. Ειδικά σε χώρες όπως η Ελλάδα η φράση θα «ριχτεί άπλετο φως» έχει ήδη μετατραπεί σε κακόγουστο ανέκδοτο.

Μέσα από αυτό το πρίσμα γίνεται αντιληπτή και η πρόσφατη ανάληψη πολιτικής ευθύνης από τον Πρωθυπουργό. Παρ΄ ότι κανείς δεν γνωρίζει τι ακριβώς σημαίνει ή συνεπάγεται (πέρα από την απολύτως αυτονόητη ευθύνη που κάθε πρωθυπουργός εκ των πραγμάτων έχει), είναι ωστόσο απολύτως ερμηνεύσιμη. Ως πομπώδης απόπειρα φυγής από τα ζέοντα προβλήματα των ημερών αποσκοπεί όχι στην πρόκληση μιας σε βάθος συζήτησης για το τι και τιςπταίει, αλλά- το ακριβώς αντίθετο- στην εν τη γενέσει ανακοπή της. Αναλαμβάνεται έτσι όχι για να φωτίσει τις πολιτικές αιτίες της κακοδαιμονίας αλλά για να τις συσκοτίσει (η πολιτική που γεννά τα σκάνδαλα παραμένει αμετάβλήτη). Οπως στον «Γατόπαρδο» του Lampedusa όλα αλλάζουν ώστε να μπορούν να παραμείνουν το ίδιο, έτσι και εδώ, πρόκειται για «ευθύνη» που οραματίζεται νομιμοποίηση του ανεύθυνου.

Καθώς όμως η κοινωνία βρίσκεται σε βρασμό, η απόπειρα πέφτει στο κενό. Πρόκειται ίσως για την πιο σημαντική διάσταση του προβλήματος: τόσο η σφαιρική κατανόηση των πολιτικών φαινομένων όσο και η θεσμική αναγέννηση προϋποθέτουν ενεργοποίηση του δήμου.

Ο κ. Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, life member του Πανεπιστημίου του Cambridge (CLΗ) και γραμματέας της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης.