Η διεθνής και αναπόφευκτα η ελληνική οικονομία διέρχονται μια δύσκολη περίοδο. Οι ανισορροπίες που ξεκίνησαν από την αγορά ακινήτων στις ΗΠΑ οδήγησαν σε μια μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση που μεταδόθηκε στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Οι πραγματικές οικονομίες έχουν σαφέστατα επηρεαστεί. Οι προοπτικές μεγέθυνσης έχουν χειροτερεύσει και οι περισσότερες οικονομίες έχουν ήδη εισέλθει σε περίοδο ύφεσης.

Μέσα σε περιβάλλον κάμψης και αβεβαιότητας, η κυβέρνηση καταθέτει τον προϋπολογισμό του 2009. Ενας προϋπολογισμός είναι, μεταξύ άλλων, μια δυναμική σχέση. Συνδυάζει τους περιορισμούς που κληροδοτεί το παρελθόν με τις οικονομικές αποφάσεις της κυβέρνησης για το παρόν και το μέλλον. Οι αποφάσεις πρέπει να στοχεύουν σε μακροοικονομική σταθερότητα, ενίσχυση της ανάπτυξης και κοινωνική προστασία.

Οσον αφορά τους περιορισμούς, η ελληνική οικονομία χαρακτηρίζεται από έντονες ανισορροπίες εδώ και δεκαετίες. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονται το υψηλό δημόσιο χρέος και το κόστος δανεισμού, η χαμηλή παραγωγικότητα που αντανακλάται σε αυξανόμενα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, ένας συχνά αναποτελεσματικός δημόσιος τομέας με ποικίλες αρνητικές παρενέργειες, και οι ακαμψίες στις αγορές προϊόντων και εργασίας. Σε αυτούς τους τομείς η Ελλάδα υστερεί σημαντικά σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ και ειδικά της ευρωζώνης. Οι ανισορροπίες αυτές, που έπρεπε να είχαν αρχίσει να αντιμετωπίζονται πριν από την είσοδο της χώρας στην ΟΝΕ, μειώνουν τη δυνατότητα της οικονομίας να αντιμετωπίσει την πρόσφατη δυσμενή συγκυρία. Επίσης, ανεξάρτητα από τη συγκυρία, βλάπτουν τη μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη και χειροτερεύουν την ανισοκατανομή του εισοδήματος.

Κάτω από αυτούς τους εγχώριους περιορισμούς και το διεθνές κλίμα κάμψης και αβεβαιότητας, η κυβέρνηση καλείται να πά ρει τις αποφάσεις της για τον προϋπολογισμό του 2009. Οπως σε όλες τις χώρες του κόσμου, αυτό σημαίνει μια προσπάθεια ισορροπίας μεταξύ των αναγκών του άμεσου παρόντος και των στόχων για το κοντινό μέλλον. Και, με τον ρυθμό που αλλάζουν τα πράγματα διεθνώς, το αύριο έρχεται πολύ γρήγορα.

Πρέπει να αποφύγουμε την υπερβολική προσήλωση στη βραχυπρόθεσμη περίοδο. Είναι οι μυωπικές αποφάσεις που οδήγησαν στις σημερινές ανισορροπίες της ελληνικής οικονομίας, αλλά και στη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση. Μια δημοσιονομική χαλάρωση, σαν αυτές που υπήρξαν πριν από το 2004, θα ασκούσε ανοδική πίεση στα επιτόκια, θα έπληττε την εμπιστοσύνη και θα επιδείνωνε τη μακροοικονομική αβεβαιότητα.

Ακόμη και αν υπάρξει κάποια τόνωση της οικονομίας βραχυχρόνια, γρήγορα θα εξουδετερωθεί μέσω μείωσης της επένδυσης και των εξαγωγών, και αύξησης των φόρων. Μια νέα δημοσιονομική χαλάρωση, σε μια ανοιχτή οικονομία με τις υπάρχουσες ανισορροπίες της Ελλάδας, θα τροφοδοτήσει έναν φαύλο κύκλο ύφεσης και ελλειμμάτων. Αρα οποιαδήποτε μέτρα τόνωσης της ζήτησης στη σημερινή συγκυρία πρέπει να είναι στοχευμένα σε εκείνες τις ομάδες του πληθυσμού με τις μεγαλύτερες ανάγκες.

Ακόμη και αν η δημοσιονομική τόνωση γίνει μέσω αύξησης των δημοσίων επενδύσεων, οι παραπάνω αρνητικές επιδράσεις εξακολουθούν να ισχύουν. Οι θετικές επιδράσεις θα είναι φυσιολογικά μεγαλύτερες από ό,τι θα ήταν αν αυξηθούν οι άλλες κατηγορίες δημοσίων δαπανών, αλλά και πάλι είναι αμφίβολο αν οι δημόσιες επενδύσεις εξακολουθούν να είναι «μηχανή ανάπτυξης» στη σημερινή Ελλάδα. Αξίζει επίσης να διευκρινισθεί ότι, αν δεν υπήρχε το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, θα έπρεπε να το είχαμε εφεύρει. Είναι συνεπώς αποφασιστικής σημασίας να ενισχύσουμε την πλευρά της προσφοράς. Η στήριξη της οικονομίας σε αυτή τη διεθνή κρίση πρέπει να συμπλεύσει με διαρθρωτικές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις που βελτιώνουν τη παραγωγικότητα, τη διεθνή ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη. Μόνο οι δυναμικές οικονομίες έχουν τη δυνατότητα να επιβιώνουν στους κραδασμούς και να προσφέρουν συστηματικά κοινωνική προστασία. Χρειάζεται να επιταχύνουμε τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις ώστε να προωθηθεί ο ανταγωνισμός στις αγορές προϊόντων και εργασίας, όπως και στον χρηματοπιστωτικό τομέα, να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα στον δημόσιο τομέα, να αξιοποιηθεί το ανθρώπινο κεφάλαιο, και να εισαχθούν κίνητρα για εργασία, επενδύσεις και μόρφωση. Η σύγχρονη οικονομία είναι ένας συνδυασμός κινήτρων και θεσμών.

Είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι οι ίδιες μεταρρυθμίσεις, που αυξάνουν τον ανταγωνισμό και την ανάπτυξη, οδηγούν ταυτόχρονα σε μείωση των τιμών και αύξηση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών. Κατά συνέπεια, οι μεταρρυθμίσεις είναι συμπληρωματικές, και όχι υποκατάστατες, της τόνωσης της ζήτησης και της στήριξης των πολιτών στη σημερινή δύσκολη συγκυρία. Στο σημείο αυτό, η ενεργή συμμετοχή όλων των κοινωνικών εταίρων είναι ζωτικής σημασίας. Για να προχωρήσουμε σε μεταρρυθμίσεις και να εξασφαλίσουμε συνολική ευημερία, απαιτείται κοινωνική συνεργασία και συνοχή. Στατιστικές μελέτες δείχνουν μια έντονη θετική συσχέτιση μεταξύ κοινωνικής συνοχής και ποιότητας των θεσμών από τη μια πλευρά, και συστηματικής ανάπτυξης και οικονομικής ισότητας από την άλλη πλευρά. Ο προϋπολογισμός του 2009 σέβεται τις παραπάνω αρχές και (αναγκαστικά) υπακούει στους υπάρχοντες περιορισμούς. Στο μέτρο του δυνατού, αυξάνει τις κοινωνικές δαπάνες (όπως οι αυξήσεις στα υπουργεία Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, και Εθνικής Παιδείας). Αλλά η μεγάλη πρόκληση δεν είναι η αύξηση των δαπανών. Προηγείται η αντιμετώπιση των δημοσιονομικών προβλημάτων, όπως η χαμηλή αποδοτικότητα των κρατικών δαπανών και η φοροδιαφυγή. Η πρώτη οδηγεί σε σπατάλη πολύτιμων κοινωνικών πόρων, ενώ η φοροδιαφυγή στρεβλώνει τα φορολογικά έσοδα υπέρ των έμμεσων φόρων και αυξάνει την ανισοκατανομή.

Οι κρίσεις πάντα εμπεριέχουν τη δυνατότητα για κάτι καινούργιο, μια καινούργια αρχή. Αυτή είναι η εμπειρία από προηγούμενες κρίσεις. Ας το εκμεταλλευθούμε για την ευημερία όλων μας.

Ο κ. Αποστόλης Φιλιππόπουλος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, διευθυντής του Οικονομικού Γραφείου του Πρωθυπουργού.