Αν ό,τι ζούμε τις τελευταίες ημέρες αποτελεί ένδειξη πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης της νεολαίας δεν το γνωρίζω- όπως δεν γνωρίζω σε ποιον βαθμό συνδέεται με τα οικονομικά προβλήματα ή με την παρακμή της δημόσιας παιδείας. Οσο λίγες αποδείξεις προσάγουν εκείνοι που βλέπουν στις διαδηλώσεις απλή έκρηξη αδρεναλίνης ενθαρρυμένη από την ατολμία ή και τις κολακείες μερίδας του πολιτικού κόσμου (τι μήνυμα εκπέμπει, π.χ., η όψιμη αποκήρυξη της βίας από τον κ. Τσίπρα, όταν συνοδεύεται από αίτημα κατάργησης των ΜΑΤ;), το ίδιο λίγες κομίζουν όσοι συνδέουν τη διαδηλωτική βία με συνειδητή νεανική διαμαρτυρία για το διεφθαρμένο και οικονομικά άνισο πολιτικό σύστημα.

Ενδεικτικό της δυνατότητας αμφίσημης ανάγνωσης των πραγμάτων υπήρξε ένα ρεπορτάζ της γαλλικής εφημερίδας «Le Μonde». Καθώς η ίδια ασπάζεται την άποψη ότι η εξέγερση έχει βαθιά πολιτικά αίτια, δημοσίευσε στατιστικές που δείχνουν ότι πολλοί νέοι μένουν με τις οικογένειές τους έως τα 30 τους, επειδή δεν έχουν αρκετό εισόδημα για να αυτονομηθούν, και παρέθεσε την απορία αναλυτών πώς υπό τέτοιες συνθήκες δεν είχαν εξεγερθεί νωρίτερα. Η ίδια απορία όμως μπορεί να διαβαστεί και ανάποδα: δεν εξεγέρθηκαν ως τώρα γιατί ούτε τώρα εξεγείρονται γι΄ αυτό. Η στατιστική μπορεί να στηρίξει εξίσου την εκδοχή του ξεσηκωμού όσο και εκείνη της «επαναστατικής γυμναστικής». Το ότι ορισμένες παράμετροι φαίνονται παραδεκτές αιτίες πολιτικής σύγκρουσης, κατά τη λογική των μεσηλίκων, δεν σημαίνει ότι είναι όντως η κινητήρια δύναμη που οπλίζει με πέτρες τα χέρια των νέων.

Αν όμως η απάντηση στο ερώτημα τι συμβαίνει εδώ και για ποιον λόγο είναι ακόμη αβέβαιη, νομίζω ότι διαφαίνεται μία τουλάχιστον κοινή πτυχή στη νοοτροπία νέων και ενηλίκων- και αυτή είναι μια ανάλογη δυσκολία μας να αναμετρηθούμε με την πραγματικότητα, να συνειδητοποιήσουμε τη θέση μας και τις αντικειμενικές δυσκολίες της, να εγκαταλείψουμε τον μαξιμαλισμό αξιώσεων και τα παχιά λόγια. Κανένας δεν περιμένει ομοιότητα λόγου μεταξύ εφήβων και σαραντάρηδων. Κάτι τέτοιο θα ήταν απογοητευτικό. Και όμως η ομοιότητα υπάρχειστη ρηχότητα. «Συγκλονιστικό», σχολιάζεται- και ακολουθεί ένα κείμενο μαθητών μεγαλίστικο σαν εκείνα της Βουλής των Εφήβων. Φαινόμενο απολύτως συμβατό με την αδυναμία των «μεγάλων» να ομολογήσουν ότι η επιβολή του νόμου ενέχει βία, ότι η προστασία της ιδιοκτησίας σε τούτο το σύστημα δεν αποτελεί αυτοδικία αλλά νόμιμη άμυνα, ότι οι οικονομικές μας αξιώσεις δεν μπορούν να είναι ανεξάρτητες των δυνατοτήτων μας, ότι, όσες κλοπές και αν καταδυναστεύουν το ελληνικό κράτος, δεν παύει να ισχύει πως ως σύνολο ζούμε πάνω από τις δυνάμεις μας. Και ακόμη ότι η ποιοτική εκπαίδευση δεν συμβαδίζει με ρεμπελιό ή ότι ένα μνημείο πολιτισμού μπορεί να αποτιμάται παραπάνω από τη ζωή του επίδοξου καταστροφέα του.

Οι Ελληνες έχουμε δίκαια παράπονα από το κράτος μας, από την αναξιοκρατία του, από το ποιοτικό έλλειμμα των υπηρεσιών του. Δεν στεκόμαστε όμως καθόλου στο πόσο αποτελούμε μέρος του προβλήματος- από τους κρατικοδίαιτους πελάτες των κομμάτων έως τους απόντες, ράθυμους καθηγητές. Και αυτή τη νοοτροπία την έχουμε περάσει στους νέους μας τόσο, ώστε τα αιτήματά τους να μοιάζουν πολύ με τα δικά μας σε αξίωση ραστώνης- και πολύ λιγότερο με νευρώδη ουτοπικά συνθήματα της νιότης.

Δυστυχώς η σοβούσα οικονομική κρίση δεν υπολογίζει τις επιθυμίες ή τις νευρώσεις μας. Και καθώς αναμένεται να εκδηλώσει την πλήρη έντασή της κατά το πρώτο τρίμηνο του 2009, κινδυνεύουμε όχι μόνο από το πραγματικό πλήγμα των περικοπών στις οποίες θα υποχρεωθούμε, αλλά και από τις εκδηλώσεις της δυσφορίας μας για τη διάψευση των υπερπροσδοκιών μας. Η «νομιμοποίηση» των έκρυθμων αντιδράσεων του τελευταίου δεκαημέρου ενδέχεται τότε να αποδειχθεί κάκιστο πολιτικό «δεδικασμένο».