Αν τα όσα συνέβησαν από το περασμένο Σαββατόβραδο στην Αθήνα και τα όσα ακολούθησαν συνιστούσαν ένα σενάριο για αστυνομική ταινία, ο σκηνοθέτης, όσο καλοπροαίρετος και αν ήταν, θα δυσκολευόταν πάρα πολύ να μας πείσει πως σε αυτήν την ταινία οι αστυνομικοί είναι όντως οι καλοί. Το σενάριο είναι τόσο κακογραμμένο ώστε αντί να δείχνει ότι οι αστυνομικοί «υπηρετούν και προστατεύουν», όπως υποτίθεται γίνεται στις αμερικανικές ταινίες, αντίθετα παρουσιάζει την αστυνομία όχι μόνο να είναι επικίνδυνη για τη δημόσια ασφάλεια, να τρέμει για τη ζωή της, αλλά επιπλέον να είναι υβριστική προς τα θύματά της. Ο σκηνοθέτης τελικά θα απέρριπτε το άθλιο σενάριο και θα ζητούσε να ξαναγραφεί από την αρχή. Πάνω σε άλλη βάση.

Δυστυχώς το σενάριο δεν είναι φανταστικό και τα γεγονότα είναι πραγματικά. Ετσι εκ των πραγμάτων είμαστε αναγκασμένοι, άλλη μια φορά, να αναρωτηθούμε πώς γίνεται σε μια δημοκρατία (με όλα τα κουσούρια της) η αστυνομία να δολοφονεί αθώα παιδιά, να προστατεύει κουκουλοφόρους, να προκαλεί το δημόσιο αίσθημα με την ανοργανωσιά και τον κυνισμό της, και τελικά να αυτοακυρώνει τον δημόσιο και φιλολαϊκό χαρακτήρα της. Αναφερόμαστε όχι σε πρόσωπα αλλά στη σημερινή εικόνα της αστυνομίας, εικόνα που δείχνει πως η λειτουργία της, έτσι όπως ορίζεται από το Σύνταγμα και τους νόμους, έχει χαθεί και, αντίθετα, έχει αναλάβει έναν ρόλο εξωθεσμικό και παρακρατικό. Πώς είναι δυνατόν, αναρωτιόμαστε, η ίδια η αστυνομία να υπογράφει αυτού του είδους τα σενάρια εναντίον του εαυτού της; Πώς έγινε η δημοκρατία μας, που αναδύθηκε με τόσες δυσκολίες μέσα από τη συντριβή της δικτατορίας, τρεις δεκαετίες μετά να επανέρχεται σε προδικτατορικές τακτικές; Πώς είναι δυνατόν μια πολιτεία που οικοδομήθηκε με τόσους κόπους και θυσίες να αποδεικνύεται ανυπόστατη και ανυπόληπτη; Γιατί η δημόσια διοίκηση δεν διοικεί προς το συμφέρον του λαού; Γιατί μια δημόσια Παιδεία δεν εκπαιδεύει, γιατί μια δημόσια Υγεία δεν θεραπεύει; Γιατί η δημόσια οικονομία λεηλατεί τον δημόσιο πλούτο. Γιατί τα όνειρα έγιναν εφιάλτες; Οι ερμηνείες είναι πολλές, σύνθετες και κάθε φορά κάθε πλευρά (η κυβέρνηση, η αντιπολίτευση, η αστυνομία και εμείς οι πολίτες) υποστηρίζει εκείνο που αντιλαμβάνεται να τη συμφέρει. Ετσι ανάμεσα στις αλληλοκατηγορίες, μέσα στην οργή, την αγανάκτηση, τις πολιτικές υστερίες, τις φοβίες, τις υπερβολές κτλ. αρχίζουμε πάλι να χάνουμε την αίσθηση της πραγματικότητας. Είναι σαν να ζούμε μια εικονική ζωή που άλλοι έχουν επιλέξει για μας. Παρά ταύτα όμως, παρά τα όσα εγκλήματά μας, τα σκάνδαλά μας, τη διαφθορά, τον κυνισμό και την τελική απάθεια και αδιαφορία μας, εξακολουθεί και υπάρχει παντού βαθύς και ειλικρινής πόθος για δικαιοσύνη και πολιτική ηθική.

Ο τρόπος με τον οποίο αντέδρασαν οι χιλιάδες διαδηλωτές σε όλη τη χώρα δηλώνει, παρά την πολλαπλή σκύλευση του νεκρού, την τυφλή βία, τη λεηλασία και την καταστροφή, πως επιθυμούμε μια καινούργια αρχή. Θέλουμε μια δημόσια αστυνομία στην υπηρεσία του πολίτη, ζητούμε πραγματική δημόσια Παιδεία, φιλάνθρωπη και αποτελεσματική δημόσια Υγεία, δημόσια οικονομία που να μη μας ληστεύει. Θέλουμε και την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση να στηρίζουν την καθημερινή αγωνιζόμενη, λαϊκή δημοκρατία, και όχι να μας επισείουν κάθε φορά την κομματική τους ταυτότητα. Ζητούμε να φύγουν οι φαύλοι.

Το ερώτημα είναι από πού άραγε να ξεκινήσουμε για να ζητήσουμε όλα αυτά; Από ποιο σημείο πρέπει να αρχίσουμε να ξαναρωτάμε για τη δημοκρατία, την Παιδεία, την οικονομία, την αστυνομία, τους θεσμούς μας; Πώς και από πού να προσδιορίσουμε και τη δική μας στάση απέναντι στην πολιτεία; Μα από το προφανέστατο σημείο, από το μόνο ορατό σώμα-σήμα, το μόνο φωτεινό κέντρο που φαίνεται να υπάρχει σήμερα μέσα στη σκοτεινή, ανασφαλή και μίζερη πολιτεία μας. Από το νεκρό παιδί των Εξαρχείων. Από εδώ πρέπει να ξεκινήσουμε. Από τον καινούργιο νεκρό μας. Είναι το μόνο ηθικό, το μόνο αληθινό σημείο που οποιοδήποτε διεστραμμένο, ανήθικο και αντιδημοκρατικό σενάριο δεν μπορεί να παραποιήσει. Το νεκρό παιδί αντιπροσωπεύει τη Δικαιοσύνη εκείνη που μπορεί αδέκαστα να κρίνει τη δική μας «αποκλίνουσα συμπεριφορά». Και ίσως την ισιώσει.

Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι ομότιμος καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας και συγγραφέας.