Μόλις την περασμένη εβδομάδα και εν μέσω της χειρότερης οικονομικής κρίσης των τελευταίων δεκαετιών και της διαφαινόμενης αποτυχίας της διάσκεψης του Πόσναν για την κλιματική αλλαγή ο γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί προέβαλε την ανάγκη να υιοθετηθεί διεθνώς ένας άλλος καπιταλισμός, με περισσότερη κοινωνική ευθύνη και ευαισθησία. Ηδη βέβαια είναι αμείλικτα τα ερωτηματικά για τις ευθύνες επενδυτικών εταιρειών και τραπεζών, που χωρίς ίχνος λογοδοσίας και κρατικού ή κοινωνικού ελέγχου οδήγησαν το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα στο χείλος της καταστροφής. Παράλληλα, η οικολογική κρίση, απότοκος και αυτή σε μεγάλο βαθμό τής χωρίς όρια ανάπτυξης και μεγιστοποίησης των εταιρικών κερδών, απειλεί ως άλλη βραδυφλεγής βόμβα ακόμη μεγαλύτερης ισχύος τις οικονομίες, αλλά και τη γεωπολιτική σταθερότητα.

Το ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσον μπορούν οι μεγάλες εταιρείες κατ΄ αρχήν, που διαθέτουν πλέον τεράστια ισχύ, να ανταποκριθούν στο αίτημα για μεγαλύτερη κοινωνική υπευθυνότητα. Τα στοιχεία από την αξιολόγηση των εταιρικών επιδόσεων στα μη οικονομικά ζητήματα τεκμηριώνουν ότι χρόνο με τον χρόνο αρκετές από τις μεγάλες εταιρείες γίνονται περισσότερο υπεύθυνες και αισθάνονται την ανάγκη να λογοδοτούν με διαφάνεια για τον κοινωνικό και περιβαλλοντικό αντίκτυπο της δράσης τους. Γιατί συμβαίνει αυτό όμως, και μάλιστα σε τέτοια κλίμακα; Αντικατοπτρίζει αυτή η τάση μια ειλικρινή και εθελοντική μεταστροφή των εταιρειών σε κοινωνικά και περιβαλλοντικά υπεύθυνες πρακτικές; Είναι μια ανταπόκριση στις απαιτήσεις της αγοράς για περισσότερη έμφαση σε μη οικονομικά κριτήρια απόδοσης, ή είναι έκφραση μιας επικοινωνιακής ανάγκης των εταιρειών να δείξουν ένα «ανθρώπινο» και ελκυστικό πρόσωπο;

Πολλά παραδείγματα εταιρειών και από την Ελλάδα δείχνουν ότι οι επιχειρήσεις μπορούν πράγματι, όταν οι ηγεσίες τους διαθέτουν όραμα, να είναι και υπεύθυνες και διαφανείς ως προς τις επιδράσεις των δραστηριοτήτων τους. Αλλά είναι αυτό αρκετό; Σε μια εποχή όπου η αγορά έχει καταστεί υπέρτατος κριτής των πάντων, μπορούν έστω μεμονωμένες επιχειρήσεις με όραμα και ισχυρή θέση στην αγορά να παραμείνουν ανταγωνιστικές, θυσιάζοντας ενδεχομένως τμήμα της βραχυπρόθεσμης κερδοφορίας τους, προκειμένου να διασώσουν θέσεις εργασίας ή να βοηθήσουν στην ισότιμη κοινωνική ένταξη των ατόμων με αναπηρίες ή να προστατεύσουν το φυσικό περιβάλλον;

Η ένταση των υφισταμένων κοινωνικών, οικονομικών και οικολογικών κρίσεων αποδεικνύει ότι οι υπεύθυνες πρακτικές ορισμένωνκαι σχετικά λίγων ακόμη- εταιρειών που μπορούν να επωμιστούν και το βάρος της στήριξής τους δεν είναι από μόνες τους αρκετές για τη διαμόρφωση μιας διαφορετικής «συνείδησης» και προσέγγισης της αγοράς και της ευρύτερης επιχειρηματικής κοινότητας ως προς τα μεγάλα κοινωνικά και περιβαλλοντικά προβλήματα. Η συμβολή των μεμονωμένων προσπαθειών εταιρικής υπευθυνότητας είναι οπωσδήποτε σημαντική, αλλά είναι αμφίβολο αν μπορεί να εξασφαλίσει μακροπρόθεσμες λύσεις στις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν το οικονομικό σύστημα και οι κοινωνίες γενικότερα. Η εταιρική λογοδοσία και υπευθυνότητα ορισμένων εταιρειών μπορεί να είναι τμήμα της λύσης, αλλά όχι η λύση από μόνη της. Απαιτείται μια ευρύτερη κινητοποίηση και αλλαγή του προτύπου επιχειρηματικής λειτουργίας και παραγωγής συνολικά. Οι εταιρείες θα πρέπει συλλογικά πλέον να δεσμευθούν ότι οι υφιστάμενες πρακτικές υπεύθυνης επιχειρηματικής δράσης θα διαδοθούν και θα υιοθετηθούν ευρύτερα στον κλάδο τους ή στις αγορές όπου δραστηριοποιούνται, έτσι ώστε να βρεθούν βιώσιμες λύσεις στα μεγάλα προβλήματα των σύγχρονων κοινωνιών, όπως αυτά της διατροφικής κρίσης, της κλιματικής αλλαγής και των ελλείψεων στο ανθρώπινο και κοινωνικό κεφάλαιο. Η σημερινή κρίση προσφέρει ίσως μια μεγάλη ευκαιρία για να υπάρξει μια συλλογικότερη αυτοδέσμευση των επιχειρήσεων σε πρότυπα υπευθυνότητας, λογοδοσίας και αειφόρου ανάπτυξης. Από την άλλη πλευρά, η ευκαιρία που ανοίγεται για τους υπολοίπους, είτε αυτοί είναι επενδυτές, είτε εργαζόμενοι, είτε καταναλωτές, είναι να ακολουθήσουν και στηρίξουν τις εταιρείες που δεν μένουν μόνο στα ωραία λόγια περί ευθύνης και περί σεβασμού του ανθρώπου και του φυσικού περιβάλλοντος, αλλά εταιρείες οι οποίες πρωτοστατούν στην καινοτομία και δημιουργούν κέρδη, προσφέροντας διέξοδο στα κοινωνικοοικονομικά και περιβαλλοντικά προβλήματα που απειλούν το επίπεδο ευημερίας μας και το μέλλον του πλανήτη.

Ο κ. Δημήτρης Μιχαρικόπουλος είναι εμπειρογνώμων σε θέματα Κοινωνικής Πολιτικής και Εταιρικής Υπευθυνότητας και διευθυντής του Ινστιτούτου Κοινωνικής Καινοτομίας.