Δεν έχει, νομίζω, συνειδητοποιηθεί ούτε διδάσκεται στα σχολεία μας όσο θα έπρεπε η σημασία που είχε για τη διαμόρφωση τής σημερινής γλώσσας μας η περίοδος που είναι γνωστή ωςΑλεξανδρινή Κοινή. Αυτοί οι αιώνες ιστορίας τής Ελληνικής, έξι ολόκληροι αιώνες (300 π.Χ.- 300 μ.Χ.), ή- για τους εγκυρότερους ιστορικούς τής γλώσσας μαςεννέα αιώνες (300 π.Χ.- 6ος αι. μ.Χ.), σφράγισαν εν πολλοίς την ιστορική εξέλιξη τής Ελληνικής για μια σειρά από σημαντικούς λόγους.

Με την κυριαρχία των Ελλήνων τής Μακεδονίας σε όλη την Ελλάδα επί Μ. Αλεξάνδρου, η χρήση τής αττικής διαλέκτου (την οποία από παλιά είχαν υιοθετήσει οι Μακεδόνες ως επίσημη γλώσσα τού κράτους τους εις βάρος τής Μακεδονικής, μιας δωρικής διαλέκτου που χρησιμοποιούσαν στην απλή προφορική τους επικοινωνία) εξαπλώθηκε σε ευρεία κλίμακα εντός και εκτός Ελλάδος. Ετσι, η αττική διάλεκτος έγινε γλώσσα πολιτισμού (kultursprache) και γλώσσα των εμπορικών συναλλαγών (lingua franca) σε ευρεία κλίμακα, από την Ελλάδα μέχρι τις Ινδίες, προσλαμβάνοντας τη διάσταση μιας διεθνούς για την εποχή της γλώσσας, κάτι σαν τη σημερινή Αγγλική.

Η επικράτηση τής αττικής διαλέκτου σήμανε εκ των πραγμάτων παραμερισμό των λοιπών διαλέκτων (ιωνικής, αχαϊκής, δωρικής) και συγχρόνως δημιουργία, για πρώτη φορά στην ιστορία τής Ελληνικής,κοινής(υπερδιαλεκτικής) γλώσσας όλων των Ελλήνων, τόσο στον γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο (με διατήρηση κατά τόπους στην προφορική παράδοση κάποιων μεμονωμένων διαλεκτικών στοιχείων).

Η κοινή αυτή Ελληνική, γνωστή ως Αλεξανδρινή Κοινή, από τη στιγμή που κατέστη πανελλήνια μορφή γλώσσας και, περισσότερο, αφότου κατέστη δεύτερη (ενίοτε και πρώτη) γλώσσα για πολλούς μη Ελληνες (Ρωμαίους, Ιουδαίους, Αιγυπτίους, Σύρους, Πέρσες κ.ά.) απλοποιήθηκε σημαντικά σε όλα τα επίπεδα (φωνητική/προφορά, γραμματική, σύνταξη, λεξιλόγιο). Σ΄ αυτό συνετέλεσε, βεβαίως, και η εσωτερική εξέλιξη τής ίδιας τής Ελληνικής προς απλούστερες δομές που εξυπηρετούσαν τη συμμετρία τού ίδιου τού συστήματος τής γλώσσας μας ή και γενικότερες εξελίξεις τής γλώσσας.

Ετσι δημιουργήθηκε βαθμηδόν μια απλούστερη μορφή ελληνικής γλώσσας, τής οποίας χαρακτηριστικό δείγμα είναι η γλώσσα τής Κ. Διαθήκης. Αυτή η μορφή γλώσσας απετέλεσε την απαρχή τήςΝέας Ελληνικήςστις βασικές της δομές (φωνητική- γραμματικοσυγκριτική). Με άλλα λόγια, η Νέα Ελληνική δεν είναι καθόλου νέα! Αριθμεί, στην πραγματικότητα, βίο δύο χιλιάδων ετών σε διαρκή εξέλιξη. Αρα η Αλεξανδρινή Κοινή (δηλ. η απλοποιημένη και εξελιγμένη αττική διάλεκτος), με ζωή εννέα αιώνων η ίδια (μέχρι τον 6ο αιώνα), και με άλλους δώδεκα αιώνες συνεχούς προφορικής παράδοσης (μέχρι το 1800), δεν έπαυσε να εξελίσσεται έως ότου τον 19ο και ιδίως τον 20ό αιώνα έλαβε τη σημερινή της μορφή. Αυτή η μορφή χαρακτηρίζεται ωςΝεοελληνική Κοινή , με την έννοια ότι, πέρα και παράλληλα προς τις κατά τόπους διαλέκτους και ιδιώματα τής Νέας Ελληνικής, υπάρχει μια ευρύτερη κοινή μορφή προφορικής και (με τη μεταρρύθμιση τού 1976) γραφομένης ελληνικής γλώσσας, αυτή που μιλάμε και γράφουμε σήμερα.

Στα χρόνια τής Αλεξανδρινής Κοινής, αρχίζοντας από τον 1ο αιώνα π.Χ., εμφανίζεται το κίνημα των Αττικιστών, δηλ. η ιδεολογία και η πρακτική ορισμένων μορφωμένων τής εποχής να επιστρέψουν στη χρήση τής γραπτής αττικής διαλέκτου των κλασικών χρόνων, ως μίμηση και απομίμηση φυσικά παρά ως πραγματικότητα, αφού η γλωσσική πραγματικότητα τής εποχής εκείνης ήταν η απλουστευμένη αττική διάλεκτος. Ετσι γεννήθηκε οΑττικισμός και μαζί η διάσπαση τής Ελληνικής σε δύο μορφές: στη φυσική εξελικτική συνέχεια τού προφορικού λόγου που ήταν η Αλεξανδρινή Κοινή και σε μια τεχνητή μίμηση τής κλασικής αττικής διαλέκτου που σταδιακώς επικράτησε ως κύρια μορφή τού γραπτού λόγου. Εκτοτε χρονολογείται μιαδιμορφία(όχι διγλωσσία!) τής Ελληνικής, μια περισσότερο ή λιγότερο αισθητή διαφοροποίηση μεταξύ προφορικής και γραπτής γλώσσας, που αργότερα έλαβε τη μορφή τής διαμάχης καθαρεύουσας και δημοτικής. Ας σημειωθεί πάντως ότι για πολλούς αιώνες, χονδρικά μέχρι τα τέλη τού 18ου αιώνα, η γλωσσική αυτή διμορφία ήταν ευρύτερα αποδεκτή ως μια ισχύουσα πραγματικότητα μέχρι να μεταβληθεί σε γλωσσικό ζήτημα(κατά το «ανατολικό ζήτημα») και να πάρει τις διαστάσεις «γλωσσικού διχασμού» και «γλωσσικού εμφυλίου» που επίσημα έληξε μόλις το 1976 με την απόφαση τής Κυβερνήσεως τού Κωνσταντίνου Καραμανλή.

Ενα άλλο ιστορικής σημασίας γεγονός σφραγίζει την Ελληνική στην Αλεξανδρινή περίοδο: η Ελληνική γίνεταιη γλώσσα τού Ευαγγελίου και μέσω αυτού ασκεί τεράστια επίδραση σε όλον τον χριστιανισμό. Θα ακολουθήσουν σε ελληνική πάντοτε γλώσσα τα κείμενα των μεγάλων Πατέρων τής Εκκλησίας(Βασιλείου, Ιωάννου και Γρηγορίου), ηΘεία Λειτουργία και ηυμνολογίατής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Και βεβαίως μη ξεχνάμε ότι ηελληνική μετάφραση τής Π. Διαθήκηςαπό τους Εβδομήκοντα απετέλεσε το βασικό έργο των Ελληνιστών, δηλ. των ελληνόφωνων Εβραίων και κύρια πηγή τής εβραϊκής θεολογίας.

Τέλος, και καθόλου μικρότερης σημασίας είναι το γεγονός ότι στην περίοδο αυτή αρχίζει και εδραιώνεται μια πρωτοποριακή και καθοριστική ανάλυση τής ελληνικής γλώσσας και, δι΄ αυτής, τής γλώσσας γενικότερα. Αυτό επιτελείται από μεγάλα πνεύματα τής φιλολογικής επιστήμης, τους λεγόμενους Αλεξανδρινούς γραμματικούς, από τον Διονύσιο τον Θράκα (100 π.Χ.) η «(Τέχνη) Γραμματική» και από τον Απολλώνιο τον Δύσκολο (2ος αι. μ.Χ.) η «Ελληνική Σύνταξις», δηλ. ηπρώτη γραμματικήκαιτο πρώτο συντακτικότής ελληνικής γλώσσας, που λειτούργησαν στον δυτικό κόσμο ως πρότυπα αναλύσεως όλων των γλωσσών.

Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής της Γλωσσολογίας, πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού, τ. πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.