Οι δύσκολες ερωτήσεις επιδέχονται πολλές απαντήσεις. Οταν μάλιστα μια ερώτηση δεν είναι καθαρά πραγματολογική, αλλά έχει και κανονιστικό χαρακτήρα, τότε τα πράγματα δυσκολεύουν. Προφανώς, κάτω από το ερώτημα αν υπάρχει φιλολαϊκή πολιτική, υποκρύπτεται το αν πρέπει να υπάρξει τέτοια πολιτική. Υπάρχουν τουλάχιστον τρεις απαντήσεις και η καθεμιά τους συνδέεται με μια ιδιαίτερη αντίληψη, όχι μόνο για την ελληνική οικονομία, αλλά και για την κοινωνία. Κανείς δεν σχεδιάζει οικονομικά μέτρα στο κενό, αλλά με βάση μια συγκεκριμένη εικόνα για την κοινωνική δομή, στην οποία είναι εμπεδωμένο το οικονομικό σύστημα.

=======================================

Δεν πρέπει να υπάρξει

Η πρώτη απάντηση

είναι ότι δεν πρέπει να υπάρξει φιλολαϊκή οικονομική πολιτική, διότι οποιαδήποτε άλλη οικονομική πολιτική πέραν της ελάχιστης παρέμβασης του κράτους στην οικονομία θα ήταν καταστροφική. Η παρέμβαση θα πρέπει να περιορισθεί στην τόνωση της αγοράς και _ στην τωρινή συγκυρία _ του χρηματοπιστωτικού συστήματος, με έμφαση στις φοροαπαλλαγές και στις ιδιωτικοποιήσεις, προκειμένου να γίνουν ιδιωτικές επενδύσεις. Θεωρείται δηλαδή πρώτη προτεραιότητα η ταχεία και παρατεταμένη μεγέθυνση της οικονομίας, έτσι ώστε αργότερα να συζητηθεί τo αν και πώς θα μπορούσε να γίνει κάποια αναδιανομή του πλούτου που θα έχει σωρευτεί. Πίσω από αυτά κρύβεται η εικόνα μιας θρυμματισμένης κοινωνίας η οποία δεν αποτελείται από συλλογικότητες, αλλά από άτομα και επιχειρήσεις. Τα άτομα δρουν ως καταναλωτές, ενώ οι επιχειρήσεις ανταγωνίζονται μεταξύ τους στον ευρύ χώρο που τους έχει αφήσει η απόσυρση του κράτους από την οικονομία. Οι αδυναμίες αυτής της απάντησης είναι γνωστές: όξυνση των οικονομικών ανισοτήτων και φτώχεια σε διάρκεια χρόνου.


Λαϊκίστικη πολιτική

Η δεύτερη απάντηση είναι ότι πρέπει να υπάρξει φιλολαϊκή πολιτική και ότι ειδικά τώρα, σε συνθήκες κρίσης του παγκόσμιου καπιταλισμού, προέχει να γίνει αναδιανομή του εισοδήματος. Το κράτος πρέπει να επανεθνικοποιήσει όσες επιχειρήσεις έχουν περάσει σε ιδιωτικά χέρια και να φορολογήσει πολύ περισσότερο το κεφάλαιο, για να μοιράσει τα φορολογικά έσοδα στον λαό. Η ήδη συγκριτικά κλειστή ελληνική οικονομία θα πρέπει να περιορίσει τις επιρροές που δέχεται από το διεθνές οικονομικό περιβάλλον, διότι εξαιτίας τέτοιων επιρροών είναι ευάλωτη στις διαθέσεις του ξένου κεφαλαίου. Στην απάντηση υποκρύπτεται η ιδέα μιας κοινωνικά πολωμένης κοινωνίας, στην οποία συγκρούονται η μισθωτή εργασία και το κεφάλαιο, ενώ οι μικρομεσαίοι σταδιακά προλεταριοποιούνται. Σε άλλη εκδοχή, υποκρύπτεται η σύγκρουση προνομιούχων και μη προνομιούχων. Τα προβλήματα μιας τέτοιας απάντησης είναι γνωστά: η πολιτική αυτή δεν είναι φιλολαϊκή αλλά λαϊκίστικη. Οδηγεί σε προσωρινή ανακούφιση των χαμηλότερων εισοδημάτων, η οποία ωστόσο παρέρχεται σύντομα, καθώς προκαλεί χαμηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης και συνήθως πληθωρισμό και ελλειμματικό ισοζύγιο πληρωμών. Αυτό πιθανότατα οδηγεί σε υιοθέτηση πολιτικής λιτότητας σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων.

Φιλολαϊκή ρεαλιστική πολιτική

Η τρίτη απάντηση είναι ότι πρέπει να υπάρξει φιλολαϊκή πολιτική, αρκεί να είναι ρεαλιστική. Ως αφετηρία θα είχε όχι την ενδεδειγμένη οικονομική πολιτική, αλλά μια συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης των λαϊκών στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας σε πολλά επίπεδα. Πρώτον, όπως έχει δείξει ο Π. Τσακλόγλου, στην Ελλάδα οι εισοδηματικές ανισότητες ανάμεσα στα μέλη των ίδιων επαγγελματικών κλάδων είναι πολύ μεγαλύτερες απ’ ό,τι οι ανισότητες μεταξύ κλάδων. Για παράδειγμα, οι εισοδηματικές διαφορές μέσα στον κλάδο των γιατρών ή μεταξύ στελεχών επιχειρήσεων είναι πολύ μεγαλύτερες απ’ ό,τι οι διαφορές ανάμεσα στους γιατρούς από τη μια και στα στελέχη επιχειρήσεων από την άλλη. Δεύτερον, μερίδα των μισθωτών έχει και δεύτερη, καμιά φορά και τρίτη δουλειά, αντλώντας εισόδημα από περισσότερες από μία πηγές και μετέχοντας σε περισσότερες από μία αγορές εργασίας. Οπως έχει υποστηρίξει ο Κ. Τσουκαλάς, τα «ταξικά υποκείμενα» χαρακτηρίζονται από «πολυσθένεια». Τρίτον, όπως είναι γνωστό, υπάρχει χάσμα ανάμεσα στους μισθωτούς και τους αυτοαπασχολουμένους ως προς τη συμμετοχή τους στα φορολογικά βάρη. Αν δεν υπήρχαν οι πράγματι άδικοι έμμεσοι φόροι, τότε πολλοί μεταξύ των αυτοαπασχολουμένων δεν θα συνεισέφεραν ούτε ένα ευρώ στα φορολογικά έσοδα. Τέταρτον, οι ανισότητες μεταξύ των δύο φύλων είναι μεγάλες, είτε επειδή ακόμη και σήμερα πολλές γυναίκες δεν έχουν ενταχθεί στην αγορά εργασίας είτε επειδή όσες έχουν ενταχθεί αμείβονται λιγότερο από τους άνδρες, προάγονται τελευταίες και απολύονται πρώτες. Πέμπτον, σε πολλές περιφέρειες της χώρας, με εξαίρεση λίγες τουριστικές ή βιομηχανικές περιοχές, υπάρχει δημογραφική και οικονομική κρίση. Ο πληθυσμός δεν αναπαράγεται ή φεύγει. Σε βάθος χρόνου, και εφόσον δεν ληφθούν μέτρα, στην ύπαιθρο θα υπάρχουν ελάχιστοι αποδέκτες της όποιας φιλολαϊκής πολιτικής. Και έκτον, ορισμένα, πράγματι λαϊκά, στρώματα αποτελούνται κυρίως από μετανάστες οι οποίοι δεν περιλαμβάνονται καν στις συζητήσεις για τη φιλολαϊκή πολιτική.

Το συμπέρασμα

είναι ότι φιλολαϊκή οικονομική πολιτική μπορεί και πρέπει να υπάρξει, αρκεί να είναι ρεαλιστική. Σε μια τόσο πολύπλοκη και ρευστή κοινωνική δομή, η φιλολαϊκή πολιτική θα πρέπει να συνδυάζει στοιχεία καθολικότητας (π.χ., την εισαγωγή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος για όλους, όπως την έχουν επεξεργασθεί ο Μ. Ματσαγγάνης και άλλοι ερευνητές) με στοιχεία στοχευμένων μέτρων τα οποία θα λαμβάνουν υπόψη τους ότι η εικόνα που έχουμε δημιουργήσει στο μυαλό μας εδώ και πολλά χρόνια για τα λαϊκά στρώματα μπορεί να μην ανταποκρίνεται στη σημερινή πραγματικότητα.

Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής της Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.