1) Θα αρχίσω με το τι δεν είναι φιλολαϊκή πολιτική. Δεν είναι φιλολαϊκή πολιτική να δοθούν, όπως υποστηρίζουν πολλοί, τα 28 εκατ. ευρώ όχι στις τράπεζες αλλά στους οικονομικά αδύνατους. Αν οι τράπεζες δεν λειτουργούν αποτελεσματικά, αν στη διατραπεζική αγορά, λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης, δεν έχουμε αύξηση της ρευστότητας, τότε θα ενταθεί η κρίση _ πράγμα που θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια όχι τόσο στη χειροτέρευση της κατάστασης των εχόντων αλλά σε αυτήν των μη εχόντων.

Ούτε βέβαια, όπως προτάθηκε από την αντιπολίτευση, είναι δυνατόν η κυβέρνηση να υποχρεώσει τις τράπεζες να ακολουθήσουν έναν ορισμένο τρόπο δανεισμού προς τους δανειολήπτες (π.χ., ενιαίο ή ανώτατο όριο επιτοκίου). Αν όχι για άλλον λόγο, γιατί ένα τέτοιο μέτρο το απαγορεύει η Συμφωνία του Μάαστριχτ που επιβάλλει στα μέλη της ΕΕ την αρχή της ελευθερίας των αγορών.

2) Δεν είναι επίσης ουσιαστική φιλολαϊκή πολιτική αν τα κοινωνικά μέτρα της κυβέρνησης περιοριστούν στο επίδομα θέρμανσης, στα πενιχρά ποσά του Ταμείου της φτώχειας και στα ψίχουλα που δίνονται σε ανέργους και σε ορισμένες κατηγορίες αγροτών/κτηνοτρόφων. Αυτού του είδους οι παροχές δεν μπορούν ούτε να μειώσουν τις τεράστιες και συνεχώς αυξανόμενες κοινωνικές ανισότητες ούτε να βοηθήσουν τον μεγάλο αριθμό των νοικοκυριών που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας.

3) Η μόνη ρεαλιστική φιλολαϊκή πολιτική θα ήταν οι μαζικές κρατικές επενδύσεις σε υποδομές, καθώς και στον χώρο της Παιδείας, της Υγείας και σ’ αυτόν των νέων τεχνολογιών. Αυτού του είδους όμως η κεϊνσιανή πολιτική είναι εξαιρετικά δύσκολη λόγω του τεράστιου δημόσιου χρέους (95% του ΑΕΠ) και του δημόσιου ελλείμματος της χώρας. Οπως είναι γνωστό, σε ό,τι αφορά το έλλειμμα, η ΕΕ θέτει το όριο του 3% του ΑΕΠ, όριο το οποίο σύντομα πλησιάζουμε. Αλλά ακόμη και αν ήταν δυνατόν, λόγω της κρίσης, να επιτραπεί η υπέρβαση του ορίου (πράγμα κατά τη γνώμη μου αναγκαίο), ο παραπέρα εξωτερικός δανεισμός θα ήταν απαγορευτικά υψηλός _ αφού όσο αυξάνεται το χρέος τόσο αυξάνεται και το ποσοστό του τόκου που θα αναγκαστούμε να πληρώσουμε.

4) Υπάρχει άλλος τρόπος αύξησης των κρατικών εσόδων, εσόδων που θα μπορούσαν να κατευθυνθούν σε επενδύσεις; Ο πιο προφανής τρόπος αύξησης των εσόδων είναι η πάταξη της φοροδιαφυγής, πράγμα πολύ δύσκολο, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Οχι μόνο ο κρατικός μηχανισμός είσπραξης φόρων είναι ατελέσφορος αλλά και η λήψη πιο αυστηρών μέτρων πάταξης της φοροδιαφυγής έχει πολιτικό κόστος _ πράγμα που αποθαρρύνει την εκάστοτε κυβέρνηση να προχωρήσει προς αυτή την κατεύθυνση.

Ενας άλλος τρόπος αύξησης των κρατικών εσόδων είναι η μείωση της απερίγραπτης σπατάλης που χαρακτηρίζει την άκρως διεφθαρμένη και αναποτελεσματική δημόσια διοίκηση. Αλλά η εξυγίανση αυτού του χώρου δεν είναι μόνο ένα τεχνικό θέμα διοικητικού εκσυγχρονισμού. Είναι επίσης και πολιτικό θέμα: αυτό της άμβλυνσης της κομματικοκρατίας, που ήταν και παραμένει η κύρια πηγή της ελληνικής κακοδαιμονίας. Για παράδειγμα, κάθε κόμμα που έρχεται στην εξουσία, για καθαρά ψηφοθηρικούς λόγους, αυξάνει τον αριθμό προσλήψεων στο Δημόσιο, πράγμα που αυξάνει τα έξοδα και εντείνει τον παρασιτικό χαρακτήρα της δημόσιας διοίκησης.

5) Περνώντας τώρα σε πιο εφικτά μέτρα (βραχυπρόθεσμα/μεσοπρόθεσμα) αύξησης των κρατικών εισροών, θα μπορούσε μια κοινωνικά ευαίσθητη φορολογική πολιτική να στοχεύσει:

_ Στην υψηλότερη φορολογία της μεγάλης ακίνητης περιουσίας.

_ Στον υψηλότερο φόρο κληρονομίας σοβαρών περιουσιακών στοιχείων (κινητών και ακινήτων).

_ Στη φορολογία της εκκλησιαστικής περιουσίας.

_ Στο να προστίθενται, όπως και σε άλλες χώρες, τα μερίσματα στο φορολογητέο εισόδημα φυσικών προσώπων.

_ Στη μείωση των στρατιωτικών δαπανών (ως γνωστόν, σε ό,τι αφορά τις δαπάνες πρωτοστατούμε όχι μόνο σε ευρωπαϊκό αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο).

Τέλος, ένα άλλο φιλολαϊκό μέτρο, που δεν συνδέεται μεν άμεσα με την κρίση αλλά είναι καθοριστικής σημασίας, είναι η καταπολέμηση των εκπαιδευτικών ανισοτήτων που μαστίζουν τη χώρα. Εδώ ο στόχος θα ήταν η κατανομή εκπαιδευτικών πόρων κατά τέτοιον τρόπο που οι υποβαθμισμένες περιοχές στην περιφέρεια και στο κέντρο να έχουν προνομιακή μεταχείριση: καλύτερες υποδομές, υψηλότερες αμοιβές διδασκόντων, πιο σύγχρονο εκπαιδευτικό υλικό κτλ. (βλ. σχετική έρευνα του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής της ΓΣΕΕ).

Είναι δυνατόν να ληφθούν έστω μερικά από τα παραπάνω φιλολαϊκά μέτρα; Δεδομένου ότι η τωρινή κυβέρνηση, παρ’ όλη τη ρητορική της, είναι κάθε άλλο παρά φιλολαϊκή, η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι αρνητική.

Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας της LSE.