Για μια σειρά ιστορικούς λόγους, όπως ο μεσοπολεμικός διχασμός και ο Εμφύλιος, η χώρα μας έχει μια έντονα συγκρουσιακή πολιτική κουλτούρα. Ο πολιτικός αντίπαλος δαιμονοποιείται ενώ συχνά η συνεργασία μεταξύ κομμάτων θεωρείται προδοσία.

Για να δώσω ένα πρόσφατο παράδειγμα η δήλωση του υπουργού Οικονομικών για πιθανή συνεργασία μεταξύ ΝΔ και ΠαΣοΚ ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων. Και από τις δύο πλευρές ακούσαμε υστερικές κραυγές διαμαρτυρίας και διαβεβαιώσεις πως ούτε πρέπει να διανοηθεί κανείς μια τέτοια συνεργασία. Μπορεί βέβαια στα παρασκήνια να γίνονται σχεδιασμοί και υπολογισμοί για ένα τέτοιο ενδεχόμενο, αλλά τίποτε από όλα αυτά δεν πρέπει να βγει στη δημοσιότητα. Το μήνυμα που δίνεται προς τα έξω, τουλάχιστον από τα κομματικά όργανα, είναι πως όλες οι πρακτικές και πολιτικές του αντιπάλου είναι εθνικά καταστρεπτικές και ηθικά απαράδεκτες. Ενώ οι πρακτικές και πολιτικές των ημετέρων είναι εξ ορισμού εθνοσωτήριες. Αρα η συνεργασία καθίσταται αδύνατη.

Ο πολιτικός διάλογος
Αυτού του είδους οι νοοτροπίες και στάσεις οδηγούν σε έναν πολιτικό διάλογο που είναι ξύλινος, προβλεπτός και ως εκ τούτου εξαιρετικά βαρετός. Πρόκειται για έναν τύπο (μη)διαλόγου που απαξιώνει τον δημόσιο χώρο και κάνει τους σκεπτόμενους πολίτες να αποστρέφονται όλο και περισσότερο τους πολιτικούς και τα κόμματα.

Συγκεκριμένα, σε ό,τι αφορά το ποιόν του διαλόγου, η μεν κυβέρνηση μας εξηγεί ακατάπαυστα πως για όλα τα δεινά του τόπου φταίει η διακυβέρνηση της πασοκικής οκταετίας- διακυβέρνηση η οποία τίποτε θετικό δεν προσέφερε στη χώρα. Από την άλλη μεριά η αξιωματική αντιπολίτευση ακολουθεί την πεπατημένη, γνωστή και καθ΄ όλα προβλεπτή μέθοδο: εκτός από με ρικά εθνικά θέματα (όπου απαιτείται «ομοψυχία»), σε όλες τις άλλες περιπτώσεις ό,τι προτείνει η κυβέρνηση είναι εξ ορισμού απαράδεκτο. Οσο για τα δύο αριστερά κόμματα, εδώ ακούμε από το πρωί μέχρι το βράδυ να αναμασάται πως είτε για όλα φταίει ο καπιταλισμός είτε ο δικομματισμός και το άδικο εκλογικό σύστημα. Οσον αφορά τη δεύτερη ρήση από τη στιγμή που και τα δύο αυτά κόμματα θεωρούν κάθε συνεργασία μεταξύ τους ή με άλλα κόμματα ως προδοσία δεν μας εξηγούν πώς είναι δυνατόν με ένα πιο αναλογικό εκλογικό σύστημα να αποφευχθεί η πλήρης ακυβερνησία. Η σύγκλιση
Μέσα σε αυτό το θέατρο του παραλόγου οι λιγοστές πεφωτισμένες φωνές αγνοούνται. Κάθε διαφοροποιημένη, ισορροπημένη, επικοδομητική αντίδραση στις κυβερνητικές προτάσεις πνίγεται μέσα στη θάλασσα των συνθημάτων και των αλληλοκατηγοριών. Ετσι φτάνουμε σε μια κατάσταση που θυμίζει παίγνιο μηδενικού αθροίσματος. Κάθε θετική αναφορά στις προτάσεις του αντιπάλου θεωρείται πως ενδυναμώνει τον έναν και αποδυναμώνει τον άλλον.

Αυτού του είδους η κοκορομαχία μεταξύ των κομμάτων (κυρίως μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων) είναι εκ των πραγμάτων ξεπερασμένη σε ένα πλαίσιο όπου και στη χώρα μας και στην ΕΕ γενικότερα παρατηρούμε μια σύγκλιση μεταξύ Κεντροαριστεράς και Κεντροδεξιάς. Πράγματι, λόγω των δομικών περιορισμών που το ευρωπαϊκό και το παγκόσμιο νεοφιλελεύθερο σύστημα δημιουργεί στο εθνικό επίπεδο, όλες οι κυβερνήσεις αναγκάζονται να ακολουθήσουν λίγο- πολύ συγκλίνουσες κοινωνικοοικονομικές πολιτικές. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως δεν υπάρχουν πια διαφορές μεταξύ σοσιαλδημοκρατικών και συντηρητικών προγραμμάτων. Οι διαφορές αυτές όμως ακυρώνονται από τη στιγμή που με τη μέθοδο «οδο στρωτήρα» τα σημεία σύγκλισης συστηματικά αγνοούνται. Οσο για τις διαφορές στο ηθικό επίπεδο και εδώ αυτές ακυρώνονται, μια και τα κόμματα δεν είναι διατεθειμένα να παραδεχτούν, δημόσια και ειλικρινά, πως το παρόν πολιτικό σύστημα λειτουργεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε η προσφυγή στο «μαύρο πολιτικό χρήμα» είναι αναπόφευκτη (βλ. άρθρο μου στο «Βήμα της Κυριακής»,13.7.08). Ετσι για παράδειγμα κανένα από τα δύο μεγάλα κόμματα δεν είναι διατεθειμένο να μας εξηγήσει πώς γίνεται τα κομματικά έξοδα να είναι πολλαπλάσια των επίσημων, νόμιμων εσόδων. Οσο υπάρχει σιωπή σε αυτό το θέμα, όσο το ένα κόμμα προσπαθεί να ρίξει απλώς λάσπη στο άλλο τόσο οι προοπτικές μιας ουσιαστικής εξυγίανσης εξαφανίζονται.

Συνεργασία και αλλαγή
Η παραπάνω ανάλυση οδηγεί στο συμπέρασμα πως όσο τα κόμματα εξακολουθούν να λειτουργούν με βάση τον ξύλινο λόγο, την προσχηματική ηθικολογία και τη μανιχαϊστική αντίληψη του αντιπάλου, όσο αποφεύγουν μέσω των αλληλοκατηγοριών να αντιμετωπίσουν διακομματικά τις δομικές δυσλειτουργίες του παρόντος συστήματος τόσο η πολιτική θα απαξιώνεται. Τόσο οι ψηφοφόροι θα απομακρύνονται από τα κόμματα και τους πολιτικούς. Ετσι στο σημερινό πλαίσιο, ένα πλαίσιο όπου ο πολιτικός πολιτισμός της διαφάνειας και του ορθολογισμού εκλείπει, οι πιθανές κυβερνήσεις συνεργασίας που θα προκύψουν στο μέλλον θα έχουν μικρές πιθανότητες αποτελεσματικής λειτουργίας. Αν κοιτάξει κανείς τα ιστορικά προηγούμενα, αυτά μάλλον επιβεβαιώνουν την παραπάνω απαισιόδοξη πρόβλεψη. Είτε μελετήσει κανείς τις κυβερνήσεις συνεργασίας στον 19ο αιώνα, στον Μεσοπόλεμο ή στην πρώιμη μεταπολεμική περίοδο, σε καμία περίπτωση δεν βλέπει το είδος της δημιουργικής και αποτελεσματικής κομματικής συνεργασίας που παρατηρούμε σε πολλές δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Ούτε βέβαια η μεταπολιτευτική κυβέρνηση συνεργασίας οδήγησε σε θετικά αποτελέσματα. Επρόκειτο λιγότερο για ουσιαστική συνεργασία και περισσότερο για μηχανιστική συγκόλληση μη επικοινωνούντων δοχείων. Στη χώρα μας, όπως έχω πολλές φορές τονίσει από αυτές τις στήλες, δεν έχουμε κομματική αλλά κομματικοκρατική δημοκρατία. Τα κόμματα διεισδύουν και υποσκάπτουν τις ιδιαίτερες λογικές και αξίες όλων των άλλων θεσμικών χώρων- από το Πανεπιστήμιο και την Τέχνη μέχρι τη Δικαιοσύνη και τη Δημόσια Διοίκηση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο της υπερτροφίας του κομματικοκρατικού κατεστημένου, της ετερονομίας των «ανεξάρτητων» αρχών και της καχεκτικότητας της κοινωνίας των πολιτών, το κομματικό συμφέρον συστηματικά υπερισχύει του γενικού συμφέροντος της χώρας. Βέβαια μπορεί κανείς να αντικρούσει τα παραπάνω με το επιχείρημα πως ούτε όλα τα κόμματα είναι ίδια ούτε κανείς μπορεί να αναφερθεί σε όλους τους πολιτικούς με απαξιωτικό τρόπο. Αυτό είναι απολύτως σωστό. Είναι όμως εξίσου σωστό πως όλα τα κόμματα και όλοι οι πολιτικοί εμπλέκονται, άμεσα ή έμμεσα, σε ένα σύστημα που χαρακτηρίζεται από αδιαφάνεια, διαφθορά και υποκρισία. Είναι επίσης εξίσου σωστό πως δεν είναι δυνατόν να αλλάξει αυτό το σύστημα όσο οι κομματικές ηγεσίες δεν βλέπουν ή δεν θέλουν να δουν τις δομικές δυσλειτουργίες του συστήματος. Για να το επαναλάβω, δεν είναι δυνατόν να αλλάξει το σύστημα όταν το κάθε κόμμα ρίχνει αυτόματα όλες τις ευθύνες για τις αδυναμίες του πολιτικού συστήματος στα άλλα κόμματα. Ενα ελάχιστο ειλικρίνειας και διακομματικής συναίνεσης είναι η βασική προϋπόθεση για ουσιαστική πολιτική αλλαγή στη χώρα μας.

Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη London School of Εconomics