Πώς εξηγείται το φαινόμενο να πληρώνουν οι Ελληνες χωρίς δυσκολία και χωρίς δισταγμό ακριβότερα από άλλους πλουσιότερους λαούς («Το Βήμα», 3/7); Εχουμε ήδη υποστηρίξει με στοιχεία ότι είναι λιγότεροι εκείνοι που είναι πράγματι φτωχοί και συνεπώς υποφέρουν ήδη σκληρά από την ακρίβεια που κατέκλυσε και τη χώρα μας για λόγους που γνωρίζουν πολύ καλά οι τακτικοί αναγνώστες του «Βήματος». Είναι όμως και πάρα πολλοί οι Ελληνες με αδήλωτα στην Εφορία και στις έρευνες εισοδήματα που παριστάνουν τους φτωχούς. Παρατηρείται όμως επίσης και το παράλογο αλλά πραγματικό γεγονός ότι μια μεγάλη κατηγορία Ελλήνων και Ελληνίδων, μολονότι δεν έχουν αρκετά λεφτά, ξοδεύουν αφειδώς αγοράζοντας κατά προτίμηση ακριβά, έστω και αν καταφεύγουν στον απερίσκεπτο δανεισμό ή στη στέρηση άλλων στοιχειωδών αγαθών. Πριν από τρεις δεκαετίες, ως νεόκοπος οικονομικός συντάκτης, εξέφραζα την κατάπληξή μου στον αείμνηστο οικονομολόγο, δημοσιογράφο, πολιτικό και δάσκαλό μου Αθανάσιο Κανελλόπουλο για το εξής: σε υπόγειο της διπλανής από τη δική μου πολυκατοικίας, χωρίς φως και καθαρό αέρα, κατοικούσε μια κοπέλα που δούλευε ως υπάλληλος σε κάποιο μικρό μαγαζί με ελάχιστο μισθό. Εξ ου και δεν μπορούσε να νοικιάσει μια κάπως υγιεινότερη κατοικία. Διέθετε όμως αυτοκίνητο, και μάλιστα κομβέρτιμπλ, το οποίο χρησιμοποιούσε μόνο για να επιδειχθεί στις παρέες της.

Ο Κανελλόπουλος μου εξήγησε ότι είναι κλασική περίπτωση του οικονομικού φαινομένου που καλείται από την επιστήμη demonstration effect (σύνδρομο της επίδειξης). Πληρώνεις ακριβά, μολονότι δεν έχεις λεφτά, για να δείξεις ότι είσαι κάποιος. Και όσο πιο στερημένος και κοινωνικά υποδεέστερος αισθάνεσαι τόσο προσπαθείς να αποδείξεις ότι είσαι κάτι άλλο, καλύτερο. Καθώς μας διακατέχει ακόμη το σύνδρομο της Ψωροκώσταινας προσπαθούμε με κάθε θυσία να αποδείξουμε το αντίστροφο. Και καθώς το φαίνεσθαι μετράει περισσότερο από το είναι, η επίδειξη αναδεικνύεται συχνά πρώτη προτεραιότητα. Νέες κοπέλες εργαζόμενες σπαταλούν σχεδόν όλον τον μισθό τους για την αμφίεση και την εμφάνισή τους. Νεαροί αγοράζουν ακριβές μηχανές ή αυτοκίνητα με το υστέρημα του μπαμπά τους ή σπαταλούν τον μισό μισθό τους για να πάνε στο εξωτερικό να παρακολουθήσουν την αγαπημένη τους ομάδα. Μικρόνοες που μετά βίας συντηρούν ένα μικροαστικό σπιτικό ψωνίζουν από μπουτίκ του Κολωνακίου για να πουν την επομένη στο γραφείο πόσο έγιναν απλησίαστες οι τιμές αναφέροντας φυσικά από πού αγόρασαν. Πριν κάποια χρόνια βρεθήκαμε με έναν γνωστό προσκεκλημένοι και οι δύο σε μια δεξίωση. Διαπιστώσαμε ότι φορούσαμε το ίδιο ακριβώς πουκάμισο (χρώμα, ρίγες, κόψιμο). «Βλέπω ότι έχουμε το ίδιο γούστο» παρατήρησα χαμογελώντας. «Ωραίο πουκάμισο αλλά πανάκριβο,βρε παιδί μου» σχολίασε. Κατάπληκτος άκουσα ότι το είχε πληρώσει 12.000 δρχ. ενώ εγώ 1.500 δρχ. Η εξήγηση απλή: εγώ το είχα αγοράσει από του Λαμπρόπουλου, εκείνος από μπουτίκ της οδού Ακαδημίας.

Ρώτησα μια μέρα έναν γνωστό καταστηματάρχη που πουλάει φωτιστικά είδη πώς μπορεί να ξεφορτωθεί τα ντεμοντέ ή αυτά που δεν ζητούνται. Υπάρχει ένας συχνά πολύ αποτελεσματικός τρόπος. Αυτό που σε τιμή 20 ευρώ έμεινε αζήτητο το βάζεις 200 και το παρουσιάζεις με ύφος εμπιστευτικό στον αδαή πελάτη που ζητάει κάτι καλό. Είναι σπάνιο κομμάτι, του λες, λίγο ακριβό αλλά μοναδικό. Συνήθως το παίρνει.

Ο εκλεκτός συνάδελφος Αντώνης Καρκαγιάννης σχολιάζοντας το φαινόμενο του εισιτηρίου της Μαντόνα ανέφερε ένα παρεμφερές παράδειγμα. Ο μανάβης της γειτονιάς του τον πληροφόρησε ότι όλοι προτιμούν τα ακριβότερα φρούτα και αυτά φεύγουν πρώτα!

Η Μαντόνα διαπίστωσε πόσο χαζοί και επιδειξίες είναι συνήθως οι Νεοέλληνες και τους καταλήστευσε. Και θα καμαρώνουν γι΄ αυτό.