«Αποφασισμένοι να συνεχίσουν την πορεία τους προς μια ολοένα στενότερη ένωση των λαών της Ευρώπης… με την προοπτική μετάβασης σε μεταγενέστερα στάδια από τα οποία πρέπει να διέλθει η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ώστε να εξελιχθεί…».

Αυτά είναι δύο από τα εδάφια του προοιμίου της ισχύουσας Συνθήκης μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Με αυτό τον τρόπο είχαν διατρανώσει οι υπογράφοντες αρχηγοί των κρατών και οι επί των Εξωτερικών υπουργοί τους, εκπροσωπώντας τα κράτη τους, τη βούλησή τους για κοινή πορεία σε περαιτέρω στάδια εξέλιξης της ενοποιητικής διαδικασίας και την πίστη τους στην ευρωπαϊκή συνεργασία.

Και όμως. Η κοινή πορεία, η τρομερή προσπάθεια που καταβάλλεται τα τελευταία χρόνια για να προχωρήσει η Ενωση, τίθεται σε αμφισβήτηση από εκατόν δέκα χιλιάδες ιρλανδικά «Οχι» απέναντι στα εκατοντάδες εκατομμύρια «Ναι» των λαών των δέκα εννέα ήδη κρατών που έχουν επικυρώσει τη Συνθήκη της Λισαβόνας. Διότι έτσι ορίζουν οι κανόνες της ευρωπαϊκής δημοκρατικής συνεννόησης.

Δεν θα μπω στον πειρασμό να αναλύσω τους λόγους που οδήγησαν στο «Οχι» των Ιρλανδών. Ούτε στο τι πρέπει να γίνει στο μέλλον. Θα αρκεστώ στο ζήτημα της ενημέρωσης. Που είναι και η βασική αποστολή του Γραφείου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την Ελλάδα. Εξάλλου, νομίζω ότι το συμπέρασμα για τις ευθύνες του καθενός προκύπτει αβίαστα από την πρώτη παράγραφο.

Ως στέλεχος λοιπόν της Γενικής Διεύθυνσης Επικοινωνίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, σε μια θέση η οποία μου έχει επιτρέψει να καταλάβω πολλά πράγματα για τους λόγους που κάνουν τους πολίτες να ενεργούν αντιδραστικά απέναντι στην Ενωση, θα ήθελα να προσθέσω στον υπάρχοντα προβληματισμό και τα εξής:

Πολλοί αποδίδουν την αντιδραστικότητα σε ελλιπή ενημέρωση. Ας μου επιτραπεί να μη συμφωνήσω. Χρειάζεται παράλληλα και τόνωση της εμπιστοσύνης. Γι΄ αυτό όσο και αν φαίνεται αδύνατον να γίνει επιτυχημένη εκστρατεία ενημέρωσης πάνω σε ένα τόσο πολύπλοκο κείμενο που είναι μια ευρωπαϊκή συνθήκη, νομίζω ότι έφθασε η ώρα να συμμετάσχουν πραγματικά στην ενημερωτική προσπάθεια των υπηρεσιών της Ενωσης και τα κράτη-μέλη. Με αιχμή του δόρατος τα εθνικά κοινοβούλια και τους εθνικούς βουλευτές. Δεν μπορεί να αφεθεί άλλο ο ρόλος αυτός σε μια δράκα ευρωβουλευτών και υπαλλήλων οι οποίοι όσο και καλή θέληση να έχουν δεν προλαβαίνουν! Οι διακόσιες τόσες χιλιάδες επισκέπτες που δέχεται κάθε χρόνο η κεντρική υπηρεσία επισκέψεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και οι μερικές δεκάδες χιλιάδες που προσεγγίζουν τα Γραφεία Πληροφοριών του Κοινοβουλίου και της Επιτροπής στα 27 κράτη-μέλη είναι σταγόνα στον ωκεανό μπροστά στον αριθμό των πολιτών που θα έπρεπε να έχουν ενημερωθεί για να δημιουργηθεί μια κρίσιμη μάζα πολιτών με γνώση του τι κάνει η Ενωση και του τι διακυβεύεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο τα τελευταία χρόνια.

Τα κόμματα, οι βουλευτές των εθνικών κοινοβουλίων, οι υπουργοί και οι υφυπουργοί, ακόμη και οι πρωθυπουργοί και οι πρόεδροι των κρατών που θέλουν για διάφορους λόγους να συμβάλουν οι χώρες τους στην πρόοδο και στη μακροημέρευση της Ενωσης, πρέπει να αναλάβουν δράση. Ο πρόεδρος της Γαλλίας έδωσε πρόσφατα το παράδειγμα μέσα στη Βουλή των Ελλήνων.

Ενας εθνικός βουλευτής, ένας υπουργός, μπορεί να κάνει θεματική ενημέρωση με πολλαπλάσια επιρροή και αποτελεσματικότητα από έναν υπάλληλο. Για πολλούς λόγους και από έναν ευρωβουλευτή.

Δεν μπορεί καίριες και επιτακτικές νομοθετικές ρυθμίσεις για τους πολίτες της Ενωσης, πολύ συχνά σημαντικότερες από αυτές του εθνικού Κοινοβουλίου, να μη διαδίδονται ευρύτερα και να μην αφομοιώνονται πλήρως από τους ενδιαφερομένους.

Φυσικά πρέπει να ανοίξουν και τα πορτοφόλια. Δεν μπορεί η Ενωση από μόνη της, με έναν προϋπολογισμό σχεδιασμένο να εξυπηρετεί τις τεράστιες ανάγκες που απαιτεί η μείωση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων μεταξύ των κρατών-μελών, να χρηματοδοτήσει αντάξια του ονόματός της πολιτική ενημέρωσης.

Η συγκυρία είναι κατάλληλη για να αντιληφθούν όλοι στα κράτη-μέλη ότι το παιχνίδι δεν παίζεται μόνο στις Βρυξέλλες και στο Στρασβούργο. Οτι οι επίτροποι, οι ευρωβουλευτές και οι υπάλληλοι της Ενωσης που ασχολούνται με την πληροφόρηση δεν επαρκούν για να γίνει σωστή δουλειά. Οσο και αν βοηθήσουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Η ευρωπαϊκή πληροφόρηση χρειάζεται τώρα τα γνώριμα πρόσωπα όσο ποτέ. Αυτά που είναι πιο κοντά στον πολίτη, αυτά που έχουν την εμπιστοσύνη του και που γνωρίζουν να τη διαχειρίζονται.

Ο κ. Γ. Κασιμάτης είναι διευθυντής του Γραφείου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην Ελλάδα.