Κοντά στα τόσα σημαντικά θέματα με τα οποία πρέπει να ασχοληθούμε, οφείλουμε να φροντίσουμε ώστε να δοθεί ξανά στους όρους η χαμένη σημασία τους, διότι με τη στρεβλή χρησιμοποίηση όρων καταντήσαμε να χαρακτηρίζουμε ανέντιμους εκατομμύρια Ελληνες.

Από καιρό, αλλά με έμφαση κατά το τελευταίο διάστημα, όλα τα φαινόμενα της αισχροκέρδειας τα θεωρούμε ότι είναι αποτέλεσμα «κερδοσκοπίας». Αλλά από πότε η κερδοσκοπία έχει καταστεί έγκλημα; Από πότε το κέρδος έγινε παράνομο;

Κάθε πολίτης που επενδύει κεφάλαια, σε οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση, έχει σκοπό το κέρδος.

Κερδοσκοπεί, δηλαδή. Και η επιδίωξη αυτή είναι θεμιτή. Δεν φαντάζομαι ότι υπήρξε ποτέ περίπτωση, όπου γης, κατά την οποία επιχειρηματίας να διέθεσε χρήματα χωρίς να αποβλέπει στο κέρδος, είτε αυτός είναι βιομήχανος είτε κουλουροπώλης.

Σε οποιοδήποτε πανεπιστημιακό σύγγραμμα, οι επιχειρήσεις διακρίνονται σε κερδοσκοπικές (που έχουν σκοπό το κέρδος) και σε μη κερδοσκοπικές (προσφορά υπηρεσιών, χωρίς την ύπαρξη υλικής ωφέλειας). Η κερδοσκοπία, επομένως, αποτελεί το κύριο- αν όχι το μόνο- κίνητρο στην επενδυτική δραστηριότητα. Τα δημοκρατικά κράτη την ενισχύουν και με νόμους όχι μόνον την προστατεύουν, αλλά και την υποβοηθούν. Αλίμονο αν συνέβαινε διαφορετικά. Θα έπαυε να υπάρχει επιχειρηματική δραστηριότητα- και μου είναι δύσκολο να υποθέσω τι θα ήταν αυτό που θα την αντικαθιστούσε, ώστε να υπάρξουν τα έσοδα για να λειτουργήσει ένα κράτος.

Είναι προφανές πως, είτε από σκοπιμότητα είτε από άγνοια, ταυτίστηκε η «κερδοσκοπία» με την «αισχροκέρδεια», που είναι η αθέμιτη κερδοσκοπία. Η κατηγορία όμως απευθύνεται γενικώς κατά της κερδοσκοπίας, ενώ έπρεπε να στηλιτεύεται η αθέμιτη.

Το ίδιο συμβαίνει και με το κεφάλαιο, το οποίο κινδυνεύει να ποινικοποιηθεί, χωρίς να γίνεται διάκριση στο «ασύδοτο» και στο υγιές. Μάλλον ο αστικός κόσμος έπεσε θύμα παρωχημένων ιδεολογιών, που ταυτίζουν τον κεφαλαιοκράτη με τον κεφαλαιούχο και βάζουν στο ίδιο σακί τον κεφαλαιούχο περιπτερά με τον εκμεταλλευτή κεφαλαιοκράτη. Μάλιστα, οι ιδεοληψίες αυτές επιτρέπουν ακόμα και σε πρόσωπα που κατά τεκμήριο θεωρούνται του πνεύματος να βρίσκονται σε σύγχυση. Θυμούμαι ότι, πριν από μια 20ετία περίπου, τη Μαρία Ρεζάν να απευθύνεται επιτιμητικά σε έγκριτο οικονομολόγο με το ερώτημα: «Είσθε υπέρ των βιομηχάνων;» και εκείνος να απαντά: «Είμαι υπέρ των βιομηχανιών».

Είναι λοιπόν απαραίτητο να γίνεται η διάκριση μεταξύ της θεμιτής (και απαραίτητης) κερδοσκοπίας και της αθέμιτης· του κεφαλαιοκράτη και του κεφαλαιούχου· των τριών εκατομμυρίων Ελλήνων που άμεσα ή έμμεσα εμπλέκονται με τις επιχειρήσεις για να κερδοσκοπήσουν και των λίγων που αισχροκερδούν. Ισως να απαιτηθεί και η εξέταση ημών των πολιτικών στη γνώση της ελληνικής γλώσσας.

Ο κ. Π. Κοκκόρης είναι οικονομολόγος.