Βρίσκομαι στο Παρίσι. Οι Γάλλοι πάντοτε λάτρευαν μια κατηγορία Αμερικανών, τους «bons Αmericains», όπως τους ονόμαζαν. «Καλοί Αμερικανοί» ήταν όσοι βρίσκονταν πιο κοντά στον γαλλικό τρόπο σκέψης απ΄ ό,τι οι ΗΠΑ και, προσφάτως, όσοι είχαν κρατήσει αποστάσεις από τη μάζα που εξέλεξε πρόεδρο τον Τζορτζ Μπους. Εδώ και αρκετά χρόνια στους «καλούς Αμερικανούς» συγκαταλέγονται ο Τζον Φ.Κένεντι και η σύζυγός του Τζάκι, ο Γούντι Αλεν, ο Μάικλ Μουρ και ο Αλ Γκορ.

Σήμερα όμως στα μάτια των Γάλλων υπάρχει μόνον ένας καλός Αμερικανός: ο υποψήφιος των Δημοκρατικών Μπαράκ Ομπάμα. Το βιβλίο του «Τhe Αudacity of Ηope» (Η τόλμη της Ελπίδας) έχει μπει στη λίστα των ευπώλητων. Το πρόσωπό του απαντάται παντού, καμιά φορά σε στυλ σοσιαλιστικού ρεαλισμού που θυμίζει Τσε Γκεβάρα.

Μια επιτροπή στήριξής του, η οποία συστάθηκε μέσω Διαδικτύου, έχει ενώσει τους μεγαλύτερους αστέρες της Γαλλίας, όπως τη σχεδιάστρια μόδας Σόνια Ρίκιελ, τον δήμαρχο του Παρισιού Μπερνάρ Ντελανοέ, τον συγγραφέα-φιλόσοφο Μπερνάρ-Ανρί Λεβί και τον Πιερ Μπερζέ, συνοδοιπόρο του εκλιπόντος Υβ Σεν Λοράν.

Στα προβληματικά προάστια του Παρισιού, με τους πολυπληθείς αφρικανικούς και αραβικούς πληθυσμούς και την ευρεία δυσπιστία απέναντι σε ένα πολιτικό σύστημα που έχει δώσει μόνον έναν μαύρο βουλευτή στους 555 που εκπροσωπούν την ηπειρωτική Γαλλία, ο Ομπάμα είναι θρύλος. Η απήχησή του διαπερνά τα κοινωνικά στρώματα.

Η Γαλλία δεν είναι μόνη της σε αυτόν τον ανερχόμενο «πυρετό για τον Ομπάμα». Το ανάλογο πάθος των Γερμανών, για παράδειγμα, δεν είναι μικρότερο. Νομίζω ωστόσο ότι η περίπτωση της Γαλλίας λέει κάτι για την κατάσταση της αμερικανικής πολιτικής και τις προσδοκίες σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η επιτυχής επίθεση κατά των Δημοκρατικών, η οποία ξεκίνησε τη δεκαετία του ΄60 με την έκκληση του Νίξον προς τη « μεγάλη σιωπηλή πλειοψηφία των Αμερικανών », που απεχθάνονταν τους ταραξίες κατά του Βιετνάμ, και εξελίχθηκε στον διασυρμό από τον Μπους των «κουλτουριάρηδων» φιλελεύθερων που «στερούνταν τεστοστερόνης» για το Ιράκ, εξαντλήθηκε.

Οπως επισημαίνει ο Τζορτζ Πάκερ στο πολύ ενδιαφέρον άρθρο του στους «Νew Υork Τimes» με τίτλο «Τhe Fall of Conservatism» (Η πτώση του Συντηρητισμού) η γόνιμη, από πολιτικής απόψεως, πόλωση που έφεραν οι Ρεπουμπλικανοί στην πολιτική με επίκεντρο την στρατιωτική ισχύ, τις οικογενειακές αξίες και το μικρό κυβερνητικό σχήμα, έχει πεθάνει μαζί με την προεδρική θητεία Μπους.

« Οι δημοσκοπήσεις », γράφει, « αποκαλύπτουν ότι οι Αμερικανοί τάσσονται υπέρ της Δημοκρατικής παράταξης σχεδόν για κάθε εσωτερικό θέμα, από την κοινωνική ασφάλειαως την υγειονομική περίθαλψη, την εκπαίδευση και το περιβάλλον ».

΄Η, όπως το έθεσε στον Πάκερ ο Ρεπουμπλικανός σχεδιαστής στρατηγικής Εντ Ρόλινς, «σήμερααν δεν είσαι πλούσιος,αν δεν κατάγεσαι από τον Νότο,ή αν δεν είσαι “αναγεννημένος χριστιανός”, οι πιθανότητες να είσαι Ρεπουμπλικανός είναι ελάχιστες». Δεν αποτελεί έκπληξη λοιπόν το γεγονός ότι η εκστρατεία του Τζον Μακ Κέιν δεν έχει επικεντρωθεί στην πόλωση των συντηρητικών πεποιθήσεων.

Αυτό σημαίνει ότι η γαλλική λατρεία για τον Ομπάμα δεν συνιστά πλέον πολιτικό πρόβλημα. Δεν μπορεί να συνδεθεί από κάποιους, όπως ο Καρλ Ρόουβ, με τον άβουλο ευρωπαϊκό κατευνασμό και τον «σοσιαλισμό». Αν μη τι άλλο, οι Αμερικανοί βλέπουν το ευρωπαϊκό σύστημα υγείας και τα μέτρα για το περιβάλλον ως πιθανά πρότυπα.

Ωστόσο, το διεθνές κύμα καλής θέλησης χρειάζεται σωστό χειρισμό από τον Ομπάμα. Γιατί ο θεόσταλτος «καλός Αμερικανός» δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει τόσο καλός όσο η γαλλική και η διεθνής φαντασία θα ήθελαν. Οι σιωπηλοί Αμερικανοί παραμένουν στις θέσεις τους και δεν είναι τόσο Ευρωπαίοι όσο θα ήθελαν οι Γάλλοι.

Ενα πράγμα που αρέσει στους Γάλλους όσον αφορά τον Ομπάμα είναι οι διακηρύξεις του για διάλογο, ακόμη και με το Ιράν. Ο ίδιος τους προσεχείς μήνες, σε εσωτερικό επίπεδο, πρέπει να αποδείξει πόσο σκληρός είναι σε θέματα εθνικής ασφάλειας. Πρέπει να συνδυάσει την αλλαγή με την αποφασιστικότητα, ακόμη και με την παράδοση. Αυτό μπορεί να σημαίνει την επιλογή ενός λευκού άντρα υποψήφιου αντιπροέδρου με στρατιωτική εμπειρία και απήχηση στους Δημοκρατικούς της εργατικής τάξης.

Ενδέχεται επίσης να σημαίνει περισσότερους «επιθετικούς» λόγους, όπως η ομιλία ενώπιον του φιλοϊσραηλινού λόμπι ΑΙΡΑC, όπου ο γερουσιαστής του Ιλινόι δήλωσε ότι «η Ιερουσαλήμ πρέπει να παραμείνει αδιαίρετη πρωτεύουσα του Ισραήλ» και ότι «η ισραηλινή ταυτότητα και το εβραϊκό κράτος πρέπει να διατηρηθούν» – απορρίπτοντας το «δικαίωμα επιστροφής» των Παλαιστινίων.

Πώς αυτά συνδυάζονται με την ειρήνη είναι άγνωστο. Ο Ομπάμα έχει ανάγκη να κερδίσει τη Φλόριδα και οι Αμερικανοεβραίοι εκεί εκφράζουν τον σκεπτικισμό τους για την αφοσίωσή του στο Ισραήλ.

Οι προσδοκίες διεθνώς έχουν ανέβει τόσο ψηλά ώστε οι διαψεύσεις είναι αναπόφευκτες. Η απόσταση ανάμεσα στην Αμερική όπως τη φαντάζεται η Γαλλία και την πραγματική Αμερική παραμένει μεγάλη.

Βρίσκονται όμως πιο κοντά από ποτέ άλλοτε τις τελευταίες δεκαετίες, δημιουργώντας την πιθανότητα ένας επιδέξιος Ομπάμα να θριαμβεύσει αλλά και ταυτόχρονα να παρασύρει τη διεθνή κοινή γνώμη μαζί του.