Τον περασμένο Δεκέμβριο οι αρχηγοί των κρατών-μελών και των κυβερνήσεων των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) υπέγραψαν στη Λισαβόνα τη Μεταρρυθμιστική Συνθήκη (Reform Τreaty), που στο μέλλον θα αποκαλείται «Συνθήκη της Λισαβόνας». Πρόκειται για τη συνθήκη η οποία συντάχθηκε μετά την αποτυχία της επικύρωσης της Συνταγματικής Συνθήκης από εννέα εκ των είκοσι επτά κρατών-μελών.

Η Συνταγματική Συνθήκη, η οποία είχε συνταχθεί από εκατόν πέντε εκπροσώπους του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου, των εθνικών κοινοβουλίων, των κυβερνήσεων των κρατών-μελών και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, είχε ως σκοπό την απλοποίηση και τον εκσυγχρονισμό του νομικού και θεσμικού πλαισίου της ΕΕ, προκειμένου η Ενωση να αποκτήσει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, διαφάνεια και συνοχή στις εξωτερικές της δράσεις, ώστε να ανταποκριθεί στις ανάγκες της τελευταίας μεγάλης διεύρυνσης και στις απαιτήσεις της νέας εποχής της παγκοσμιοποίησης και της υψηλής τεχνολογίας. Ο συνταγματικός της όμως χαρακτήρας έδωσε την εντύπωση ότι δημιουργεί ένα νέο- ομοσπονδιακής δομής- «κράτος», πράγμα που φόβισε μερικά κράτη-μέλη και τους πολίτες αυτών, με αποτέλεσμα η Συνταγματική Συνθήκη να μην επικυρωθεί από το ένα τρίτο των κρατών-μελών της Ενωσης.

Η ανάγκη όμως απλοποίησης και εκσυγχρονισμού της Ενωσης παρέμενε επιτακτική, γι΄ αυτό οι ευρωπαίοι ηγέτες αποφάσισαν να επιδιώξουν μερικούς από τους στόχους της Συνταγματικής Συνθήκης με τη μέθοδο της αναθεώρησης των ισχυουσών συνθηκών, αποφεύγοντας τις συνταγματικού χαρακτήρα ρυθμίσεις. Ετσι, συντάχθηκε η Μεταρρυθμιστική Συνθήκη, η οποία εγκρίθηκε τον περασμένο Οκτώβριο, υπογράφηκε στις 13 Δεκεμβρίου του 2007 με την ονομασία «Συνθήκη της Λισαβόνας για την τροποποίηση της Συνθήκης ΕΕ και ΕΚ» και αναμένεται να τεθεί σε ισχύ την πρώτη ημέρα του 2009, αν καταστεί δυνατή η επικύρωσή της από όλα τα κράτη-μέλη της Ενωσης εντός του 2008.

Η Συνθήκη της Λισαβόνας αποτελεί ένα θετικό βήμα προς την κατεύθυνση της επιτάχυνσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, πρώτα απ΄ όλα διότι βγάζει την Ενωση από το τέλμα στο οποίο είχε περιέλθει λόγω της μη επικύρωσης της Συνταγματικής Συνθήκης. Περαιτέρω, υιοθετεί σε μεγάλο βαθμό πολλές από τις διατάξεις της Συνταγματικής Συνθήκης, κυρίως αυτές που δεν προκάλεσαν τις αντιρρήσεις των ευρωσκεπτικιστών. Δεν αναφέρει τη λέξη Σύνταγμα ή εκφράσεις συνταγματικού χαρακτήρα. Δεν κάνει λόγο για σημαία, ύμνο και έμβλημα της ΕΕ. Δεν αναφέρεται στη σχέση μεταξύ εθνικού δικαίου των κρατών-μελών και Δικαίου της Ενωσης, παραπέμποντας μόνο στην πάγια νομολογία του Δικαστηρίου των ΕΚ επί του θέματος αυτού. Δεν καθιερώνει το αξίωμα του υπουργού Εξωτερικών της Ενωσης, όπως έκανε η Συνταγματική Συνθήκη.

Από την άλλη πλευρά, ικανοποιεί την ανάγκη για απλοποίηση και προς τούτο συγχωνεύει την Ευρωπαϊκή Ενωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Η Ενωση αντικαθιστά και διαδέχεται την Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Επομένως, στο μέλλον θα υπάρχει μία μόνο οντότητα, η Ευρωπαϊκή Ενωση, η οποία θα διέπεται από τη Συνθήκη της ΕΕ και τη Συνθήκη Λειτουργίας της Ενωσης, όπως μετονομάζεται η Συνθήκη της ΕΚ. Απονέμει νομική προσωπικότητα στην Ενωση, καθώς και αρμοδιότητες προερχόμενες από τα κράτη-μέλη με βάση την αρχή της δοτής αρμοδιότητας. Καθορίζει επακριβώς τους τομείς αποκλειστικής αρμοδιότητας της Ενωσης, καθώς και τους τομείς συντρέχουσας αρμοδιότητας της Ενωσης και των κρατών-μελών. Αναγνωρίζει νομική δεσμευτικότητα στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ενωσης, όπως προσαρμόστηκε τη 12η Δεκεμβρίου 2007 στο Στρασβούργο, χωρίς να τον ενσωματώνει στη Συνθήκη.

Επίσης, η νέα Συνθήκη δημιουργεί το αξίωμα του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου με θητεία δυόμισι ετών, δυνάμενη να ανανεωθεί άπαξ, καθώς και το αξίωμα του ύπατου εκπροσώπου της Ενωσης σε θέματα κοινής εξωτερικής πολιτικής και άμυνας με θητεία πέντε ετών, που ουσιαστικά θα είναι ο υπουργός Εξωτερικών της Ενωσης. Με τα δύο αυτά αξιώματα δίδεται διάρκεια, συνοχή και συνέχεια στην παρουσία της Ενωσης στη διεθνή σκηνή, ώστε να μπορέσει να μεγιστοποιήσει την εμπλοκή της και το ρόλο της στην επίλυση διεθνών ζητημάτων.

Τέλος, στο θεσμικό πλαίσιο προβλέπει τη συγκρότηση της Επιτροπής με μικρότερο αριθμό επιτρόπων, ίσο με τα δύο τρίτα του αριθμού των κρατών-μελών. Καθιερώνει ως κανόνα το σύστημα της ειδικής πλειοψηφίας, που αποτελεί συνδυασμό πληθυσμιακής και αριθμητικής πλειοψηφίας των κρατών-μελών για τη λήψη αποφάσεων στο Συμβούλιο της Ενωσης, καθώς και τη διαδικασία της συναπόφασης του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας της Ενωσης, αναγνωρίζοντας περισσότερες νομοθετικές εξουσίες στο Κοινοβούλιο. Παράλληλα, προβλέπει διατάξεις για την καλύτερη ενημέρωση των εθνικών κοινοβουλίων και την ενδυνάμωση του ρόλου τους στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.

Χωρίς υπερβολή, η Συνθήκη της Λισαβόνας επαναφέρει το χαμόγελο στην Ευρωπαϊκή Ενωση και δίνει ελπίδες ότι το ευρωπαϊκό ενοποιητικό εγχείρημα μπορεί χωρίς εμπόδια να προχωρήσει στο μέλλον, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξουν πάλι προβλήματα ως προς την επικύρωσή της. Πάντως, ο δρόμος της επικύρωσης της Συνθήκης δεν θα είναι ρόδινος, αν ληφθεί υπόψη ότι ο βρετανός πρωθυπουργός ήταν… απασχολημένος και γι΄ αυτό δεν παρέστη στην τελετή υπογραφής της Συνθήκης, αλλά την υπέγραψε δύο ώρες αργότερα, μόνος του.

Αν παρ΄ ελπίδα παρουσιαστούν κράτη-μέλη που δεν θα επικυρώσουν τη νέα Συνθήκη, τότε δεν υπάρχει χρόνος για νέες συζητήσεις, νέες συνθήκες και νέους συμβιβασμούς. Στην περίπτωση αυτή, η πρόταση περί «Ευρώπης των ομόκεντρων κύκλων» πρέπει να προωθηθεί άμεσα. Τα κράτη-μέλη του σκληρού πυρήνα, τα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ, που θέλουν και μπορούν, πρέπει να προχωρήσουν, αφήνοντας πίσω τους διαφωνούντες. Αλλωστε, σύμφωνα με τη ρήση του Χέλμουτ Κολ, οι βραδυπορούντες δεν μπορούν να καθορίζουν τις εξελίξεις…

Ο κ. Π. Ι. Κανελλόπουλος είναι καθηγητής του Δικαίου της ΕΕ στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, καθηγητής ευρωπαϊκής έδρας Jean Μonnet.