Είναι γεγονός ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις στα Σκόπια δεν περνούν και τις καλύτερες μέρες τους μετά τις αποφάσεις του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι και την άσκηση του ελληνικού «βέτο».

Οι εκκλήσεις εθνικιστικών κύκλων, ακόμη και τοπικών κυβερνητικών στελεχών για «μποϊκοτάζ», καθώς και άλλες προσχηματικές κινήσεις των σκοπιανών αρχών, έχουν ήδη αρνητικές συνέπειες.

Ολα αυτά συμβαίνουν αφενός μεν γιατί δεν υπήρξε ένα σαφές στρατηγικό σχέδιο της Ελλάδας για τις επενδύσεις στα Σκόπια και άλλες χώρες των Δυτικών Βαλκανίων σε αντίθεση με ό,τι έκανε η Τουρκία.

Στη φάση αυτή των εθνικιστικών εξάρσεων και της προεκλογικής περιόδου στα Σκόπια είναι φυσικό να ενοχλούνται ορισμένοι τοπικοί παράγοντες και πολιτικοί από το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι από τους κυριότερους ξένους επενδυτές στη χώρα τους με κεφάλαια που ανέρχονται στα 950 εκατ. ευρώ και χρησιμοποίηση 20.000 σκοπιανών υπαλλήλων και εργατών. Σύμφωνα δε με τα επίσημα στοιχεία του ελληνικού Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων στα Σκόπια, από τις 17 μεγαλύτερες ξένες επενδύσεις οι επτά είναι ελληνικές. Είναι επόμενο να φοβούνται ότι οι έλληνες επενδυτές θα καταστούν μοχλός πιέσεως στις αποφάσεις της κυβερνήσεως των Σκοπίων και γι΄ αυτό θέτουν στόχο την προσέλκυση άλλων ξένων επενδυτών.

Παράλληλα κυβερνητικά στελέχη διαφημίζουν υπηρεσίες και προϊόντα ανταγωνιστικά προς τα ελληνικά, ενώ έχουν μεγεθυνθεί οι γραφειοκρατικές δυσκολίες και καθυστερούν οι υποθέσεις ελληνικών επιχειρήσεων. Οι δε έλληνες επιχειρηματίες υποχρεώνονται να αναγνωρίζουν τη FΥRΟΜ ως «Μακεδονία», μη εξαιρουμένων και των ελληνικών επιχειρήσεων δημοσίου συμφέροντος.

Αντί όλων αυτών το κλίμα θα μπορούσε να είναι διαφορετικό αν είχε ακολουθηθεί άλλη πολιτική, ιδίως στον επικοινωνιακό τομέα των μεγάλων οργανισμών και επιχειρήσεων. Από την αρχή δεν έπρεπε να μιλάμε για «διείσδυση» στα Βαλκάνια, αλλά για ανάπτυξη συνεργασίας και φιλίας. Οι ελληνικές επιχειρήσεις θα μπορούσαν να είναι αγωγοί μηνυμάτων σύσφιγξης των σχέσεων μεταξύ των λαών, δίνοντας έμφαση στις πολιτιστικές και μορφωτικές ανταλλαγές. Και όλα αυτά με ένα νέο πνεύμα, χωρίς ταμπού και εθνικιστικές κορόνες. Η ενημέρωση και οι νέες μορφές επικοινωνίας με έμφαση στα ενδιαφέροντα της νεολαίας και σε συνδυασμό με την οικονομική στήριξη ή τη συμμετοχή στην κατασκευή μεγάλων έργων, όπως στον οδικό άξονα «10», θα αποτελούσαν στην πράξη κινήσεις φιλίας και συνεργασίας. Και αυτό γιατί όταν οι λαοί ωριμάζουν και αντιλαμβάνονται την ιστορική αλήθεια και το πραγματικό συμφέρον τους τότε αλλάζουν απόψεις και «λύνουν τα χέρια» των πολιτικών με διαφορετικά ποσοστά προσέγγισης στα δημοψηφίσματα.

* Ο κ. Π. Κοκκόρης είναι οικονομολόγος.