Oι τελικές συνέπειες της οικονομικής κρίσης που πυροδότησε η αυξανόμενη υποθήκευση ακινήτων στις Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν ακόμη ασαφείς, ωστόσο υπάρχει ένα τεράστιο αίτημα για μεγαλύτερη διαφάνεια στις οικονομικές αγορές και για πιο αποτελεσματικό έλεγχο.

Ενα τμήμα των αγορών που δεν υπόκειται στους κανόνες διαφάνειας οι οποίοι διέπουν τη λειτουργία των τραπεζών και των αμοιβαίων κεφαλαίων είναι τα κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου και τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια. Οι πέντε μεγαλύτερες συμφωνίες ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων αφορούν τώρα περισσότερα χρήματα από τους ετήσιους προϋπολογισμούς της Ρωσίας και της Ινδίας μαζί. Τα χρήματα των ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων και των κεφαλαίων αντιστάθμισης κινδύνου ανέρχονται σήμερα σε 1,9 τρισ. ευρώ και αναμένεται να φτάσουν τα 6,3 τρισ. ως το τέλος του 2010. Τα κεφάλαια αυτά έχουν να κάνουν σήμερα κυρίως με τις επενδύσεις από τα συνταξιοδοτικά ταμεία και τα δάνεια από τις τράπεζες και άλλες μη ιδιωτικές πηγές.

Αυτά τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια υπολογίζονται περίπου στα 2/3 όλου του νέου χρέους. Εάν λοιπόν υπάρχει ένα πρόβλημα χρέους – όπως στην κρίση με την αυξανόμενη υποθήκευση ακινήτων στις ΗΠΑ-, πρέπει να συνυπολογίσουμε τον ρόλο των ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων σε αυτό το πρόβλημα. Αποτελούν, εν ολίγοις, τη μεγαλύτερη πρόκληση στην οικονομική σταθερότητα και- εκτός και εάν υπάρχει έλεγχος- ενδέχεται να συμβάλουν σε μελλοντικές κρίσεις.

Τα μεγάλα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια απέδειξαν ότι αποτελούν απειλή για την καλή λειτουργία των εταιρειών, για τα εργατικά δικαιώματα και για την ευρωπαϊκή Συνθήκη της Λισαβόνας (η οποία αποσκοπεί να μετατρέψει την Ευρώπη στην πιο ανταγωνιστική οικονομία παγκοσμίως). Κανονικά, μια εταιρεία αγοράζεται με δάνειο, στη συνέχεια φορτώνεται με το χρέος και την πληρωμή των τόκων, οι εργαζόμενοί της απολύονται και τα περιουσιακά της στοιχεία πωλούνται. Απομυζούν μιαν άλλοτε υγιή και κερδοφόρα εταιρεία για βραχυπρόθεσμο όφελος.

Στη Βρετανία, η Ενωση Αυτοκινήτου (ΑΑ) αγοράστηκε το 2004 μέσω ιδιωτικών επενδυτικών κεφα λαίων. Τα έσοδά της ανέρχονταν σε 95 εκατ. ευρώ και είχε διευρύνει τις υπηρεσίες της με 10.000 προσωπικό. Εκτοτε, τα ετήσια έσοδα αυξήθηκαν στα 240 εκατ. ευρώ, ωστόσο απολύθηκαν 6.000 εργαζόμενοι και τόσο το κόστος όσο και η αναμονή για τα μέλη της Ενωσης που χρειάστηκαν να επιδιορθώσουν τα οχήματά τους αυξήθηκαν.

Στη Δανία, η εταιρεία τηλεπικοινωνιών ΤDC αγοράστηκε από έναν όμιλο εταιρειών επενδυτικών κεφαλαίων το 2005, με το 80% της αγοράς να καλύπτεται με δάνειο. Η αναλογία των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας ως προς τα χρέη της αυξήθηκε ραγδαία από το 18% στο 90%, ενόσω η εταιρεία προχωρούσε σε αύξηση των διαθεσίμων της για μακροπρόθεσμη ανάπτυξη- κάτι που είναι βασικό για τον κλάδο των τηλεπικοινωνιών. Τα διαθέσιμα αυτά τα χρησιμοποιούσε για την αποπληρωμή του χρέους της.

Τα κεφάλαια αυτά είναι φοροαπαλλαγήσιμα, τις περισσότερες φορές επειδή έχουν καταγραφεί ως offshore. Ενας μάνατζερ κεφαλαίων παραδέχθηκε ότι πληρώνει λιγότερο φόρο απ΄ ό,τι η οικιακή βοηθός του. Στις Ηνωμένες Πολιτείες υπολογίζεται ότι τα κεφάλαια αυτά κοστίζουν στη χώρα από 1,2 ως 1,9 δισ. ευρώ- δηλαδή τρεις φορές τον προϋπολογισμό της ΕΕ για ανθρωπιστική βοήθεια.

Τα συνδικάτα στη Βρετανία, στη Γερμανία, στον Καναδά και αλλού έχουν επί μακρόν υπογραμμίσει τις ζημιές που έχει προκαλέσει η διαδικασία εξυγίανσης των εταιρειών. Το ίδιο έχουν κάνει και ανώτεροι πολιτικοί αξιωματούχοι, όπως ο πρώην αντικαγκελάριος της Γερμανίας Φραντς Μιντερφέρινγκ- ο οποίος περιέγραψε τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια σαν «ακρίδες»- και ο βουλευτής Μπάρνεϊ Φρανκ, πρόεδρος της επιτροπής χρηματοπιστωτικών υποθέσεων της Βουλής των ΗΠΑ. Το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα, η Βουλή των Κοινοτήτων στη Βρετανία και το Κοινοβούλιο στην Αυστραλία προχώρησαν σε ελέγχους για αυτά τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια.

Ο Τσάρλι Μακρίβι, ο ευρωπαίος επίτροπος Εσωτερικής Αγοράς, αντιτάχθηκε δυναμικά σε οποιαδήποτε πρωτοβουλία για μεγαλύτερο έλεγχο στα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια και στα κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου. Αυτό όμως γύρισε μπούμερανγκ. Στη Σύνοδο της ΕΕ στη Λισαβόνα, ο βρετανός πρωθυπουργός Γκόρντον Μπράουν, η γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ και ο γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί συμφώνησαν- σε κοινή τους δήλωσηότι χρειάζεται μεγαλύτερη διαφάνεια στις χρηματοοικονομικές αγορές. Σε μια ξεχωριστή κίνηση, ο Μπράουν υποσχέθηκε να κλείσει οποιοδήποτε νομικό «παραθυράκι» που επιτρέπει στους μάνατζερ των κεφαλαίων αντιστάθμισης κινδύνου να αυτοαποκλείονται από την πληρωμή των φόρων.

Oι εταιρείες ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων και κεφαλαίων αντιστάθμισης κινδύνου αντέδρασαν δημοσιεύοντας έναν προαιρετικό κώδικα συμπεριφοράς. Ο Πολ Μάρσαλ, πρόεδρος μιας εταιρείας κεφαλαίων αντιστάθμισης κινδύνου, δήλωσε στην εφημερίδα «Financial Τimes» ότι ευελπιστεί πως ο προαιρετικός αυτός κώδικας συμπεριφοράς για τις εταιρείες «θα μειώσει την ένταση». Αυτό τουλάχιστον ήταν στο πλαίσιο της διαφάνειας.

Κανένας δεν θέλει να δαιμονοποιήσει ή να περιορίσει αναίτια τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια και τα κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου. Τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια θα μπορούσαν να διαδραματίσουν έναν χρήσιμο ρόλο: πρόκειται για τον επαναλαμβανόμενο ισχυρισμό των εταιρειών ότι χρησιμοποιούν τα ιδιωτικά χρήματα για να επενδύσουν σε καινοτόμες και υψηλού κινδύνου νέες εταιρείες. Αυτό αποτελεί ένα μικρό μόνο τμήμα (5%) των εταιρειών ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων. Δεδομένου ότι το μεγαλύτερο εύρος της βιομηχανίας (60%) βασίζεται στη διαδικασία εξυγίανσης και στα υπερβολικά χρέη, το μόνο λογικό θα ήταν να ζητήσουν τα κεφάλαια αυτά να τίθενται υπό διαδικασίες διαφάνειας και να υπόκεινται στη φορολογία που ισχύει για όλους τους άλλους.

Τέλος, τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια πρέπει να ελέγχονται παγκοσμίως. Μπορούμε να εφαρμόσουμε μέτρα σε καθένα από τα κράτη-μέλη της ΕΕ, ωστόσο η συντονισμένη δράση της ΕΕ και των ΗΠΑ θα αποτελούσε ένα ρεαλιστικό εφαλτήριο. Τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια δεν μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς τις δύο αυτές γιγαντιαίες αγορές και θα πρέπει να συμμορφωθούν προς τις απαιτήσεις τους. Η θέληση για δράση υπάρχει στην ΕΕ. Απέναντι στους ηγέτες των τριών μεγαλύτερων οικονομιών της Ευρώπης, ο Τσάρλι Μακρίβι δεν αποτελεί εμπόδιο. Ο σημερινός ένοικος του Λευκού Οίκου είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο στη μεταρρύθμιση, ωστόσο η αλλαγή είναι καθ΄ οδόν.

Παρ΄ όλα αυτά η διαφάνεια και η αποφασιστικότητα δεν αρκούν για την εξυγίανση υπερχρεωμένων εταιρειών, κάτι το οποίο παραμένει το ζητούμενο. Πρέπει να τεθεί ένα όριο σε ό,τι αφορά το ύψος του χρέους που μπορεί να αναλάβει μια επιχείρηση η οποία επιθυμεί να εξαγοράσει μια άλλη. Πρέπει να τροποποιηθεί η νομοθεσία που διέπει τις εξαγορές, τις συγχωνεύσεις και εν γένει τις «εξυγιάνσεις» των επιχειρήσεων. Αυτό το τελευταίο εμπίπτει στην αρμοδιότητα της ΕΕ. Υπάρχει επίσης ανάγκη να προστατευθούν τα συνταξιοδοτικά ταμεία, τα οποία έχουν επενδύσει σήμερα μεγάλα ποσά στα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια. Εν ολίγοις, χρειαζόμαστε ένα κατάλληλο σύστημα εποπτείας στον τομέα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών στην Ευρώπη.

Εχουν ακόμη να ειπωθούν πολλά. Πρέπει να γίνουν σοβαρές συζητήσεις, προκειμένου να επιτευχθούν διακυβερνητικές συμφωνίες των κρατών-μελών της ΕΕ και να ενθαρρύνουμε τις ΗΠΑ να κινηθούν προς την ίδια κατεύθυνση. Για χάρη των συντάξεών μας, των οικονομιών μας, των θέσεων εργασίας και της ευημερίας των χωρών μας, όσο πιο γρήγορα συντελεστεί αυτή η αλλαγή τόσο το καλύτερο.

Ο κ. Πόουλ Νίρουπ Ρασμούσεν είναι πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος και πρώην πρωθυπουργός της Δανίας.