Το νομοσχέδιο της κυβέρνησης για τη μεταρρύθμιση του εθνικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης αποτελεί μια υγιή βάση για ένα δίκαιο και βιώσιμο σύστημα στο πλαίσιο που διαγράφουν οι αρνητικές δημογραφικές εξελίξεις, τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, ιδίως για τους νέους και τις γυναίκες, και η επιδείνωση στην αριθμητική σχέση εργαζομένων- συνταξιούχων στη χώρα μας. Το νομοσχέδιο εγγυάται τη συνέχεια του ασφαλιστικού συστήματος προστατεύοντας στο ακέραιο τις αρχές που το διέπουν: δημόσιος, καθολικός, υποχρεωτικός και αναδιανεμητικός χαρακτήρας, τριμερές μοντέλο χρηματοδότησης, αλληλεγγύη των γενεών.

Πιστεύουμε ότι η ελληνική κοινωνία είναι πλέον αρκετά ώριμη ώστε να μη συζητεί αν χρειάζονται μεταρρυθμίσεις αλλά ποιες δείχνουν ικανές να εγγυηθούν τη βιωσιμότητα και τη μελλοντική ευημερία της κοινωνικής ασφάλισης. Αποσκοπώντας στην εξυγίανση του ασφαλιστικού συστήματος, το νομοσχέδιο υιοθετεί προτάσεις όπως αυτές αποκρυσταλλώθηκαν στον δημόσιο διάλογο στη χώρα μας και βέλτιστες πρακτικές εμπνευσμένες από αντίστοιχες μεταρρυθμίσεις στην υπόλοιπη Ευρώπη: απλοποίηση της νομοθεσίας, ενοποίηση των ασφαλιστικών οργανισμών, αποτελεσματικότερη κεντρική εποπτεία, παροχή κινήτρων για παραμονή στην εργασία και αποθάρρυνση της πρόωρης συνταξιοδότησης.

Το νομοσχέδιο όμως καινοτομεί και στον τομέα της προστασίας της οικογένειας και της μητρότητας εισάγοντας νέα μέτρα και ενισχύοντας τα υφιστάμενα. Προβλέπει για τις εργαζόμενες μητέρες που απασχολούνται στον ιδιωτικό τομέα άδεια προστασίας μητρότητας έξι επιπλέον μηνών μετά τη λήξη της άδειας λοχείας, ανεβάζοντας έτσι τον συνολικό χρόνο στο ένα έτος. Εδραιώνει περαιτέρω τη δοκιμασμένη πρακτική των «baby years», η οποία έχει προσκομίσει οφέλη σε χώρες όπως το Λουξεμβούργο και η Γαλλία, επεκτείνοντας την αναγνώριση πλασματικού χρόνου ασφάλισης για την ανατροφή παιδιών από τα 4,5 έτη που είναι σήμερα στα 5. Ακόμη θεσπίζει για πρώτη φορά καταβολή μειωμένων κατά 50% εισφορών για το πρώτο δωδεκάμηνο απασχόλησης μετά τη γέννηση του κάθε παιδιού. Τα μέτρα αυτά προσφέρουν επιπρόσθετη αρωγή στις εργαζόμενες μητέρες τη στιγμή που χρειάζονται την προστασία αυτή , ήτοι πριν και μετά τον τοκετό και κατά τα πρώτα χρόνια της ανατροφής των παιδιών τους, και όχι ετεροχρονισμένα.

Στο νομοσχέδιο αποτυπώνεται έτσι η βούληση να απελευθερωθεί η εργαζόμενη μητέρα από τις στερεοτυπικές αντιλήψεις για τον ρόλο των φύλων. Ταυτόχρονα το νομοσχέδιο θέτει ως πρότυπο την κατανομή των οικογενειακών βαρών, προάγοντας την ισότητα των φύλων, αφού και ο πατέρας μπορεί να αναγνωρίσει πλασματικό χρόνο ασφάλισης για την ανατροφή τέκνου, αν δεν έχει ήδη αξιοποιήσει η μητέρα τη δυνατότητα αυτή.

Ωστόσο τα μέτρα αυτά είναι η απαραίτητη αρχή και όχι το τέλος της μεταρρύθμισης. Χρειάζονται ακόμη τόποι φύλαξης των παιδιών στους χώρους εργασίας, ενίσχυση των πολύτεκνων οικογενειών, καταπολέμηση της υψηλής ανεργίας, των μισθολογικών ανισοτήτων και των λοιπών διακρίσεων που πλήττουν τις γυναίκες. Για να αποφέρει ουσιαστικά οφέλη η ασφαλιστική μεταρρύθμιση, πρέπει να συνοδευτεί από εκσυγχρονισμό του συνολικού συστήματος κοινωνικής προστασίας.

Η τελευταία έκθεση αξιολόγησης του Εθνικού Προγράμματος Μεταρρυθμίσεων μαρτυρεί πως η Ελλάδα, παρά τις σημαντικές προσπάθειες που έχουν καταβληθεί τα τελευταία έτη, εξακολουθεί να υπολείπεται στους στόχους απασχόλησης και ανταγωνιστικότητας. Κατέχει μάλιστα σήμερα το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στις γυναίκες, 12,6 %, τη στιγμή που ο μέσος όρος στην ευρωζώνη είναι 7,1% και στην ΕΕ συνολικά 8%. Το ποσοστό αυτό βέβαια αντανακλά την ανάγκη αντιμετώπισης των γενικότερων αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης, όπως υψηλή γραφειοκρατία, χαμηλή υιοθέτηση νέων τεχνολογιών, δύσκαμπτη αγορά εργασίας, χαμηλές επιδόσεις στην παιδεία, στη διά βίου εκπαίδευση και στην κινητικότητα του εργατικού δυναμικού, αλλά και την έλλειψη κοινωνικών υποδομών και συνθηκών που επιτρέπουν τη συμφιλίωση οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής.

Από μόνη της η προτεινόμενη ασφαλιστική μεταρρύθμιση δεν μπορεί να αλλάξει την επισφαλή θέση των εργαζομένων και ιδίως των γυναικών στην αγορά εργασίας. Για να επιτύχει, έχει ανάγκη από ένα ευρύτερο κλίμα μεταρρυθμίσεων, κοινωνικής ασφάλειας και επαγγελματικών προοπτικών. Απαιτείται γι΄ αυτό μια σφαιρική αντιμετώπιση του συνόλου των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων της χώρας μας, όπως άλλωστε επιτάσσει η Στρατηγική της Λισαβόνας, με συλλογική προσπάθεια και υπευθυνότητα από όλους τους εμπλεκομένους πολιτικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς φορείς.

Η κυρία Ρόδη Κράτσα-Τσαγκαροπούλου είναι αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.