Τον Φεβρουάριο του 2001, ενώ έκανα έρευνα για το βιβλίο μου με θέμα τους ξεχασμένους πολέμους, συνάντησα τον Ιβάν Ρίος, διοικητή των FΑRC, ο οποίος εκτελέστηκε πρόσφατα από τον δικό του επικεφαλής ασφαλείας και σωματοφύλακα κάπου στα σύνορα ανάμεσα στις επαρχίες Κάλντια και Αντιόκια της Κολομβίας. Οι εφημερίδες έγραψαν ότι ήταν 40 ετών. Στη μνήμη μου ήταν λίγο μεγαλύτερος.

Σε κάθε περίπτωση, ήταν ο νεότερος από τα επτά μέλη της γενικής γραμματείας των Επαναστατικών Ενόπλων Δυνάμεων της Κολομβίας, ή FΑRC. Ηταν επίσης ο πιο καλλιεργημένος της οργάνωσης, ίσως ο πιο έξυπνος, ο μόνος που είχε σπουδάσει στο πανεπιστήμιο στη Μεντεγίν. Προτού περάσει στην παρανομία, τον έλεγαν Μανουέλ Μούνιος Ορτίς, και η σχέση του με τον ανώτατο διοικητή των FΑRC Μανουέλ Μαρουλάντα Βάλες, γνωστό με το παρατσούκλι «Τιροφίχο» («σίγουρο βόλη»), ήταν πολύ στενή. Συγκαταλεγόταν στον εσωτερικό κύκλο του Τιροφίχο. Οπως είπε ο Οσάμα μπιν Λάντεν για έναν άλλο λαμπρό διανοούμενο, τον Σεΐχη Ομάρ, ήταν ένα είδος θετού γιου.

Μπορώ να τον δω τώρα στο υπόγειο καταφύγιό του στο Λος Πόσος, στη μέση της ζούγκλας του Αμαζονίου, να μου ξετυλίγει μία σειρά από γεγονότα που τον οδήγησαν, έναν νεαρό μορφωμένο μαρξιστή, που μεγάλωσε με τον Κάστρο και διάβασε επισταμένως τους γάλλους διανοητές Λουί Αλτουσέρ και Σαρλ Μπετελέμ, να γίνει μέλος σε ένα από τα πιο αιματοβαμμένα αντάρτικα κινήματα στον πλανήτη.

Μπορώ να τον δω: ήρεμο, συγκρατημένο, να εκφράζει τον «ευαίσθητο δολοφόνο» του Καμύ, έναν άνθρωπο που είχε μάθει να υπερνικά τους ενδοιασμούς του. Ηταν σαν ένας Καλιάγεφ (σσ τρομοκράτης ήρωας σε έργο του Καμύ) ο οποίος στα χρόνια της μοναξιάς, της απομόνωσης στη ζούγκλα, της παράνοιας και του σκότους της ψυχής του μετατράπηκε πιθανώς σε άγριο, θυμωμένο Στέπαν Φεντόροφ (σ.σ.: ήρωας στο ίδιο έργο του Καμύ): απάνθρωπο, χωρίς ηθικές αναστολές ή αμφιβολίες.

AP Ο Ιβάν Ρίος, σε φωτογραφία αρχείου

Μπορώ να τον δω ακόμα και σήμερα, με την ισχνή σιλουέτα του, τα χτενισμένα μαλλιά του, το προσεγμένο μούσι του, να μιλάει σαν δάσκαλος που αναλύει μια εξαιρετικά περίπλοκη εξίσωση, να εξηγεί χωρίς την παραμικρή αμηχανία την «βαθιά δικαιοσύνη» των στοχευμένων απαγωγών των FΑRC- της Ινγκριντ Μπετανκούρανάμεσα σε άλλες.

Τον θυμάμαι να μου μιλάει καθώς περπατούσαμε προς το μικρό επαρχιακό αεροδρόμιο όπου αναμενόταν να φτάσει ο Καμίλο Γκόμες, ο ύπατος εκπρόσωπος του Κολομβιανού προέδρου για την ειρήνη. Ο Ρίος επιστράτευσε όλες τις διαλεκτικές του ικανότητες για να με πείσει ότι η καλλιέργεια της κοκαΐνης, η στρατιωτικοποίηση των παράνομων εργαστηρίων όπου γίνεται η επεξεργασία της, η διακίνηση κοκαΐνης και η μαζική εμπορευματοποίησή της στις υπηρεσίες των μητροπόλεων της αμερικανικής αυτοκρατορίας, ήταν όλα ένα είδος αντίστασης στην καταπίεση, ένας τρόπος για τους εξαθλιωμένους χωρικούς, εξουθενωμένους από τους καπιταλιστές, να υπερασπίσουν τον εαυτό τους, μία πολιτικώς ορθή απάντηση στην εξαχρείωση των όρων συναλλαγής μεταξύ Βορρά και Νότου που έχουν επιβάλει οι αμερικανικές επιχειρήσεις. Σπανίως στη ζωή μου έχω συναντήσει τέτοιον εκτροχιασμό της λογικής. Ποτέ δεν είχα έρθει τόσο κοντά σε αυτό το είδος του ιδεολογικού εκφυλισμού, που είχε γίνει το άλλοθι ενός καθαρού γκανγκστερισμού.

Τώρα ο άνθρωπος είναι νεκρός. Κοίταξα τις φωτογραφίες που δημοσίευσε ο Τύπος της Κολομβίας. Το μόνο που απομένει από το πρόσωπό του, όπου κάποτε είδα να περνάει στιγμιαία ένα λαθραίο χαμόγελο, ένα ελαφρώς τρελό μειδίαμα που έσβησε αργά, είναι η μάσκα θανάτου που εξέχει από το λευκό, πλαστικό σεντόνι με το οποίο τυλίχθηκε το σώμα του.

Θυμάμαι να μου δείχνει με μία κομψή κίνηση στον πρόχειρο χάρτη, που ήταν καρφωμένος στον τοίχο του καταφυγίου, τις ζώνες στις επαρχίες Ουίλα και Πουτουμάγιο, όπου προφανώς οι «γκρίνγκος» ραντίζουν με χημικές ουσίες παρόμοιες με αυτές που χρησιμοποίησαν στο Βιετνάμ. Το κομμένο δεξί χέρι του το έφερε ο Πέντρο «Ρόχας» Μοντόγια, ο αντάρτης που τον σκότωσε. Ο Ρόχας έφερε επίσης το διαβατήριο του Ρίος και τον προσωπικό του υπολογιστή στον αξιωματικό της φρουράς του Σαν Ματέο που είχε περικυκλώσει επί εβδομάδες τους FΑRC.

Είναι αλήθεια ότι παραπαίω ανάμεσα σε δύο, όχι, τρία διαφορετικά συναισθήματα: πρώτον, μια κάποια συγκίνηση (γιατί να μην το παραδεχθώ;) καθώς θυμάμαι αυτό το παραπλανημένο μυαλό, αυτό το λαμπρό πνεύμα το οποίο, ακόμη και την ημέρα που τον άκουσα να εκθέτει τις ανυπόφορες σοφιστείες του, ήταν σκοτεινά σαγηνευτικό.

Επειτα, μια πραγματική ικανοποίηση γιατί οι FΑRC, αυτή η συμμορία, αυτή η μαφία έχει υποστεί σειρά απωλειών, με τον θάνατο του Ρίος να έρχεται πολύ σύντομα μετά τον θάνατο του μέλους της γενικής γραμματείας, του Ραούλ Ρέγες, την 1η Μαρτίου, κάτι που μπορεί ενδεχομένως να σημαίνει ότι η αναμενόμενη συνθηκολόγηση των FΑRC πλησιάζει.

Και τέλος, η βασική σκέψη- όχι, πιο πολύ από σκέψη, ο φόβος- σχετικά με την τύχη των ομήρων γενικά και της Ινγκριντ Μπετανκούρ ειδικά, τις ώρες και τις ημέρες που έρχονται. Ποιος μπορεί να προβλέψει την αντίδραση αυτών των άγριων κτηνών, αυτών των σκύλων του πολέμου, όταν θα νιώσουν στριμωγμένοι στη γωνία; Και τώρα- παρά τον τρόμο, τα εγκλήματα, τα βαθιά ριζωμένα λάθη αυτών των χρόνων της τυφλής τρομοκρατίας- ας προσευχηθούμε για την αρχή ενός τελευταίου, του τελευταίου διαλόγου: ενός διαλόγου που θα σώσει τους αθώους.

© ΤΟ ΒΗΜΑ, Τhe Νew Υork Syndicate

Ο κ. Μπερνάρ-Ανρί Λεβί είναι γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του στα ελληνικά είναι το «Αmerican Vertigo» (εκδ. Κέδρος, 2007)