O υπουργός Παιδείας σε συνέντευξή του υποστήριξε πως αν είχε την οικονομική δυνατότητα θα υιοθετούσε το «σύστημα της κάρτας των μαθητών». Με βάση την κάρτα αυτή που αντιπροσωπεύει το ετήσιο κόστος φοίτησης, οι γονείς κάθε παιδιού θα μπορούσαν να επιλέγουν ελεύθερα το σχολείο που ανταποκρίνεται στις ανάγκες και στα ενδιαφέροντα του παιδιού τους και που φυσικά θα έπαιρνε και το αντίτιμο της κάρτας.

Η ελεύθερη επιλογή σχολείου μεταφέρει τη φιλοσοφία και τις αξίες της ελεύθερης αγοράς, δηλαδή την ελεύθερη επιλογή εκπαιδευτικών υπηρεσιών, την ανταγωνιστικότητα και τη διαφοροποίηση των σχολείων, στο πεδίο της εκπαίδευσης, με την προοπτική βελτίωσης της ποιότητας της εκπαίδευσης την οποία φυσικά αδυνατούν να προσφέρουν οι κρατικές παρεμβάσεις.

Η 25ετής και πλέον εφαρμογή του μέτρου αυτού και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού έχει οδηγήσει στη διαφοροποίηση των σχολείων σε δημοφιλή και μη δημοφιλή, πράγμα που συνεπάγεται και διαφοροποίηση κύρους, κατανομής ανθρωπίνων και οικονομικών πόρων και προσδοκιών των παιδιών για το μέλλον. Γονείς που διαθέτουν οικονομικό και μορφωτικό κεφάλαιο μπορούν να αγοράζουν καλύτερη ποιότητα εκπαίδευσης για τα παιδιά τους. Γονείς όμως που αδυνατούν να εκτιμήσουν τη σημασία των εναλλακτικών δυνατοτήτων εκπαίδευσης για τα παιδιά τους ή που δεν διαθέτουν πρόσθετες οικονομικές δυνατότητες εγγράφουν τα παιδιά τους σε σχολεία της γειτονιάς τους. Παράλληλα, μεγάλος αριθμός αιτήσεων για εγγραφές σε δημοφιλή σχολεία- δημόσια, ιδιωτικά- οδηγεί στην επιλογή μαθητών με προοπτικές υψηλής επίδοσης, ώστε να διατηρήσουν τη θέση τους μέσα στο κλίμα του ανταγωνισμού. Η προσδοκώμενη βελτίωση προγραμμάτων και παιδαγωγικών διαδικασιών έχει διαψευστεί. Τα σχολεία υψηλών επιδόσεων δεν αναλαμβάνουν καινοτομίες που είναι δυνατόν να επηρεάσουν το κύρος τους, ενώ τα σχολεία χαμηλών επιδόσεων αδυνατούν να ανεβάσουν το επίπεδο ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου τους. Ο έλεγχος του κράτους δεν μειώθηκε αλλά άλλαξε μορφή και ισχυροποιήθηκε. Καθορίζει τους όρους του παιχνιδιού όπως είναι το περιεχόμενο της μάθησης, τα κριτήρια και τα επίπεδα επίδοσης, ο τρόπος κατανομής των πιστώσεων κ.ο.κ., χωρίς το ίδιο να είναι υπεύθυνο για την ποιότητα της εκπαίδευσης. Η ευθύνη για το ζήτημα αυτό ανήκει στους γονείς που επιλέγουν ελεύθερα τα σχολεία. Ετσι, η Παιδεία δεν αντιμετωπίζεται ως δικαίωμα αλλά ως ελεύθερη επιλογή εκπαιδευτικών υπηρεσιών από τους γονείς.

Οι συνέπειες της ιδεολογίας της ελεύθερης επιλογής είναι προφανείς. Καταλήγει στην εκπαιδευτική ανισότητα που αποτελεί τη χειρότερη μορφή κοινωνικής ανισότητας. Διαιωνίζει, κάτω από τη μάσκα της ουδετερότητας, τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες και υπονομεύει τη βάση της κοινωνικής συνοχής και της δημοκρατίας, ακόμη και την ίδια τη λειτουργία της αγοράς που χρειάζεται κατάλληλα εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό.

Επειδή ανήκω σε εκείνους που έχουν άμεσες εμπειρίες από πολιτικές εκπαιδευτικής ανισότητας, εξαιτίας οικονομικών κυρίως φραγμών, αισθάνομαι μάλλον ευτυχής για την έλλειψη οικονομικών δυνατοτήτων οι οποίες θα επέτρεπαν, στην παρούσα συγκυρία, την υιοθέτηση «εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων» που λειτουργούν εις βάρος της κοινωνικής δικαιοσύνης και προπαρασκευάζουν το έδαφος για την ανάδυση μιας βαθύτατα διαιρεμένης κοινωνίας την οποία κανένας σχεδόν δεν θα επέλεγε συνειδητά για να ζήσουν τα παιδιά του. Θα ευχόμουν, τέλος, ο μεταρρυθμιστικός οίστρος να μην αμφισβητεί χαρακτηριστικά του εκπαιδευτικού μας συστήματος, όπως είναι ο τρόπος εγγραφής των παιδιών στα σχολεία, που θα ζήλευαν πολλά άλλα εκπαιδευτικά συστήματα. Η γενική αναφορά σε μεταρρυθμίσεις δεν με συγκινεί. Με συγκινούν οι μεταρρυθμίσεις που βελτιώνουν ουσιαστικά τους κοινωνικούς θεσμούς μας.

Ο κ. Θ. Νταλάκας είναι παιδαγωγός.