Oντας βαθιά απογοητευμένοι από την πολιτική της κυβέρνησης Μπους, πολλοί άνθρωποι και κυβερνήσεις στην Ευρώπη ελπίζουν ότι έπειτα από τις επερχόμενες προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ θα υπάρξει ριζική αλλαγή στην αμερικανική εξωτερική πολιτική. Αλλά θα χρειαστεί ένα μεσαίου μεγέθους πολιτικό θαύμα προκειμένου να μη διαψευστεί αυτή η ελπίδα. Και ένα τέτοιο θαύμα δεν πρόκειται να συμβεί, όποιος κι αν εκλεγεί.

Η κυβέρνηση Μπους διέπραξε πολλές γκάφες στην εξωτερική πολιτική της, οι οποίες είχαν πολλαπλές συνέπειες. Ωστόσο δεν ήταν ο Μπους που «ανακάλυψε» τον αμερικανικό μονομερή τρόπο δράσης ούτε και το διατλαντικό ρήγμα μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Ασφαλώς ενίσχυσε και τις δύο αυτές τάσεις αλλά οι γενεσιουργές αιτίες βρίσκονται σε αντικειμενικούς ιστορικούς παράγοντες: δηλαδή στο γεγονός ότι η Αμερική αποτελεί τη μοναδική υπερδύναμη από το 1989, καθώς και στην αδυναμία που έχει επιφέρει στον εαυτό της η Ευρώπη.

Οσο η Αμερική παραμένει η μοναδική υπερδύναμη, ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ δεν θα είναι ούτε ικανός ούτε πρόθυμος να μεταβάλει το βασικό πλαίσιο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.

Θα είναι βεβαίως σημαντικό το ποιος θα κερδίσει την προεδρία: θα είναι ένας υποψήφιος ο οποίος αναμένεται να συνεχίσει την εξωτερική πολιτική του Μπους ή κάποιος έτοιμος για μια νέα αρχή;

Στην πρώτη περίπτωση το διατλαντικό ρήγμα θα βαθύνει δραματικά. Τέσσερα ή οκτώ ακόμη χρόνια αμερικανικής πολιτικής «α λα Μπους» θα επιφέρουν τέτοια ζημιά στην ουσία της διατλαντικής συμμαχίας που θα απειληθεί η ίδια της η ύπαρξη.

Αλλά αν ο επόμενος πρόεδρος αποφασίσει να ακολουθήσει νέα κατεύθυνση, η εξωτερική πολιτική της χώρας ενδεχομένως να γίνει και πάλι λιγότερο μονόπλευρη, περισσότερο επικεντρωμένη στους διεθνείς θεσμούς και συμμαχίες και πρόθυμη να επαναφέρει τη σχέση μεταξύ στρατιωτικής ισχύος και διπλωματίας πίσω στην ιστορική αναλογία τους. Αυτά είναι τα καλά νέα.

Τα άσχημα νέα είναι ότι ακόμη και υπό αυτές τις ευοίωνες συνθήκες, οι ΗΠΑ, όντας παγκόσμια δύναμη, δεν θα εγκαταλείψουν τη μονόπλευρη εφαρμογή της εξωτερικής πολιτικής τους ούτε θα λησμονήσουν την ισχύ τους και την «πεποίθησή» τους ότι υπερτερούν μεταξύ των εθνών.

Ακόμη μία δόση κακών (ή καλών;) νέων είναι ότι μία λιγότερο μονόπλευρη αμερικανική πολιτική θα εντείνει τις πιέσεις στους Ευρωπαίους να αναλάβουν μεγαλύτερη ευθύνη στη διαχείριση διεθνών κρίσεων και επίλυσης συγκρούσεων- στο Αφγανιστάν, στο Ιράν, στο Ιράκ, στη Μέση Ανατολή, στον Καύκασο, στη Ρωσία καθώς και σχετικά με το μέλλον της Τουρκίας. Σε αυτή την κοινή ατζέντα, οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να προσθέσουν την Αφρική, τις κλιματικές αλλαγές και τη μεταρρύθμιση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και του παγκόσμιου συστήματος εμπορίου.

Εδώ και πολύ καιρό η Ευρώπη υποτιμά την ισχύ και τη σημασία της. Το γεωπολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό βάρος της Ευρώπης είναι προφανές. Κι όμως, η ενοποίηση των συμφερόντων κυρίαρχων κρατών μέσω κοινών θεσμών θα μπορούσε να αποτελέσει παράδειγμα για τον περισσότερο υπόλοιπο κόσμο.

Ιδίως ο τρόπος με τον οποίο η Ευρώπη, στη διαδικασία διεύρυνσής της, έχει προβάλει την ισχύ της για να επιτύχει διαρκή ειρήνη σε όλη την ήπειρο και ο τρόπος που ενίσχυσε την ανάπτυξη ενοποιώντας ολόκληρες οικονομίες, κράτη και κοινωνίες, εντός του θεσμικού πλαισίου της. Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει το μοντέλο για τη διαμόρφωση μιας νέας συνεργατικής τάξης πραγμάτων για τον 21ο αιώνα.

Αυτό το σύγχρονο, προοδευτικό και ειρηνικό μοντέλο είναι μοναδικό και ανώτερο όλων των άλλων προσεγγίσεων στα θεμελιώδη ζητήματα πολιτικής τάξης.

Αλλά το «θα μπορούσε» δεν σημαίνει ότι «θα το κάνει». Η παγκόσμια επιρροή της Ευρώπης παραμένει μικρή εξαιτίας των εσωτερικών διενέξεων και της έλλειψης ενότητας, η οποία κάνει την Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) αδύναμη και περιορίζει την ικανότητά της για δράση. Αντικειμενικά ισχυρή, υποκειμενικά αδύναμη: έτσι μπορεί να περιγραφεί η παρούσα κατάσταση της ΕΕ.

Η τρέχουσα περίοδος της αμερικανικής αδυναμίας συμπίπτει με ένα διεθνές πολιτικό περιβάλλον το οποίο καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τα όρια της ισχύος των ΗΠΑ, την αναποτελεσματικότητα της Ευρώπης και την εμφάνιση νέων παγκόσμιων γιγάντων όπως η Κίνα και η Ινδία.

Εν όψει αυτών των εξελίξεων έχει άραγε ακόμη νόημα να μιλάμε για τη «Δύση»; Πιστεύω ότι έχει, μάλιστα τώρα περισσότερο από ποτέ, διότι το ρήγμα μεταξύ της Ευρώπης και της Αμερικής αφήνει τις δύο πλευρές πολύ λιγότερο ισχυρές σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η μονόπλευρη «υπερεπέκταση» (overstretching) της αμερικανικής ισχύος προσφέρει ευκαιρία για νέο ξεκίνημα στις σχέσεις ΗΠΑ- Ευρώπης. Η Αμερική σε μεγαλύτερο βαθμό απ΄ ό,τι στο παρελθόν θα εξαρτάται από ισχυρούς εταίρους και θα αναζητεί τέτοιες συνεργασίες.

Οπότε τι περιμένουν οι Ευρωπαίοι; Γιατί να μην ξεκινήσουν τώρα και να ξεπεράσουν την παραδοσιακή ένταση που υπάρχει μεταξύ του ΝΑΤΟ και της ΕΕιδίως όταν η γαλλική πολιτική προς το ΝΑΤΟ υπό τον πρόεδρο Νικολά Σαρκοζί κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση; Η τακτική κοινή παρουσία του Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ και του αρμοδίου για την εξωτερική πολιτική της ΕΕ στα συμβούλια και των δύο οργανισμών δεν απαιτεί πολύ χρόνο ή κόπο.

Γιατί λοιπόν να μην ξεκινήσουν συνομιλίες ΕΕ- ΗΠΑ σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο, με τον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ να συμμετέχει σε θέματα ασφαλείας; Αυτό θα μπορούσε να γίνει, για παράδειγμα, προσκαλώντας τον αμερικανό υπουργό Εξωτερικών και άλλα μέλη της κυβέρνησης, όπως τον υπουργό Οικονομικών ή τον διοικητή της Υπηρεσίας Περιβαλλοντικής Προστασίας, να παρακαθήσουν αρκετές φορές στη διάρκεια κάθε έτους στα ανάλογα όργανα της ΕΕ. Γιατί να μην έχουμε θεσμοθετημένες ετήσιες συναντήσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του προέδρου των ΗΠΑ;

Περιοδικές συναντήσεις μεταξύ των αρμόδιων επιτροπών του αμερικανικού Κογκρέσου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου θα ήταν επίσης εξαιρετικά σημαντικές, αφού και τα δύο σώματα θα χρειαστεί στο τέλος να κυρώσουν τις ίδιες διεθνείς συνθήκες και συμφωνίες. Η τύχη του Πρωτοκόλλου του Κιότο θα έπρεπε να αποτελέσει μάθημα για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Καμία από αυτές τις διαβουλεύσεις μεταξύ της ΕΕ και των ΗΠΑ δεν χρειάζεται νέες συμφωνίες για να πραγματοποιηθεί, οπότε θα μπορούσαν να ξεκινήσουν χωρίς προεργασία.

Οι Ευρωπαίοι μπορούν από σήμερα να είναι βέβαιοι για ένα πράγμα σχετικά με την προεκλογική εκστρατεία στις ΗΠΑ: με μια λιγότερο μονόπλευρη εξωτερική πολιτική από μέρους της Ουάσιγκτον, η Ευρώπη δεν θα ταξιδεύει αμέριμνη στα πολιτικά απόνερα της Ουάσιγκτον για πολύ καιρό ακόμη. Και αυτό είναι καλό. Η νέα διατλαντική φόρμουλα θα πρέπει να είναι: μεγαλύτερη επιρροή στη διαδικασία λήψης αποφάσεων σε αντάλλαγμα για μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης.

© Ρroject Syndicate/Ιnstitute for Ηuman Sciences, 2008

Ο κ. Γιόσκα Φίσερ, πρώην υπουργός Εξωτερικών και αντικαγκελάριος της Γερμανίας από το 1998 ως το 2005, ηγήθηκε του κόμματος των Πρασίνων επί περίπου 20 έτη.