Η απάντηση στο ερώτημα αν η κοινή πολιτική της ευρωζώνης στον χώρο των δημοσίων οικονομικών, της νομισματικής και της συναλλαγματικής πολιτικής έχει μεγαλύτερο όφελος ή ζημιά για κάθε χώρα-μέλος, παραπέμπει κατ΄ αρχάς στην ικανοποίηση κάποιων συνθηκών. Χρειάζεται άλλη μία φορά να απαριθμήσουμε τα οφέλη από την ΟΝΕ. Διευκόλυνση του διακρατικού εμπορίου αγαθών και υπηρεσιών, συγκρίσιμες τιμές μεταξύ χωρών, ολοκλήρωση των χρηματοπιστωτικών αγορών, αποφυγή ανταγωνιστικών υποτιμήσεων, μηδενισμός του εισαγόμενου πληθωρισμού, περισσότερες επενδύσεις κτλ.

Στην περίπτωση, όμως, κατά την οποία κάποιες προϋποθέσεις δεν ικανοποιούνται, τότε από τη συμμετοχή στην ΟΝΕ προκύπτει ένα μεγάλο κόστος και τα προαναφερόμενα οφέλη μειώνονται ή εκμηδενίζονται. Οσο μεγαλύτερη είναι η απόκλιση της μεμονωμένης οικονομίας από τον ευρωπαϊκό μέσον όρο τόσο μικρότερα είναι τα οφέλη από τις κοινές πολιτικές και σε συγκεκριμένες περιπτώσεις μπορεί το κόστος να απεικονίζεται στην ανταγωνιστικότητα, στο εξωτερικό ισοζύγιο και τέλος στην ανάπτυξη.

Αν και το διάστημα από τη συμμετοχή της χώρας μας στην ΟΝΕ δεν μπορεί να θεωρηθεί ικανοποιητικό για να ελέγξει κανείς την ικανοποίηση αυτών των προϋποθέσεων, ωστόσο ύστερα από επτά χρόνια μπορούμε να εξετάσουμε τον βαθμό σύγκλισης σε μια σειρά μακροοικονομικών επιδόσεων οι οποίες χρησιμοποιούνται για την απεικόνιση του βαθμού σύγκλισης και να καταλήξουμε σε χρήσιμα συμπεράσματα.

Συγκεκριμένα, εξετάζοντας τις πληθωριστικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με αυτές των ευρωπαϊκών μας εταίρων βλέπουμε ότι υπάρχει μια μόνιμη απόκλιση η οποία μάλιστα διευρύνεται. Το ίδιο συμβαίνει στην αγορά εργασίας, όπου η συσσωρευμένη απόκλιση του μοναδιαίου κόστους εργασίας στην Ελλάδα σε σχέση με τον μέσον όρο της ευρωζώνης είναι περίπου 15%. Επίσης στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, ενώ το σύνολο των εισαγωγών από την ΕΕ το 2000 αντιπροσώπευε το 55% των συνολικών ελληνικών εισαγωγών, το 2006 υποχώρησε στο 53%. Αντίστοιχα οι ενδοκοινοτικές εξαγωγές από 62% το 2000 περιορίστηκαν στο 54% το 2006. Τα παραπάνω επιχειρήματα μπορούν κατ΄ αρχάς να στηρίξουν μια επιχειρηματολογία σχετικής απόκλισης της ελληνικής οικονομίας. Το γεγονός αυτό δεν είναι κατ΄ ανάγκη μεμπτό όταν η ελληνική οικονομία βρίσκει τρόπους με τους οποίους μπορεί να αμβλύνει το κόστος από την εφαρμογή των ενιαίων οικονομικών πολιτικών.

Αυτό, όμως, που είναι μεμπτό είναι να συνεχίζουμε να πιστεύουμε ως κοινωνία ότι η διαδικασία απόκλισης ενός κράτους-μέλους της ΟΝΕ είναι χωρίς κόστος. Προκειμένου να μην επιβεβαιωθούν αυτοί που ισχυρίζονται ότι τo ευρώ μείωσε τους βαθμούς ελευθερίας της οικονομικής πολιτικής χωρίς να προσθέσει τίποτε στην ανταγωνιστικότητα και στις δομικές αλλαγές της οικονομίας, η πρόοδος των μεταρρυθμίσεων και η απελευθέρωση της λειτουργίας των αγορών αποτελούν μονόδρομο.

Ο κ. Διονύσης Χιόνης είναι καθηγητής των Οικονομικών στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.