Η σύντομη αλλά πληθωρική παρουσία του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου στο τιμόνι της ελλαδικής Εκκλησίας θα μείνει στην ιστορία όχι μόνο για τη γνωστή επικοινωνιακή του στρατηγική. Σε καθαρά εκκλησιαστικό και θεολογικό επίπεδο η συμβολή του θα μείνει ανεξίτηλη για το άνοιγμα της Εκκλησίας στην κοινωνία, για την προώθηση της μαρτυρίας της Ορθοδοξίας στον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο και για τον αγώνα του για τη λειτουργική αναγέννηση της Εκκλησίας (πληρέστερη συμμετοχή του λαού στη λατρεία, ανάγνωση του Ευαγγελίου από μετάφραση κ.ά.).

Ο εκλιπών ιεράρχης ήταν πεπεισμένος ότι η Εκκλησία επιτελεί το σωστικό της έργο όχι με εκείνα που συνήθως πράττει, ούτε με εκείνα που λέγει, αλλά κυρίως με αυτό που είναι. Το είναι της Εκκλησίας ταυτίζεται με το όραμα ενός καινούργιου κόσμου διαφορετικού από τον φθαρτό και συμβατικό στον οποίο ζούμε, το όραμα Βασιλείας του Θεού. Το όραμα όμως αυτό, πέρα από υπερβατική και προσδοκώμενη στα έσχατα πραγματικότητα, αποτελεί εν ταυτώ και εναλλακτική πρόταση ζωής, την οποία οφείλει να καταθέτει ως ζωντανή «μαρτυρία» στον κόσμο.

Είναι σε όλους γνωστή η πρόσκλησή του στη νεολαία να ενταχθεί όπως είναι, χωρίς δηλαδή τις απαγορευτικές δεσμεύσεις του παρελθόντος, στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας. Είναι επίσης σε όλους γνωστή η προσπάθειά του να βελτιώσει τις σχέσεις με την Καθολική Εκκλησία και το ΠΣΕ, παρά τις λυσσαλέες επιθέσεις που δέχτηκε από ακραίους συντηρητικούς κύκλους. Η επιλογή του να δεχτεί την προσκυνηματική επίσκεψη του Πάπα στην Αθήνα και κυρίως να την ανταποδώσει πριν από έναν περίπου χρόνο, αλλά και η φιλοξενία στην Αθήνα του παγκόσμιου ιεραποστολικού συνεδρίου, με την επακόλουθη επίσκεψη στην έδρα του ΠΣΕ, είναι τα εμφανή σημεία αυτού του οράματος, που ορισμένοι- ευτυχώς ελάχιστοι- θα επιθυμούσαν πιθανώς να ανατρέψουν.

Ο διάδοχός του καλείται να συνεχίσει αυτό του το έργο. Να επεκτείνει δηλαδή τον διάλογο και τη λειτουργική αναγέννηση, προωθώντας ακόμη περισσότερο τη διαφάνεια και τη συμμετοχικότητα στην εκκλησιαστική ζωή. Η συνοδικότητα, για την οποία μιλούν πολλοί, είναι καιρός να επεκταθεί και πέραν της ιεραρχίας, φτάνοντας σε όλα τα επίπεδα του εκκλησιαστικού βίου: στην ενορία, στις μητροπόλεις, στη λειτουργική ζωή, στην απονομή δικαιοσύνης, ακόμη και στη διοίκηση και στη διαχείριση των οικονομικών της. Οπως τονίζει ο απόστολος Παύλος πρέπει να «προνοούμεν καλά ου μόνον ενώπιον κυρίου, αλλά και ενώπιον ανθρώπων» (Β΄ Κορ 8,21).

Ο κ. Π. Βασιλειάδης είναι πρόεδρος του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ και της Παγκόσμιας Συνομοσπονδίας Θεολογικών Σχολών.