Είτε το σκάνδαλο του DVD-γκέιτ έχει μονοπωλήσει το ενδιαφέρον των δημοσιογράφων και τις σελίδες των εφημερίδων, είτε τα ελληνικά μίντια θεώρησαν άνευ μεγάλης σημασίας την είδηση της πρόσληψης του Τόνι Μπλερ από την αμερικανική τράπεζα JΡ Μorgan, με ετήσιες απολαβές ύψους 5 εκατ. δολαρίων τον χρόνο.

Με εξαίρεση κάποια μονόστηλα, ορισμένα ειρωνικού χαρακτήρα, δεν διάβασα ούτε μεγάλες αναλύσεις ούτε απόψεις για το γεγονός ότι ο ιδεολογικός πατέρας της λεγόμενης νέας Ευρωπαϊκής Αριστεράς και πρωθυπουργός επί μία δεκαετία της Βρετανίας επελέγη από έναν από τους ιστορικότερους και μεγαλύτερους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς του κόσμου, γνωστού σε εμάς από το σκάνδαλο των δομημένων ομολόγων, πρωταγωνιστή της σημερινής πιστωτικής κρίσης και μεγαλύτερου δανειστή του βρετανικού κράτους από το 1925.

Ισως οι περισσότεροι το βρήκαν απολύτως φυσιολογικό: Τι κακό υπάρχει αν το έργο ενός τόσο μεγάλου statesman αναγνωρίζεται και ανταμείβεται από την αγορά; Και τι κακό υπήρχε όταν ανάλογη αναγνώριση είχε ο δεύτερος πυλώνας της μετασοσιαλδημοκρατίας, ο Γκέραρντ Σρέντερ, όταν φεύγοντας από τη γερμανική καγκελαρία ανέλαβε, με ετήσιες αποδοχές 1.000.000 ευρώ, σύμβουλος του ρωσικού γίγαντα ενέργειας Gazprom, για τον αγωγό φυσικού αερίου της Βαλτικής;

Ο τρίτος της παρέας που διαφέντευε τον κόσμο τη δεκαετία του 1990, ο Μπιλ Κλίντον, παρέμεινε εκτός του ιδιωτικού τομέα, ίσως γιατί κερδίζει περισσότερα πουλώντας ομιλίες ανά τον κόσμο, ίσως γιατί εργαζόταν για την επιστροφή στον Λευκό Οίκο, στο πλευρό της συζύγου του Χίλαρι.

Στη διεθνή σκηνή, αλλά και στη μικρή Ελλάδα, η πόρτα που χωρίζει την πολιτική και το κράτος με τις μπίζνες ανοιγοκλείνει και προς τις δύο πλευρές όλο και πιο συχνά.

Σε αυτή την ώσμωση μεταξύ χρήματος και πολιτικής το πρώτο αγοράζει πρόσωπα που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και προνομιακές διασυνδέσεις στις χώρες τους, ενώ η πολιτική τάξη αποκτά σχέσεις, υποστηρικτές για την καριέρα τους και επαγγελματικές διεξόδους όταν την εγκαταλείπουν.

Καταπατώντας έτσι τη θεμελιώδη αρχή του ίδιου του φιλελευθερισμού (για τον οποίον κόπτονται): το δημόσιο συμφέρον και το ιδιωτικό δεν συμπίπτουν στους στόχους, στους μηχανισμούς, στη λειτουργία, στις μεθόδους. Μπορεί η μετα-Αριστερά να απέτυχε να καταργήσει τις διαχωριστικές γραμμές στην κοινωνία, αλλά το πέτυχε σε αυτές που χωρίζουν τις μπίζνες με την πολιτική.

vmoulopoulos@dolnet.gr