Είναι γνωστή η βεμπεριανή διάκριση ανάμεσα στους τρεις τύπους εξουσίας, της νόμιμης, της παραδοσιακής και της χαρισματικής εξουσίας. Η νόμιμη εξουσία εδράζεται σε μία νόμιμα κατεστημένη αλλά απρόσωπη τάξη, η παραδοσιακή εξουσία εδράζεται στην επικυρωμένη θέση εξουσίας του αρχηγού η οποία δεσμεύεται από την παράδοση, ενώ η χαρισματική εξουσία εδράζεται στο χάρισμα και στην προσωπική εμπιστοσύνη που εμπνέει ο ηγέτης.

Αυτοί οι τρεις τύποι εξουσίας δεν αποτελούν παρά ιδεότυπους με τη βεμπεριανή έννοια και σπάνια υπάρχουν αυτοτελώς, αντίθετα τους χαρακτηρίζει η συνύπαρξη. Εκείνος ο τύπος ηγέτη που ασκεί μία ιδιαίτερη γοητεία και προκαλεί ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ο χαρισματικός τύπος ηγέτη.

Συνήθως η χαρισματική ηγεσία εμφανίζετα ι σε στιγμές κρίσης του πολιτικού συστήματος, όταν το τελευταίο πρέπει να ξεπεραστεί ή να αναπροσαρμοστεί σε νέες ιστορικές, πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Ο Ρούζβελτ, ο Ντε Γκωλ, ο Φρανσουά Μιτεράν, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο Βίλι Μπραντ είναι μερικά παραδείγματα ηγετών που μέσα σε ένα πλαίσιο νόμιμης εξουσίας έδρασαν χαρισματικά και προσάρμοσαν το κοινωνικοπολιτικό σύστημα σε νέα δεδομένα εμφυσώντας νέα πνοή σε αυτό, ανεξάρτητα αν συμφωνούμε ή όχι ιδεολογικά με τον καθένα από αυτούς. Ηταν ηγέτες που εμφάνιζαν στοιχεία οράματος, προσέφεραν νέες κατευθύνσεις και αναγνώριζαν τον περιορισμό ή την ανεπάρκεια του κοινωνικοπολιτικού συστήματος μέσα στο οποίο δρούσαν ιστορικά. Γεννούσαν πάθη, αντιπαλότητες, αλλά κυρίως λατρεύτηκαν, ανανέωσαν τους κομματικούς τους σχηματισμούς ή ίδρυσαν εξαρχής νέους. Τους διέκρινε λοιπόν το όραμα και η τάση υπέρβασης της μέχρι τότε λειτουργίας του συστήματος.

Μέσα σε στιγμές κρίσης όπως η σημερινή τι πιο λογικό από την αναμονή της εμφάνισης αυτού του τύπου ηγεσίας. Ωστόσο η σημερινή ιστορική πραγματικότητα τείνει να διαψεύσει μία τέτοια προσδοκία. Εχουμε ηγέτες που προκαλούν το ενδιαφέρον, μιλούν για τάξη και ηθική παρέμβαση, στηρίζουν τον «νόμο» και τους μηχανισμούς εξουσίας, αλλά δύσκολα διακρίνει κανείς στον πολιτικό τους λόγο στοιχεία μιας νέας πορείας και ενός σαφούς πολιτικού προτάγματος που να δίνει έναν νέο ορίζοντα και μία ελπίδα υπέρβασης της συνεχώς βιούμενης κρίσης που χαρακτηρίζει τον οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό χώρο. Κατά την άποψή μου βρισκόμαστε μπροστά σε μία νέα μορφή εξουσίας, τη μεταχαρισματική εξουσία.

Μεταχαρισματικός είναι ο ηγέτης που τραβά το ενδιαφέρον στις προσωπικές του στιγμές και στην κοινωνική ζωή του. Ο μεταχαρισματικός ηγέτης βλέπει ως λύση λειτουργίας του πολιτικού συστήματος την ενίσχυση των υφισταμένων παραγωγικών και κατασταλτικών θεσμών. Απαντά στην κρίση αντιπροσώπευσης με την τυπική λειτουργία των θεσμών αρνούμενος να ανιχνεύσει νέες μορφές θεσμικής οργάνωσης που θα ενσωματώνουν ευρύτερα κοινωνικά στρώματα στη λειτουργία των πολιτικών θεσμών. Χαρακτηρίζεται συνήθως από ηθικοπλαστικό λόγο, ενδιαφέρεται για το «φαίνεσθαι» και αδιαφορεί για το «είναι», οι παρεμβάσεις του είναι αποσπασματικές, οριοθετημένες από δημοσκοπικές τεχνικές και οι ενέργειές του προκαθορίζονται από τεχνικές επικοινωνίας, συμβατές με την εικόνα star των μέσων επικοινωνίας. Ο μεταχαρισματικός ηγέτης δεν παρεμβαίνει αποφασιστικά στο ιστορικό γίγνεσθαι, αλλά προσπαθεί να επιπλεύσει στο επίπλαστο εννοιολογικό σύμπαν των νέων τεχνολογιών επικοινωνίας. Δρα αμυντικά φοβούμενος το κόστος και βασίζεται στο αυτονόητο και στο δεδομένο. Η μεταχαρισματική ηγεσία είναι μία βαθύτατα συντηρητική ηγεσία και κινείται στον αντίποδα της χαρισματικής.

Σίλβιο Μπερλουσκόνι, Νικολά Σαρκοζί είναι τα έμβια αρχέτυπα αυτού του τύπου της μεταχαρισματικής ηγεσίας. Στα καθ΄ ημάς ο Κ. Καραμανλής τείνει να προσεγγίσει αυτόν τον τύπο της μεταχαρισματικής ηγεσίας. Συντήρηση του κατεστημένου, αδυναμία έκφρασης ενός συγκροτημένου πολιτικού προτάγματος, ηθικοπλαστικός λόγος, στέρηση οράματος, λαγνεία των δημοσκοπικών αναλύσεων και παιχνίδι με την προσωπική και οικογενειακή του εικόνα σε προεκλογικές περιόδους. Αντίθετα η πολιτική εικόνα του Γ. Παπανδρέου θα πρέπει να ερμηνευθεί μέσα από το πρίσμα του δευτερογενούς χαρίσματος, το οποίο οφείλει να μετατρέψει σε πρωτογενές.

Ο κ. Γ. Τσιάμης είναι δρ Κοινωνικής Ψυχολογίας- κοινωνιολόγος, σύμβουλος επικοινωνίας.