Η άρνηση του Βρετανικού Μουσείου να επιστρέψει τα Γλυπτά του Παρθενώνα στην Ελλάδα δεν προκάλεσε ιδιαίτερη έκπληξη στους παρατηρητές που παρακολουθούν από πιο κοντά την εξέλιξη του μεγάλου αυτού θέματος τα τελευταία χρόνια.

Ο έλληνας πρωθυπουργός μπορεί να επεσήμανε ότι η ολοκλήρωση της ανεγέρσεως του Νέου Μουσείου Ακροπόλεως (για το οποίο γράφτηκαν ύμνοι στον διεθνή Τύπο, ενώ το σχέδιο του Μπερνάρ Τσουμί δεν φαίνεται να έχει προκαλέσει ανάλογο ενθουσιασμό και στους έλληνες επισκέπτες του καινούργιου κτίσματος…) εξουδετερώνει και το τελευταίο επιχείρημα όσων αρνούνται να ικανοποιήσουν το ελληνικό αίτημα. Αλλά για τους βρετανούς φίλους μας η δήλωσή του απευθύνθηκε σε ώτα μη ακουόντων.

Είναι αλήθεια, φυσικά, ότι κάποτε είχαν χρησιμοποιήσει και αυτό το επιχείρημα. Αλλά ήταν απλά ένα από τα αρκετά επιχειρήματα που κατά καιρούς προέβαλλαν για να καλύπτουν ή να δικαιολογούν την πάγια αρνητική στάση τους.

Τα προμηνύματα για τη στάση αυτή της Γηραιάς Αλβιώνος ήταν εφέτος έντονα από την αρχή της χρονιάς, έστω κι αν διπλωματικότατα οι βρετανοί εκπρόσωποι ήταν πιο προσεκτικοί στις ελληνοβρετανικές συνομιλίες, υπό την αιγίδα της UΝΕSCΟ. Στη δημόσια συζήτηση που είχε διοργανώσει η UΝΕSCΟ στο Παρίσι, στις 5 Φεβρουαρίου, με θέμα «Μνήμη και παγκοσμιότητα: νέα διακυβεύματα για τα μουσεία», ο διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου Νιλ Μακ Γκρέγκορ επεχείρησε να θεμελιώσει τη διάκριση για τα παγκόσμιας εμβέλειας μουσεία, που είναι για όλους προσβάσιμα, ως «δανειστικές βιβλιοθήκες», και που ανταποκρίνονται στην εικόνα πολυπολιτισμικών κοινωνιών, όπως ισχύει για το Βρετανικό Μουσείο σε σχέση με τη βρετανική κοινωνία. Ο κ. Μακ Γκρέγκορ ανέπτυξε τη θεωρία ότι είμαστε όλοι κληρονόμοι των παγκόσμιων πολιτιστικών αγαθών και ότι, εφόσον το Βρετανικό Μουσείο συγκεντρώνει συλλογές που εκπροσωπούν διάφορα κράτη των οποίων κοινότητες διαβιούν στη Βρετανία, δεν υπάρχει κανένας λόγος μετακινήσεως των πολιτιστικών αγαθών τους από το Λονδίνο. Και έδωσε έμφαση στις επιχειρήσεις δανεισμού των αγαθών, που έχει διευκολυνθεί με την ανάπτυξη της τεχνολογίας. Με την τεράστια ανάπτυξη των μεταφορών, ισχυρίστηκε, κανένα αγαθό δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είχε εγκατασταθεί σε κάποιον χώρο, εφόσον είναι δυνατόν να μεταφέρεται ανά τον κόσμο σε περιοδεύουσες εκθέσεις!.. Στην ίδια συζήτηση, η αυστραλή υπεύθυνη Δεοντολογίας (!) του Συμβουλίου των Μουσείων (ΙCΟΜ) κ. Μπέρνις Μέρφι ενυπνιάστηκε λύση των σχετικών προβλημάτων, με τη δυνατότητα ψηφιακού επαναπατρισμού των αγαθών στις χώρες προελεύσεώς τους, που θα μπορούσαν να επανακτήσουν την κληρονομιά τους με ψηφιακά αντίγραφα!..

Η συζήτηση, που χαρακτηρίστηκε από γαλλικές εφημερίδες κωμική, μεταφέρθηκε έτσι από την ερώτηση «ποιος έχει την ιδιοκτησία του αγαθού;» στο «ποιος μπορεί να εξασφαλίζει την καλύτερη πρόσβαση;», ενώ τα υπόλοιπα αποτελούν, κατά τη «Liberation», μάχες οπισθοφυλακής.

Οι αντιδράσεις στις θεωρίες που αναφέρθηκαν ήταν, φυσικά, εντονότατες. Και επειδή η UΝΕSCΟ είχε διοργανώσει αυτή τη συζήτηση και προέκυψαν ερωτηματικά κατά πόσον ο παγκόσμιος οργανισμός μετεκινείτο έτσι εκ του πλαγίου από τη βασική του πολιτική για την επιστροφή των πολιτιστικών αγαθών στις χώρες προελεύσεώς τους, οι μόνιμες αντιπροσωπείες της Ελλάδας, της Ινδίας, της Ιταλίας και άλλων κρατών-μελών της UΝΕSCΟ προέβησαν σε σειρά διαβημάτων στον ιάπωνα γενικό διευθυντή του oργανισμού κ. Κοϊχίρο Ματσούουρα. Ο κ. Ματσούουρα απάντησε στα διαβήματα αυτά στις 12 Ιουνίου, με τη διαβεβαίωση ότι η UΝΕSCΟ δεν μεταβάλλει καθόλου την πολιτική της και ότι η διεθνής σύμβαση του 1970 για την επιστροφή των αγαθών αποτελεί πάντοτε τη βάση της.

Η Ινδία, η Ελλάδα, η Ιταλία και έξι άλλα κράτη-μέλη της UΝΕSCΟ έφεραν τελικά το ζήτημα και στη φθινοπωρινή Γενική Διάσκεψη του οργανισμού, κατά την οποία 42 εκπρόσωποι κρατών-μελών παρενέβησαν στη συζήτηση στην Επιτροπή Πολιτιστικών Υποθέσεων. Η απόφαση της Διασκέψεως ήταν ομόφωνη: Εμμονή στην εφαρμογή των διεθνών συμβάσεων του 1970 και του 1995 και απόρριψη κάθε θεωρίας ψηφιακού επαναπατρισμού.

Ο κ. Νιλ Μακ Γκρέγκορ δεν έδειξε ωστόσο να συγκινείται. Γνωρίζοντας ότι οι διεθνείς συμβάσεις δεν έχουν αναδρομική ισχύ και ότι η UΝΕSCΟ δεν έχει παρά μόνο την ηθική δύναμη να επηρεάσει την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα, σε συνέντευξή του της 1ης Νοεμβρίου, στην έγκυρη γαλλική εφημερίδα «Le Μοnde», μεταξύ άλλων, ανέφερε:

Μπορεί κανείς να αμφισβητήσει την αγορά των Γλυπτών του Παρθενώνα από τον λόρδο Ελγιν, όμως τα γλυπτά αυτά διατηρήθηκαν στην Αγγλία. Ο Παρθενώνας από τον 17ο αιώνα είναι ένα ερείπιο που δεν μπορεί να ανασυσταθεί, κομμάτια του είναι διασκορπισμένα και ακόμη και αυτά που βρίσκονται στην Ελλάδα φυλάσσονται σε μουσείο.

Η Εκθεση των Γλυπτών του Παρθενώνα στο Βρετανικό Μουσείο έφερε το βρετανικό κοινό για πρώτη φορά σε επαφή με τα πρωτότυπα ελληνικά έργα που ως τότε ήταν γνωστά από τα ρωμαϊκά αντίγραφα. Το γεγονός αυτό λειτούργησε θετικά για την εικόνα της Ελλάδας στη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης.

Η ελληνική κυβέρνηση αρνείται να αναγνωρίσει ότι το Βρετανικό Μουσείο είναι ο ιδιοκτήτης των Γλυπτών του Παρθενώνα και αυτό είναι που καθιστά αδύνατον κάθε διάλογο. Αυτό βέβαια δεν αναιρεί τη δυνατότητα η βρετανική πλευρά να δανείζει στην Ελλάδα και να δανείζεται από αυτήν διάφορα εκθέματα. Η τελευταία δήλωση της εκπροσώπου του Βρετανικού Μουσείου βρίσκεται ουσιαστικά στο ίδιο μήκος κύματος με τις συνεχείς προηγούμενες τοποθετήσεις του διευθυντή του. Και μπορεί δύσκολα πια να αμφισβητηθεί η διαβεβαίωση του υπουργού Πολιτισμού κ. Μ. Λιάπη ότι η Ελλάδα θα αποδείξει πως μπορεί να προστατεύσει με τον καλύτερο τρόπο τους θησαυρούς της, αλλά το κατά πόσον το στοιχείο αυτό και το Νέο Μουσείο Ακροπόλεως (με το γιγάντιο έργο της μεταστεγάσεως των εκθεμάτων) θα αρκέσουν για να κάμψουν την αντίδραση των Βρετανών εξακολουθεί να δημιουργεί ερωτηματικά. Οι ως τώρα ενδείξεις παραμένουν, δυστυχώς, αρνητικές. Οι ελληνοβρετανικές συνομιλίες μπορεί να συνεχισθούν (η Ελλάδα επανεξελέγη για τέταρτη συνεχή φορά μέλος της Επιτροπής Επιστροφής των Πολιτιστικών Αγαθών της UΝΕSCΟ), αλλά όσο δεν αποδίδουν αποτέλεσμα η ειδική αίθουσα για την έκθεση της ανατολικής ζωφόρου του Παρθενώνα στο καινούργιο Μουσείο της Ακροπόλεως θα παραμένει κενή. Μονάχα μια πολύ μεγαλύτερη πίεση της διεθνούς κοινής γνώμης, που αντιμετωπίζει κατ΄ αρχήν ευνοϊκά την επιστροφή των Ελγινείων, θα ήταν δυνατόν να επηρεάσει. Θα μπορούσαμε, άραγε, αυτή την πίεση να την εξασφαλίσουμε; Σε κάθε περίπτωση χρειάζεται να συνεχίσουμε τον αγώνα προς την κατεύθυνση αυτή εντονότερα, συστηματικότερα και αποτελεσματικότερα.

Ο κ. Γ. Ν. Αναστασόπουλος είναι πρόεδρος της Γενικής Διασκέψεως της UΝΕSCΟ.