Τον 19ο αιώνα οι υποδομές που συνέβαλαν στην ανάπτυξη ήταν ο σιδηρόδρομος και ο ηλεκτρισμός, ενώ τον 20ό αιώνα, αντίστοιχα, ήταν τα οδικά δίκτυα και οι τηλεπικοινωνίες. Μεγάλη συζήτηση γίνεται για το ποιες είναι οι υποδομές της ψηφιακής εποχής, του 21ου αιώνα.

Οι υποδομές ευρυζωνικής δικτύωσης αντιμετωπίζονται από αρκετά αναπτυγμένα κράτη ως οι κύριες αναπτυξιακές υποδομές του 21ου αιώνα. Αυτό συμβαίνει γιατί η ευρυζωνικότητα επιδρά σημαντικά στην εκπαίδευση, στην υγεία, στη δημόσια διοίκηση, στην έρευνα, στην καινοτομία, στην ψυχαγωγία, στην οικονομία και γενικά σε όλους τους τομείς που καθορίζουν την ευημερία και την πρόοδο μιας κοινωνίας.

Πριν από 60 χρόνια τα περισσότερα νοικοκυριά και επιχειρήσεις δεν είχαν ηλεκτρική παροχή. Ταυτόχρονα όμως τα κράτη πραγματοποιούσαν σημαντικές επενδύσεις για τη δημιουργία δικτύων διανομής ηλεκτρικού ρεύματος προκειμένου να εξασφαλιστεί η δυνατότητα σύνδεσης στο ηλεκτρικό δίκτυο όλων των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων σε όλη τη χώρα, αν και μέχρι τότε ο ηλεκτρισμός χρησιμοποιούνταν μόνο για τον φωτισμό. Η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος αντιμετωπίστηκε δηλαδή ως εθνική υποδομή και δημόσιο αγαθό (δες και στο www.re-public. gr/? cat=51). Τη δεκαετία του 1950 δεν ήταν ορατό ποιο θα είναι το αποτέλεσμα αυτής της μεγάλης επένδυσης. Χρειάστηκε να περάσουν δεκαετίες για να αντιληφθούμε τα οφέλη αυτής της προσπάθειας. Τις επόμενες δεκαετίες πλημμύρισαν τα σπίτια μας από κάθε είδους ηλεκτρικές συσκευές.

Μετέωρη η «χρυσή μετοχή»
Σήμερα είμαστε θεατές μιας σειράς κινήσεων που υπονομεύουν το μέλλον του ΟΤΕ. Εχουμε οδηγηθεί από την αναζήτηση στρατηγικού επενδυτή στην αγωνία του ποιος και πόσες μετοχές ελέγχει και πώς τις χρησιμοποιεί. Η αποτυχία της κυβερνητικής πολιτικής στις τηλεπικοινωνίες, σε συνδυασμό με την έλλειψη στρατηγικής από τη διοίκηση του ΟΤΕ, οδήγησε στη σημερινή εικόνα. Σήμερα το ελληνικό Δημόσιο κατέχει περίπου το 28% του ΟΤΕ και η ΜΙG το 19%. Η ΜΙG είναι ο μεγαλύτερος μετά το ελληνικό Δημόσιο μέτοχος του ΟΤΕ, ένας μέτοχος ο οποίος δεν έχει χαρακτηριστικά στρατηγικού επενδυτή και δεν δίνει καμία προοπτική στον ΟΤΕ. Η επίκληση της «χρυσής μετοχής» από το ελληνικό Δημόσιο για τον έλεγχο του ΟΤΕ είναι επισφαλής. Αυτή η εμπλοκή δεν δίνει καμία προοπτική στις μεγάλες προκλήσεις και δεν απαντά στα ερωτήματα που θέτει ο διάλογος που γίνεται παγκοσμίως. Σήμερα στο επίκεντρο του δημοσίου διαλόγου σε πολλές χώρες είναι θέματα σχετικά με τα δίκτυα πρόσβασης επόμενης γενιάς, με το πώς θα αυξηθεί η χρήση ευρυζωνικών υπηρεσιών, με το πώς θα εγκατασταθεί οπτική ίνα κ.λπ. Το μεγάλο στοίχημα της εγκατάστασης οπτικών ινών για τη σύνδεση των κτιρίων αναμένεται να επηρεάσει σημαντικά την οικονομία, την απασχόληση, την εκπαίδευση, την έρευνα, την υγεία και τον τρόπο που θα έχουμε πρόσβαση στις νέες υπηρεσίες τις επόμενες δεκαετίες. Η Ιαπωνία και η Κορέα κινούνται θεαματικά προς αυτή την κατεύθυνση. Οι ΗΠΑ έχουν αντιληφθεί τον κίνδυνο τεχνολογικής υστέρησης και κάνουν διορθωτικές κινήσεις. Η Αυστραλία πρωτοτυπεί και ιδρύει υπουργείο Ευρυζωνικότητας με στόχο να «πάει» την οπτική ίνα σε κάθε σπίτι, με αρχικό κεφάλαιο 5 δισ. δολάρια. Στην Ευρώπη γίνεται μεγάλη συζήτηση. Στη Μεγάλη Βρετανία συζητούν πόσα χρόνια θα χρειαστούν για να μπουν οπτικές ίνες παντού, πόσο θα στοιχίσει αυτό (εκτιμούν περίπου 15 δισ. στερλίνες), ποιος και πώς θα το υλοποιήσει και πώς θα επηρεαστεί η ανάπτυξη της χώρας.

Η χώρα μας σήμερα χρειάζεται ένα μεγάλο αναπτυξιακό έργο τηλεπικοινωνιακών υποδομών που θα παρέχει σύνδεση με οπτική ίνα στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις, σε όλες τις πόλεις της χώρας. Ενα έργο αντίστοιχο με αυτά της κατασκευής των εθνικών οδών, των αεροδρομίων, των λιμανιών και των άλλων μεγάλων υποδομών που έγιναν στην Ελλάδα τις προηγούμενες δεκαετίες. Ενα τέτοιο έργο απαιτεί όραμα, προσπάθεια, επιμονή, χρόνο και πόρους. Ενα τέτοιο έργο θα βάλει τη χώρα στη νέα ψηφιακή εποχή, δημιουργώντας τις γρήγορες ψηφιακές λεωφόρους μέσα από τις οποίες θα διακινούνται ψηφιακά αγαθά και υπηρεσίες. Αυτή η υποδομή θα επηρεάσει σημαντικά τη θέση της χώρας στο παγκόσμιο γίγνεσθαι που διαμορφώνεται σήμερα. Η καθυστέρηση στην ανάπτυξη μιας τέτοιας υποδομής θα έχει αρνητικές συνέπειες για τη θέση της Ελλάδας στην παγκόσμια ψηφιακή οικονομία.

Δομικός διαχωρισμός
Τα θέματα που αφορούν αυτή τη νέα δημόσια υποδομή, την ευρυζωνικότητα, θα έπρεπε να μας απασχολούν και εμάς στην Ελλάδα. Θα έπρεπε να συζητάμε πώς θα διασφαλιστεί ο δημόσιος χαρακτήρας αυτών των νέων τηλεπικοινωνιακών υποδομών, υποδομών ανοικτών, με ισότιμη πρόσβαση από όλους τους παρόχους ευρυζωνικών υπηρεσιών. Να προτείνουμε τρόπους και λύσεις οι οποίες θα είναι αποτελεσματικές. Μία τέτοια λύση είναι ο δομικός διαχωρισμός (structural separation). Δηλαδή ο ΟΤΕ να χωριστεί στα δύο, σε μία εταιρεία ελεγχόμενη από το Δημόσιο, η οποία θα έχει την ιδιοκτησία και τη διαχείριση των υποδομών, και μία δεύτερη εταιρεία που η μετοχή της θα είναι διαπραγματεύσιμη στο Χρηματιστήριο και θα έχει ως αντικείμενο την παροχή τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών. Η πρώτη (δημόσια ελεγχόμενη) εταιρεία θα αναλάβει να υλοποιήσει τη μεγάλη πρόκληση εγκατάστασης του εθνικού δικτύου οπτικών ινών σε συνεργασία με την τοπική αυτοδιοίκηση, που λειτουργεί ανάλογα δίκτυα κοινής ωφελείας.

Η πρόταση αυτή πρέπει να συζητηθεί και να εφαρμοστεί συγκροτημένα όσο το ιδιοκτησιακό καθεστώς του ΟΤΕ το επιτρέπει. Κάθε ημέρα που περνά κάνει το πρόβλημα πιο περίπλοκο. Οφείλουμε να ανοίξουμε τη συζήτηση με στόχους την υιοθέτηση μιας αποτελεσματικής λύσης για τη διαφύλαξη, την προάσπιση και την κατοχύρωση του δημοσίου συμφέροντος. Αυτή η συζήτηση πρέπει να μας οδηγεί στην κατοχύρωση της περιουσίας του ελληνικού λαού και στη διασφάλιση του δημοσίου χαρακτήρα των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας στις τηλεπικοινωνίες και στις υποδομές εθνικής σημασίας για την Ελλάδα.

Ο κ. Θ. Καρούνος είναι ερευνητής στο Εργαστήριο Βέλτιστου Σχεδιασμού Δικτύων της Σχολής Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Η/Υ στο ΕΜΠ.

Ο κ. Χ. Μπούρας είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Μηχανικών Η/Υ και Πληροφορικής του Πανεπιστημίου Πατρών.