Τα τελευταία δέκα χρόνια οι αναπτυγμένες χώρες διαμόρφωσαν την οικονομική τους πολιτική έχοντας δεδομένη τη σταθερότητα των τιμών και τους μικρούς ρυθμούς πληθωρισμού.

Το τελευταίο χρονικό διάστημα όμως μια σειρά συγκυριών μπορούν να ανατρέψουν αυτή την κατάσταση και να τροφοδοτήσουν αυξήσεις των τιμών και τη διαμόρφωση πληθωριστικών προσδοκιών. Παρ΄ όλες τις ενέργειες των κεντρικών τραπεζών τα προβλήματα ρευστότητας στις αγορές διογκώνονται.

Οι καταγεγραμμένες και οι υπολογιζόμενες ζημίες των χρηματοπιστωτικών οργανισμών δεν μπορούν να αφορούν αποκλειστικά τη χρηματοοικονομική ρευστότητα και πολύ σύντομα θα επηρεάσουν και τους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας. Δεδομένης λοιπόν αυτής της κατάστασης, είναι λογικό να υποθέσουμε ότι θα υπάρξει μια πιστωτική περιστολή η οποία μπορεί να τροφοδοτεί την άνοδο των τιμών για σημαντικό χρονικό διάστημα.

Στο παραπάνω περιβάλλον πρέπει να προσθέσουμε την ανατίμηση των πρώτων υλών, του πετρελαίου αλλά και των δημητριακών. Εξετάζοντας τις εγχώριες πληθωριστικές επιδόσεις από την ημερομηνία υιοθέτησης του ευρώ ως σήμερα βλέπουμε ότι υπάρχει μια σταθερή απόκλιση σε σχέση με τον πληθωρισμό των εμπορικών μας εταίρων. Από το 2000 ως και το α΄ εξάμηνο του 2007 κάθε χρόνο ο ελληνικός πληθωρισμός υπερβαίνει τον αντίστοιχο των κυρίως εμπορικών μας εταίρων στην ΕΕ κατά ένα εύρος τιμών που κυμαίνεται από 0,5 ως 1,5%.

Σε αυτό το πλαίσιο είναι λογικό να υποθέσουμε ότι οι πληθωριστικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα θα είναι ακόμη μεγαλύτερες από αυτές των εμπορικών μας εταίρων. Η εξαγωγική βάση αποτελείται από προϊόντα χαμηλής εισοδηματικής ελαστικότητας, με ελάχιστη διαφοροποίηση και επιπλέον τα προϊόντα αυτά απευθύνονται σε ευρωπαϊκές αγορές. Στην περίπτωση αυτή η τιμή πώλησης αποτελεί ένα βασικό στοιχείο της ανταγωνιστικότητάς τους. Ετσι, το γεγονός της πληθωριστικής υπέρβασης θα επιδεινώσει το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο τρόπος άσκησης της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ και των διακυμάνσεων της συναλλαγματικής ισοτιμίας στην ΕΕ υλοποιούνται λαμβάνοντας υπόψη τις συνολικές μακροοικονομικές επιδόσεις. Αν μια οικονομία παρουσιάζει μικρότερες ή μεγαλύτερες επιδόσεις στον πληθωρισμό από τον μέσο όρο τότε η νομισματική πολιτική μετατρέπεται σε ένα μεγάλο πρόβλημα. Διαγράφεται κατ΄ αυτό τον τρόπο μια άλλη πηγή αβεβαιότητος στο οικονομικό περιβάλλον που προέρχεται από την ενδεχόμενη αύξηση του πληθωρισμού. Το ενδεχόμενο αυτό υπογραμμίζει για άλλη μια φορά την ανάγκη για οικονομικές πολιτικές που στοχεύουν στη διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και διαρθρωτικών αδυναμιών ώστε η οικονομία να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει μια επιδείνωση του οικονομικού περιβάλλοντός της.

Ο κ. Δ. Χιόνης είναι καθηγητής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.