Το περιστατικό στα Ζωνιανά φέρνει την ελληνική κοινωνία μπροστά σε ένα πρόβλημα που φαίνεται ότι αρνείται να δει την ύπαρξή του. Δηλαδή ότι στην Ελλάδα του 21ου αιώνα υπάρχουν περιοχές όπου ο νόμος του Κράτους έρχεται σε σύγκρουση με ισχυρούς άτυπους κανόνες ρύθμισης των κοινωνικών σχέσεων. Δεν πρόκειται όμως για φαινόμενα παράδοξα ή συνδεδεμένα με «κακές έξεις» του πληθυσμού. Συγκεκριμένα, το περιστατικό στα Ζωνιανά αποκαλύπτει ένα σοβαρό πρόβλημα που σχετίζεται με τον μετασχηματισμό κλειστών κοινωνιών σε θυλάκους ασυλίας του οργανωμένου εγκλήματος. Εδώ δεν πρόκειται για γραφικές ιδιαιτερότητες των κατοίκων της Κρήτης (που αποτελεί απλά ένα παράδειγμα επικαιρότητας, αλλά δεν είναι το μοναδικό στην Ελλάδα), ούτε το ζήτημα είναι σκόπιμο να αντιμετωπισθεί ως τέτοιο.

Ο,τι συμβαίνει αυτές τις ημέρες είναι ένα παράδειγμα του πώς οι πολιτισμικές ιδιαιτερότητες και συνήθειες μιας μερίδας πληθυσμού μπορούν να αποτελέσουν τρόπους επιβίωσης «εν παρανομία» σε μια ραγδαία και συνεχώς μεταβαλλόμενη πραγματικότητα. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι σύνηθες φαινόμενο η σύγχυση ανάμεσα σε παραδοσιακές αντι-κρατικές συλλογικές αντιλήψεις που προτάσσουν το προσωπικό και τοπικό συμφέρον, και σε συναινέσεις απέναντι στην πιο εξελιγμένη μορφή παρανομίας, όπως το οργανωμένο έγκλημα. Δεν πρόκειται όμως για μηχανιστικές διαδικασίες, αλλά για στάσεις που θεμελιώνονται σε πραγματικές κοινωνικές ανάγκες, σχέσεις εξουσίας και τοπικά συμφέροντα.

Το παζλ τέτοιων φαινομένων έχει κατά κανόνα οικονομική βάση που διατηρείται σε γκρίζα ζώνη, υπό το πρόσχημα της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας. Ετσι, ένα κοινό νήμα φαίνεται ότι συνδέει τους παράνομους της περιοχής του Μυλοποτάμου με τους θρυλικούς «βασιλείς των ορέων» του 19ου αιώνα και του Μεσοπολέμου, και αυτό είναι το σύστημα πελατειακών σχέσεων που εξακολουθεί να αποτελεί εξωθεσμικό πόλο συναίνεσης για το πολιτικό μας σύστημα. Πουθενά στον κόσμο το οργανωμένο έγκλημα δεν μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς αυτή την παράμετρο. Αρα το πρόβλημα, όπως υποστήριζε και ένας παλιός αξιωματικός της Χωροφυλακής (ο Γ. Κροκίδας) στα μέσα του 19ου αιώνα, δεν αντιμετωπίζεται διά της «εκτάκτου κινήσεως φουσάτων, επιβαρυνόντων και καταθλιβόντων αδιακρίτως τους πολίτας…». Διότι, πράγματι, το πρόβλημα δεν έγκειται μόνο στο αν η Αστυνομία μπορεί να έχει πρόσβαση ή παρουσία στον χώρο ούτε αν θα κατασχέσει μερικές εκατοντάδες δενδρύλλια καννάβεως. Αλλά στο αν η έρευνα μπορεί να οδηγήσει εμπεριστατωμένα σε δίκη και υπό ποιες συνθήκες και μετά τις εφόδους η ζωή των ανθρώπων θα γίνει καλύτερη. Και από αυτή την άποψη οι αστυνομικές έφοδοι ή ακόμη και η εγκατάσταση αστυνομικού σταθμού στα Ζωνιανά μόνο περαιτέρω προβλήματα μπορούν να δημιουργήσουν. Η ελληνική κυβέρνηση μοιάζει να διαπράττει σύνηθες λάθος: να μετατρέπει ένα κοινωνικοπολιτικό πρόβλημα σε αστυνομική υπόθεση. Αντίθετα, σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική αλλά και την εγκληματολογική θεωρία, ανάλογα προβλήματα λύνονται μέσα από την αποδιάρθρωση των οικονομικών και κοινωνικοπολιτικών βάσεων στήριξης τέτοιων φαινομένων. Δηλαδή, με την τόνωση και ρύθμιση της νόμιμης οικονομίας, τον έλεγχο διανομής οικονομικών πόρων (και επομένως την αναδιανομή πλούτου στην περιοχή), την πολιτιστική ανάπτυξη και την παροχή δυνατοτήτων πρόσβασης των πληθυσμών στις κοινωνικές και οικονομικές δομές, χωρίς την ανάγκη προσφυγής στο πελατειακό σύστημα κάθε είδους. Προϋπόθεση για αυτό είναι η αποκάλυψη του εύρους των εγκληματικών δικτύων που στηρίζουν και τροφοδοτούν συλλογικές αυτονομήσεις από το κράτος. Διότι στην εποχή μας θα ήταν αφελές να πιστέψει κανείς ότι όλο το πρόβλημα περιορίζεται σε μια αντιπαλότητα με τις Αρχές για λόγους διοικητικής διάρθρωσης της περιοχής ή ότι όλο το εγκληματικό φαινόμενο της περιοχής των Ζωνιανών (που, επαναλαμβάνω, θεωρώ ότι αποτελούν απλά ένα παράδειγμα ανάμεσα σε άλλα στην Ελλάδα) συρρικνώνεται στην καλλιέργεια ινδικής καννάβεως. Τα οργανωμένα δίκτυα παρανομίας συνήθως ασχολούνται με πολύ επικερδέστερες παράνομες επιχειρήσεις, όπως όπλα, αρχαιοκαπηλία, παράνομη μετανάστευση κτλ. Απαραίτητη συνθήκη για όλα αυτά είναι αφενός η διαμόρφωση ενός εκτελεστικού πυρήνα ενόπλων που εμπλέκεται άμεσα στην παρανομία και αφετέρου η δημιουργία δικτύων σχέσεων στήριξης, διοχέτευσης κερδών και παροχής ασυλίας- ατιμωρησίας. Η κοινωνική καθυστέρηση, η εκμετάλλευση του λαϊκού πολιτισμού και των πατροπαράδοτων αξιών για τη συνεχή αναπαραγωγή των σχέσεων «πατρωνίας» σε τοπικό επίπεδο, η τρομοκράτηση των φιλήσυχων αγροτών και η υπόσχεση και παροχή διευκολύνσεων άσχετων με το έγκλημα ευνοούν τη διατήρηση τέτοιων δικτύων. Αν όμως η παρουσία του κράτους σε μια περιοχή με ισχυρές παραδόσεις περιορίζεται στον τοπικό πολιτευτή και στην Αστυνομία, τότε πολύ δύσκολα θα αποκατασταθεί η ειρήνη, και κυρίως έπειτα από πολύ αίμα και βία.

Πρακτικά επομένως προβάλλουν ορισμένα ερωτήματα:

– Πώς γίνεται (και υπό ποιες συνθήκες) και οι οπλοφόροι του 21ου αιώνα στην Κρήτη και αλλού αποτελούν παράνομο μεν, αλλά κοινωνικά αποδεκτό «επαγγελματικό κλάδο»;

– Ο έλεγχος των όπλων μήπως θα ήταν προσφορότερη λύση από την αποστολή των ειδικών μονάδων;

– Με δεδομένο ότι είναι ευρέως αποδεκτό πως σε τέτοια δίκτυα παρανομίας είναι κρίσιμο το οικονομικό στοιχείο, για ποιον λόγο προτάσσονται τα «φουσάτα» των μελλοντικών θυμάτων αστυνομικών, αντί μιας πολιτικής ελέγχων της τοπικής οικονομίας, προέλευσης των κερδών, ελεγχόμενων παρακολουθήσεων όχι των παράνομων φορτίων αλλά της διοχέτευσης των «πακέτων» παράνομα κτηθέντων χρημάτων, που ενδεχομένως συνδέονται με ελλείψεις του θεσμικού πλαισίου ενίσχυσης του γεωργικού τομέα; – Η εξάπλωση τέτοιων δικτύων ταυτόχρονα συμβάλλει στην καλλιέργεια αποκλεισμών κυρίως σε κοινωνικά καθυστερημένες ομάδες, ενισχύοντας έτσι τη συνοχή τους: τι μας κάνει να πιστεύουμε ότι ο περίφημος «νόμος της σιωπής» από τη στιγμή που ταυτίζεται με κώδικες τιμής, οικογενειακές εξαρτήσεις και συγγενικές σχέσεις, θα σπάσει αν αυτοί που ενδεχομένως θα ήταν διαθέσιμοι να συνεργασθούν με τις Αρχές δεν νιώσουν συνολικά ασφαλείς;

Το περιστατικό στα Ζωνιανά μας δείχνει όμως και κάτι άλλο: ότι η κατασταλτική τροπή της αντεγκληματικής πολιτικής τα τελευταία χρόνια και όλα αυτά τα «σεμινάρια» περί οργανωμένου εγκλήματος, εγκληματικότητας του δρόμου και μικρο-εγκληματικότητας, που στοχοποίησαν μετανάστες, νέους, μικροαπατεώνες και μικροεγκληματίες, και έστρεψαν το ενδιαφέρον στις πόλεις και στο διασυνοριακό έγκλημα, σε τίποτε δεν απέτρεψαν τη δημιουργία πραγματικών οργανωμένων εγκληματικών επιχειρήσεων ανά την Ελλάδα, για τις οποίες εξακολουθεί να επικρατεί σιωπή στην κοινωνία όταν δεν επικρατεί συγκάλυψη. Ενδιαφέρει όμως κανέναν γιατί τα πράγματα εξελίχθηκαν έτσι;

Η κυρία Σοφία Βιδάλη είναι επίκουρη καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.