Σας έχουν πει να δίνετε στα παιδιά σας οργανική τροφή, επειδή δεν έχει φυτοφάρμακα, τα οποία ενδεχομένως να προκαλούν καρκίνο. Είναι αλήθεια ότι υπάρχει μια σχέση μεταξύ των χημικών και των ασθενειών, ωστόσο ο κίνδυνος είναι ελάχιστος σε όλες τις καλά οργανωμένες χώρες.

Υπάρχει μια άλλη απειλή, για την οποία δεν σας έχουν ενημερώσει. Ενας από τους καλύτερους τρόπους για να αποφύγετε τον καρκίνο είναι να τρώτε πολλά φρούτα και λαχανικά. Τα οργανικά προϊόντα είναι κατά 10%-20% ακριβότερα από τα κανονικά, με αποτέλεσμα πολλοί από εμάς να αγοράζουμε λιγότερα από τα δεύτερα στην περίπτωση που επιλέξουμε να τρεφόμαστε με τα πρώτα.

Αν μειώσετε στα παιδιά σας την ποσότητα φρούτων και λαχανικών στα 0,03 γραμμάρια ανά ημέρα (που ισοδυναμεί με μισό κόκκο ρυζιού) από τη στιγμή που επιλέγετε τα πιο ακριβά οργανικά προϊόντα, τότε ο κίνδυνος παρουσίασης καρκίνου αυξάνεται και όχι το αντίθετο. Στην περίπτωση που παραλείψετε να αγοράσετε έστω και ένα μήλο κάθε 20 χρόνια, διότι προτιμάτε την οργανική τροφή, το παιδί σας θα αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα.

Πρόθεσή μου δεν είναι να απομακρύνω τον κόσμο από τα οργανικά προϊόντα. Ωστόσο πρέπει να ακούσουμε και τις δύο πλευρές.

Ας θυμηθούμε μια ιστορία που βρέθηκε στα εξώφυλλα ορισμένων από τα μεγαλύτερα περιοδικά και τις εφημερίδες του κόσμου: τη δεινή κατάσταση της πολικής αρκούδας. Μας είπαν ότι η υπερθέρμανση του πλανήτη θα αφανίσει αυτό το επιβλητικό ον. Δεν μας είπαν όμως ότι τα 40 τελευταία χρόνια- την περίοδο κατά την οποία αυξήθηκαν οι θερμοκρασίες- ο πληθυσμός της πολικής αρκούδας ανά τον κόσμο αυξήθηκε από τις 5.000 στις 25.000.

Ακτιβιστές και μέσα ενημέρωσης ισχυρίζονται ότι πρέπει να μειώσουμε τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα προκειμένου να διασώσουμε την πολική αρκούδα. Ας κάνουμε τους υπολογισμούς μας. Ας υποθέσουμε ότι κάθε χώρα- συμπεριλαμβανομένου των Ηνωμένων Πολιτειών και της Αυστραλίαςυπογράφουν το Πρωτόκολλο του Κιότο και μειώνουν τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα ως το τέλος του αιώνα. Λαμβάνοντας υπόψη τον καλύτερα μελετημένο πληθυσμό των πολικών αρκούδων, ο οποίος ανέρχεται στις 1.000 και βρίσκεται στη Γουέστ Χάντσον Μπέι, πόσες αρκούδες άραγε μπορούμε να διασώσουμε σε έναν χρόνο; Δέκα; Είκοσι; Εκατό;

Στην πραγματικότητα, θα σώζαμε λιγότερο από το ένα δέκατο των πολικών αρκούδων.

Αν θέλουμε σοβαρά να σώσουμε τα ζώα αυτά, πρέπει να κάνουμε κάτι πολύ πιο απλό και πιο αποτελεσματικό: να σταματήσουμε το κυνήγι τους. Κάθε χρόνο, μόνο στο Γουέστ Χάντσον Μπέι πυροβολούνται 49 αρκούδες. Γιατί λοιπόν δεν σταματάμε να σκοτώνουμε 49 αρκούδες τον χρόνο, προτού δαπανήσουμε τρισεκατομμύρια δολάρια που τελικά θα αποφέρουν πολύ λιγότερα;

Από την προώθηση των οργανικών τροφών ως τις ανακοινώσεις για τον επικείμενο αφανισμό της πολικής αρκούδας, τα μέσα ενημέρωσης μας βομβαρδίζουν με καταιγισμό μονόπλευρων μηνυμάτων. Η υπερθέρμανση του πλανήτη βρίσκεται στην κορυφή του καταλόγου με τις σοβαρές ανησυχίες, στον οποίο συμπεριλαμβάνονται επίσης η τρομοκρατία, τα φυτοφάρμακα καθώς και η απώλεια της βιοποικιλότητας. Η λίστα μοιάζει ατελείωτη. Εν τω μεταξύ, μαθαίνουμε για τα τρομερά προβλήματα που αντιμετωπίζει ακόμη η πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού: περισσότεροι από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας, δύο δισεκατομμύρια δεν έχουν ρεύμα και τρία δισεκατομμύρια δεν έχουν πρόσβαση σε πόσιμο νερό και στερούνται υγειονομικής φροντίδας.

Το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς μου το έχω αφιερώσει στην προσπάθεια να βγάλω άκρη από όλες αυτές τις παγκόσμιες απειλές. Τις τοποθετώ σε βάθος χρόνου και προσπαθώ να υπολογίσω ποια από αυτές πρέπει πραγματικά να μας ανησυχεί και πότε πρέπει να δραστηριοποιηθούμε για την αντιμετώπισή τους.

Αποτελεί ίσως έκπληξη το γεγονός ότι όλα τα παραπάνω προβλήματα δεν αναζητούν άμεση επίλυση. Αν δεν βρούμε τον σωστό τρόπο για να αντιμετωπίσουμε μια απειλή, θα ήταν ίσως προτιμότερο να εστιάσουμε την προσοχή μας σε κάτι άλλο. Εξάλλου, αν δεν γνωρίζεις από πού προέρχεται το επόμενο γεύμα σου, είναι δύσκολο να αρχίσεις να ανησυχείς για το κατά πόσο θα αυξηθεί η θερμοκρασία στον πλανήτη τα επόμενα 100 χρόνια.

Η κατάσταση έχει βελτιωθεί πάρα πολύ τόσο στον αναπτυσσόμενο όσο και στον αναπτυγμένο κόσμο. Τα τελευταία 100 χρόνια οι επιστήμονες κέρδισαν πολλές σημαντικές μάχες ενάντια στις μεταδοτικές ασθένειες, σε σημείο ώστε η φτώχεια να θεωρείται σήμερα ο μόνος λόγος για την έλλειψη θεραπείας. Ο μέσος όρος ηλικίας του ανθρώπου σε παγκόσμιο επίπεδο ήταν στα 30 έτη το 1900, ενώ σήμερα είναι στα 68 έτη. Η τροφή διατίθεται σε άφθονες ποσότητες και είναι οικονομικώς προσιτή, ειδικά στον αναπτυσσόμενο κόσμο, όπου η κατανάλωση θερμίδων αυξήθηκε κατά 40% ανά άτομο τα τελευταία 40 χρόνια και η τιμή του φαγητού μειώθηκε κατά το ήμισυ. Κατά συνέπεια, το ποσοστό των ανθρώπων που πεινούν στον Τρίτο Κόσμο μειώθηκε από το 50% το 1950 στο 17%- και λιγότερο- σήμερα, ενώ παράλληλα τα εισοδήματα παγκοσμίως αυξήθηκαν στο τριπλάσιο.

Και είναι ίσως το πιο σημαντικό ότι όλες αυτές οι πρόοδοι αναμένεται να συνεχιστούν. Τα Ηνωμένα Εθνη εκτιμούν ότι ο μέσος όρος ζωής του ανθρώπου θα φτάσει τα 75 έτη ως τα μέσα του 21ου αιώνα και ότι το ποσοστό εκείνων που πεινούν θα μειωθεί στο 4%. Ως το τέλος του αιώνα, τα εισοδήματα θα έχουν αυξηθεί ως και έξι φορές στις εκβιομηχανισμένες χώρες και κατά 12 φορές στις αναπτυσσόμενες, με αποτέλεσμα ένας μέσος άνθρωπος στον αναπτυσσόμενο κόσμο να είναι πλουσιότερος το 2100 απ΄ ό,τι ο μέσος Αμερικανός ή Ευρωπαίος σήμερα. Παράλληλα, ο αριθμός των φτωχών θα μειωθεί από το ένα δισεκατομμύριο στα πέντε εκατομμύρια και λιγότερο.

Τίποτε βέβαια από τα παραπάνω δεν σημαίνει ότι πρέπει να σταματήσουμε να ανησυχούμε για το μέλλον. Συνεπάγεται ωστόσο ότι πρέπει να σταματήσουμε να πανικοβαλλόμαστε και οφείλουμε να αρχίσουμε να σκεπτόμαστε με ηρεμία, προκειμένου να σιγουρευτούμε ότι εστιάζουμε στα σωστά ζητήματα. Μπορεί τα σήματα κινδύνου που εκπέμπονται σε παγκόσμιο επίπεδο να προκαλούν αίσθημα ενοχής στους εύπορους Δυτικούς, δεν μας κάνουν όμως να κατανοήσουμε τι πραγματικά συμβαίνει. Εχουμε όλοι ανάγκη να ακούσουμε και τις δύο πλευρές της ιστορίας.

Ο κ. Μπγιορν Λόμποργκ είναι επικεφαλής του Κέντρου Συναίνεσης της Κοπεγχάγης, επίκουρος καθηγητής στη Σχολή Επιχειρήσεων της Κοπεγχάγης και συγγραφέας του βιβλίου «Ο Σκεπτικιστής Περιβαλλοντολόγος».