Κάθε εποχή έχει και τις δικές τις κρίσεις, με τα δικά τους χαρακτηριστικά. Το αξίωμα αυτό έρχεται να επιβεβαιώσει η πρόσφατη κρίση των χρηματιστηρίων, η οποία προήλθε από τα στεγαστικά δάνεια χαμηλής φερεγγυότητας στις ΗΠΑ και από τα προκύπτοντα δομημένα χρηματιστηριακά προϊόντα. Στο πλαίσιο αυτό έχει ενδιαφέρον να απομονώσουμε τα κύρια χαρακτηριστικά αυτών των κρίσεων και να κατανοήσουμε τις εξελίξεις στις διεθνείς χρηματαγορές και στις αγορές κεφαλαίου.

Είναι γεγονός ότι η παγκόσμια οικονομία και κυρίως οι αναπτυγμένες οικονομίες βίωσαν μια μακρά περίοδο χαμηλών επιτοκίων. Το γεγονός αυτό ώθησε πολλούς ιδιώτες αλλά και εταιρείες να δανειστούν πολύ περισσότερο από το όριο που επιτρεπόταν από τα περιουσιακά τους στοιχεία αλλά και από τη δυνατότητά τους να εξυπηρετούν αυτά τα δάνεια. Στη συνέχεια παρουσιάζεται μια υπερδραστηριοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων, των κερδοσκοπικών οργανισμών, των ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων, των τραπεζών και γενικότερα οποιουδήποτε φορέα κατέχει ρευστά διαθέσιμα. Η εμπλοκή αυτή συνοδεύεται με μια επιθυμία για μεγάλες αποδόσεις. Οι αποδόσεις αυτές εξασφαλίζονται με περίπλοκα χρηματοδοτικά εργαλεία και με τη δημιουργία πολλών δευτερογενών αγορών. Αρκεί να αναφερθεί ότι εδώ και τέσσερα χρόνια λειτουργεί στις ΗΠΑ ακόμη και αγορά μακροοικονομικών προβλέψεων. Χρηματιστηριακά παράγωγα προκύπτουν και εμπορεύονται ακόμη και από προβλέψεις για τη θερμοκρασία του αεροδρομίου Κennedy ή του αριθμού των επιχειρήσεων που θα χρεοκοπήσουν. Σε αυτές τις προβλέψεις «χτίζονται» πολυάριθμες συναλλαγές και μεγάλος χρηματιστηριακός τζίρος. Ετσι εξηγείται το γεγονός ότι οι χρηματαγορές παρουσιάζουν μεγάλη νευρικότητα σε μια πολύ καλή διεθνή οικονομική συγκυρία. Παρατηρούμε μεγάλες και συχνές διακυμάνσεις, οι οποίες πολλές φορές αγγίζουν τα όρια του πανικού.

Η άλλη διαπίστωση προέρχεται από το γεγονός ότι οποιοδήποτε άσχημο νέο που σχετίζεται με την οικονομία αντικατοπτρίζεται αποκλειστικά στην αγορά κεφαλαίου. Αυτό συμβαίνει διότι μεγάλο μέρος των συναλλαγματικών ισοτιμιών των αναπτυγμένων χωρών είναι είτε κλειδωμένο ή παρουσιάζει πολύ μικρή διακύμανση και μεταβλητότητα. Οι σταθερές ή οι προσαρμοζόμενες συναλλαγματικές ισοτιμίες έχουν ως αποτέλεσμα οι αγορές κεφαλαίου να παρουσιάζουν μεγαλύτερη μεταβλητότητα. Η μεταβαλλόμενη συναλλαγματική ισοτιμία θα μπορούσε να απορροφά μέρος αυτών των κραδασμών.

Οι χρηματιστηριακές αναταραχές μεταδίδονται από αγορά σε αγορά με ένα ρυθμό πρωτόγνωρο και παρατηρούμε μια σταδιακά αυξανόμενη συνδιακύμανση των αγορών. Η πρόσφατη κρίση έρχεται για μία ακόμη φορά τον τελευταίο καιρό να αποδυναμώσει το επιχείρημα της διαφοροποίησης των χρηματιστηριακών επενδύσεων για τη μείωση του συστημικού κινδύνου. Πάγια επενδυτική τακτική είναι η επένδυση σε τίτλους διαφορετικών χρηματιστηρίων για τη μείωση των επενδυτικών κινδύνων. Ετσι λοιπόν η πρόσφατη κρίση επιβεβαίωσε αυτό το οποίο ερευνητές έχουν επισημάνει τα τελευταία χρόνια ότι υπάρχει ένας υψηλός βαθμός συσχέτισης μεταξύ των αποδόσεων των χρηματιστηρίων των αναπτυγμένων χωρών.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο προκύπτουν ερωτήματα σχετικά με τους ελεγκτικούς μηχανισμούς και τους μηχανισμούς παρακολούθησης των χρηματοοικονομικών οργανισμών. Εδώ αξίζει να αναφέρουμε μια σοβαρή διαπίστωση που έγινε κατά τη διάρκεια της σύσκεψης που συγκάλεσε η Βundesbank με παράγοντες του γερμανικού κολοσσού στεγαστικών δανείων ΙΚΒ, προκειμένου να προχωρήσει στη διάσωσή του: «Τα παράγωγα και τα δομημένα προϊόντα κάνουν δύσκολη τη λογιστική παρακολούθηση,τον έλεγχο,την αξιολόγηση και την κατανομή του κινδύνου» . Η διαπίστωση αυτή είναι ο μεγάλος κίνδυνος για το διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα. Αρκεί να αναφερθεί ότι το συνολικό ύψος των επισφαλών δανείων ανήλθε σε 260-300 εκατ. δολάρια, όταν το συνολικό χαρτοφυλάκιο των αμερικανικών τιτλοποιημένων στεγαστικών δανείων, χαμηλής εξασφάλισης, ξεπερνούσε τα 2,5 δισ. δολάρια.

Η τελευταία παρατήρηση συνδέεται με τον ρόλο των κεντρικών τραπεζών. Ως τώρα ο σταθεροποιητικός τους ρόλος σχετιζόταν με την αγορά συναλλάγματος. Οι τράπεζες παρέμβαιναν στις αγορές συναλλάγματος προκειμένου να στηρίξουν την τιμή «ισορροπίας», τώρα δείχνουν να παρεμβαίνουν και στις αγορές κεφαλαίου. Εδώ υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά, στις αγορές συναλλάγματος υπάρχει μια πιο ξεκάθαρη εικόνα σχετικά με την απόκλιση από την τιμή ισορροπίας. Ετσι η κεντρική τράπεζα αναλάμβανε να «υπερασπιστεί» τη διαφορά μεταξύ τιμής ισορροπίας και τρέχουσας τιμής. Στην περίπτωση των στεγαστικών δανείων κανένας δεν μπόρεσε να αντιληφθεί τον ουσιαστικό λόγο παρέμβασης. Γι΄ αυτόν τον λόγο η εσπευσμένη παρέμβαση των τελευταίων ημερών στη χρηματιστηριακή αγορά έκανε πολλούς να απορήσουν. Η γενναιοδωρία δε που επέδειξαν δημιούργησε περισσότερες ανησυχίες απ΄ αυτές που ήρθε να θεραπεύσει.

Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι πίσω από τα περίπλοκα ακρωνύμια και τη νέα τεχνολογία κρύβονται βασικές οικονομικές αρχές για τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Σε μια εποχή που τα επιτόκια ακολουθούν ανοδική τροχιά, o συνδυασμός αυτής της αύξησης με συμβάντα κρίσεων εμπιστοσύνης στον τραπεζικό τομέα αποτελεί ένα εκρηκτικό μείγμα για τη σταθερότητα του διεθνούς χρηματοοικονομικού συστήματος και τη διεθνή ρευστότητα.

Ο κ. Δ. Χιόνης είναι καθηγητής Οικονομικών στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.