Θ α μπορούσε να είναι ερώτημα-ανέκδοτο: Στη Βουλή που θα αναδειχθεί στις 16 Σεπτεμβρίου και η οποία- υποτίθεται ότι – θα έχει αναθεωρητικό του Συντάγματος χαρακτήρα, πόσοι συνταγματολόγοι, πόσοι ειδικοί μελετητές των θεσμών και των πολιτικών συστημάτων, πόσοι συγκριτικολόγοι των εφαρμοσμένων μορφών δημοκρατίας, πόσοι ιστορικοί των συνταγματικών εξελίξεων θα διαθέτουν έδρα;

(Ισως μόνο τρεις, όλοι του ΠαΣοΚ.) Και πόσοι θα είναι, αντίθετα, οι ασκούντες επαγγέλματα τα οποία προϋποθέτουν ασφαλώς ταλέντο, ζήλο, ικανότητες, φιλοδοξία, φιλοτιμία, ηγετική και αγωνιστική ιδιοσυγκρασία, ενίοτε δε έχουν επιδείξει και αδιαφιλονίκητη φιλοπατρία- όπως, για παράδειγμα, ηθοποιοί, τραγουδιστές, αθλητές ατομικών ή συλλογικών αγωνισμάτων, τηλεοπτικοί δημοσιογράφοι, συχνά αθλητικοί συντάκτες κτλ.-, των οποίων όμως τα επαγγέλματα δεν εξοικειώνουν στο ελάχιστο με θέματα όπως η λογική και η λειτουργία των πολιτευμάτων, των πολιτικών θεσμών, των μορφών διακυβέρνησης; Απειράριθμοι…

Η συγκριτική εικόνα που θα προέκυπτε δεν αποτελεί μόνο ακόμη μία επιβεβαίωση του εδώ και χρόνια πασίδηλου και πασιφανούς γεγονότος ότι η πολιτική στην εποχή μας έχει γίνει θέαμα πολύ περισσότερο από ορθολογική και εμπεριστατωμένη διαχείριση κοινωνικών προβλημάτων με θεσμικούς όρους. Πολύ περισσότερο- και πολύ ατυχέστερα- υποδηλώνει την εξαιρετικά χαμηλή προτεραιότητα την οποία το πολιτικό μας σύστημα και κατεστημένο αποδίδει στο θεσμικό υπόβαθρο της πολιτικής δράσης.

Και όμως την παρούσα στιγμή, όπου οι πολύπλευρες εκφάνσεις της κοινωνικής και της πολιτικής μας παθολογίας αλληλοτροφοδοτούνται, αλληλοενισχύονται και αλληλοδιαιωνίζονται, η εν εξελίξει αναθεώρηση του Συντάγματος- την οποία με τόση ανευθυνότητα τα κόμματα εξουσίας αρχικά συρρίκνωσαν δραματικά και στη συνέχεια υπονόμευσαν ριζικά- υπήρξε μια τεράστια ευκαιρία περιορισμού των βάσεων της δυσλειτουργίας και της νοσηρότητας του πολιτεύματός μας. Μπορούσε, πράγματι, θαυμάσια να χρησιμοποιηθεί ώστε να τεθούν οι θεσμικές προϋποθέσεις που θα περιόριζαν για κάθε κυβέρνηση τον παραλυτικό φόβο του πολιτικού κόστους, που θα ελαχιστοποιούσαν τον ρόλο του πολιτικού χρήματος, καθώς και τα παρεμβατικά περιθώρια των γνωστών εξωθεσμικών-γνωμοδιαμορφωτικών κέντρων, που θα αύξαναν επίσης τον ενεργό χρόνο πραγματικής διακυβέρνησης κ.ο.κ.

Τα ίδια όμως τα κόμματα εξουσίας υποδαύλισαν τη συνταγματική μεταρρύθμιση, μη προβληματιζόμενα καν για μια σειρά από ρυθμίσεις-τομές που θα μπορούσαν να έχουν άμεσες εξυγιαντικές επιπτώσεις. Για παράδειγμα την επιμήκυνση, προς την πενταετία, της κοινοβουλευτικής περιόδου (κατά το πρότυπο των περισσοτέρων ώριμων ευρωπαϊκών Δημοκρατιών- με λίγες εξαιρέσεις, όπως της Σουηδίας). Ή την κατάργηση του σταυρού προτίμησης, θεσμού κατεξοχήν φαύλου και υπονομευτικού της συνοχής των κομμάτων (χωρίς, ωστόσο, αποστέρηση από τον λαό της δυνατότητας να επιλέγει τον επιθυμητό εκπρόσωπό του). Ή ακόμη την απαλλαγή της εκάστοτε κυβέρνησης από τον φόβο πρόωρης διάλυσης της Βουλής λόγω αδυναμίας εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας (χωρίς, εν τούτοις, κατάληξη σε Πρόεδρο μονοκομματικής επιλογής). Για να μην αναφέρουμε τον συνταγματικό περιορισμό των παρεμβατικών περιθωρίων που σήμερα διαθέτουν τα αποχαλινωμένα ολιγοπώλια της ενημέρωσης, ιδιαίτερα της τηλεοπτικής κτλ.

Μήπως, όμως, τελικά η αγκύλωση που προέκυψε στη συνταγματική αναθεώρηση είναι μια τεράστια ευκαιρία να επανατεθεί εξ υπαρχής και από μηδενική βάση το συνταγματικό ζήτημα, με στόχο μεταρρυθμίσεις που να πηγαίνουν πολύ πέρα από το συγκυριακό και το επιφανειακό; Και μήπως έφθασε η ώρα να συσταθεί μια επιτροπή ειδικών, προσανατολισμένη σε σοβαρή ανορθωτική θεσμική δουλειά; Οι σημερινοί συνεχιστές των επιστημών που λάμπρυναν ο Ν. και ο Ν. Ν. Σαρίπολος, ο Α. Σβώλος, ο Α. Μάνεσης και ο Γ. Βλάχος ασφαλώς και θα μπορούσαν να προσφέρουν σχετικά. Είναι όμως, άραγε, σήμερα το πολιτικό μας σύστημα έτοιμο να διεκδικήσει τη χειραφέτησή του από τις αλυσίδες, τις εξαρτήσεις και τα δεσμά που επί τόσα χρόνια άφησε να δημιουργηθούν; Κάποτε, πάντως, κάποιοι εκπρόσωποί του εκδήλωναν διάθεση σύγκρουσης με τους «προαγωγούς» της δημόσιας ζωής του τόπου.

Ο κ. Θ. Διαμαντόπουλος είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου.