Ως διατελέσας αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, πρόεδρος επί τριετία του Ποινικού Τμήματος και πρόεδρος επί τετραετία της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, αισθάνομαι την ανάγκη να παρέμβω εκφράζοντας τις προσωπικές μου απόψεις, με την ευκαιρία της άσκησης ποινικών διώξεων για τα «δομημένα ομόλογα».

Η κοινή γνώμη περίπου επί τέσσερις μήνες δέχεται εκκωφαντικές και αντιφατικές δηλώσεις- σε ρυθμούς κατακλυσμιαίους- αναφερόμενες στην έκδοση και κυκλοφορία των δομημένων ομολόγων, χωρίς όμως ποτέ να εξηγηθεί από κάποιους ειδικούς περί τίνος ακριβώς πρόκειται. Ειδικότερα δεν εξηγήθηκε αν τα ομόλογα αυτά αποτελούν πρωτοφανές μέσο, εφεύρημα των εμπλεκομένων ή κάτι το σύνηθες για την επένδυση κεφαλαίων, πότε μπορεί- πέραν του τυχόν ζημιογόνου της επενδύσεως και ευθύνης αποζημιώσεωςνα ανακύπτουν και πώς ποινικές ευθύνες για τους αναμειχθέντες σε μία τέτοια συναλλαγή.

Ποινικές ευθύνες φαίνεται πάντως ότι διαφάνηκαν, γι΄ αυτό ήδη δύο εισαγγελείς ασχολήθηκαν, επί μακρόν, προκειμένου να ερευνηθεί η μορφή των επιμέρους συναλλαγών, ο σκοπός των εμπλεκομένων και να κριθεί η συνδρομή ή μη ποινικής ευθύνης αυτών. Είναι ήδη γεγονός ότι ενδείξεις ποινικών ευθυνών, εκ πρώτης όψεως, διαπιστώθηκαν, γι΄ αυτό και ασκήθηκαν οι ποινικές διώξεις για αξιόποινες πράξεις που ήδη πληροφορηθήκαμε. Βέβαια, προσωπικά, έχω τη γνώμη ότι για ορισμένες πράξεις δύσκολα θα σταθούν, στο τέλος, οι κατηγορίες, λόγω της ιδιομορφίας της περιπτώσεως.

Η ενασχόληση με τα δομημένα ομόλογα των δύο εισαγγελέων έλαβε χώρα στο πλαίσιο του άρθρου 31 του Κώδικα της Ποινικής Δικονομίας, δηλαδή της προκαταρκτικής εξετάσεως. Στο στάδιο τούτο η εξέταση πρέπει να είναι «συνοπτική», όπως ρητά ορίζει η σχετική διάταξη, διότι αναζητείται αν έλαβε χώρα η τέλεση ή μη αξιόποινης πράξης, περατώνεται δε με την άσκηση ποινικής διώξεως ή την αρχειοθέτηση κτλ. σε κάθε άλλη περίπτωση, κατά τα οριζόμενα με τον Κώδικα της Ποινικής Δικονομίας. Η χρονική διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης αντικειμενικώς επιβάλλεται να είναι βραχεία. Ορίζεται μεν στον νόμο τετράμηνη διάρκεια, αλλά ο χρόνος αυτός δεν αφορά αυτήν καθεαυτήν μία υπόθεση, αλλά τον δικαστικό λειτουργό, ο οποίος παραλλήλως χειρίζεται περισσότερες υποθέσεις. Δεν είναι απαραίτητο να διαπιστωθεί, κατά το στάδιο τούτο, ποιοι και πώς συμμετείχαν στην τέλεση μιας ερευνώμενης αξιόποινης πράξης. Γι΄ αυτό η ποινική δίωξη θα είναι στην περίπτωση αυτή in rem (απρόσωπη). Στην ακολουθούσα ανάκριση θα διακριβωθούν λεπτομέρειες και θα αποδοθούν οι ποινικές ευθύνες σε συγκεκριμένα πρόσωπα και για ορισμένης μορφής συμμετοχή.

Βεβαίως, στην περίπτωση των δομημένων ομολόγων η προκαταρκτική εξέταση, ίσως εκ του περιπλόκου της υποθέσεως και του ιδιαίτερου δημόσιου ενδιαφέροντος, έλαβε, θα λέγαμε, έκταση και βάθος τακτικής ανάκρισης και έτσι οπωσδήποτε οδήγησε στη διαπίστωση συγκεκριμένων ποινικών ευθυνών ορισμένων προσώπων. Η ποινική δίωξη στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να είναι προσωποποιημένη, καθορίζοντας τα πρόσωπα που φαίνονται ως ενεχόμενα και προσδιορίζοντας, ειδικά και συγκεκριμένα, τις πράξεις για τις οποίες το καθένα ενέχεται. Ετσι διευκολύνεται και ο ανακριτής, ο οποίος, άλλως, ενδέχεται να βρεθεί σε θέση απορίας για το ποιος και γιατί κατηγορείται. Πάντως η άσκηση προσωποποιημένης ποινικής διώξεως δεν εμποδίζει τον ανακριτή να απαγγείλει τις κατηγορίες και κατ΄ άλλων, μη κατονομαζομένων προσώπων. Αρκεί η προϋπόθεση της ύπαρξης ποινικής διώξεως για ορισμένη αξιόποινη πράξη.

Την άσκηση των ποινικών διώξεων ακολούθησε ο ορισμός από την Ολομέλεια των εφετών δύο ανακριτών. Οι ορισθέντες ως ανακριτές εφέτες είναι εκ των αρίστων του Σώματος και αποτελούν κοσμήματα της Δικαιοσύνης. Είμαι βέβαιος ότι θα επιτελέσουν άψογα τα καθήκοντά τους. Το ότι οι διώξεις επεκτάθηκαν χρονικώς και κατέλαβαν παρόμοιες πράξεις, που ανάγονται σε χρόνο προγενέστερο, δεν πρέπει να αποτελεί αντικείμενο πολιτικής διαμάχης.

Οι δύο εισαγγελείς, εφόσον υπήρξε σχετική αίτηση ή αναφορά, όφειλαν να προβούν και στην έρευνα για τυχόν εγκληματική δράση και για άλλη χρονική περίοδο και να προτείνουν τα νόμιμα. Οι συνεχίζοντες το έργο της ποινικής προδικασίας δύο ανακριτές είμαι βέβαιος ότι θα επιτελέσουν το καθήκον τους ως ανεξάρτητοι δικαστές, ενεργώντας πάντοτε σε κατάσταση νηφαλιότητας. Δεν πρόκειται να επηρεασθούν από εξωτερικούς παράγοντες, όπως πολιτικούς, οι οποίοι καλό θα είναι να αναμείνουν το πέρας του ανακριτικού έργου. Το πρόβλημα όμως, καμιά φορά, βρίσκεται αλλού. Διότι στη Δικαιοσύνη εκεί που το πράγμα μπορεί να σκοντάψει είναι οι «εσωτερικές» παρεμβάσεις, διότι δικαστές, που μπορεί να είναι εν ενεργεία ή και σε σύνταξη, μετρούμενοι, ευτυχώς, στα δάκτυλα του ενός χεριού, έχουν την εντύπωση ότι το έργο της Δικαιοσύνης ήταν και παραμένει αντικείμενο ιδιοκτησίας τους. Ετσι, ίσως θέλοντας να δείξουν και προς τα έξω ότι έχουν δύναμη επιρροής, παρεμβαίνουν, όπως και άλλοτε έχω γράψει, είτε σε υποθέσεις είτε σε προαγωγές, μεταθέσεις, πειθαρχικές διώξεις δικαστών. Η μη συμμόρφωση του «ακούοντος» οδηγεί σε βίαιες αντιδράσεις ή και σε ρήξεις μακροχρόνιων φιλικών δεσμών, που αφήνουν «κεχηνότες» τους μη γνωρίζοντες.

Τέλος, θα πρέπει να προστεθεί ότι, μετά την ανάληψη του ανακριτικού έργου από τους δύο εφέτες, δεν μπορεί οποιαδήποτε άλλη αρχή ή όργανο, με προανακριτικές δικαιοδοσίες, να ασχοληθεί με την έρευνα των ίδιων υποθέσεων. Τούτων σκοπός είναι η έρευνα αν, στον τομέα τους, συντελέσθηκε κάποια αξιόποινη πράξη και η διαβίβαση του σχετικού υλικού στον εισαγγελέα, προκειμένου να ασκήσει ποινική δίωξη. Εδώ ποινική δίωξη έχει ασκηθεί και έχουν επιληφθεί αρμοδίως δύο ανακριτές, οπότε δεν συγχωρείται, χωρίς ειδική εντολή, οποιαδήποτε προανακριτικής ή ανακριτικής μορφής ενέργεια για τις ίδιες πράξεις. Τυχόν αποδεικτικό υλικό που έχουν συγκεντρώσει πρέπει να διαβιβαστεί στους δύο ανακριτές ή και να το ζητήσουν οι ίδιοι.

Ο κ. Κ. Λυμπερόπουλος είναι επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, πρώην πρόεδρος της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων.