Δάση, λιβάδια, δασικές εκτάσεις και ακίνητα διαθέτουν σε όλον τον ελλαδικό χώρο οι 81 μητροπόλεις που υπάγονται στην Εκκλησία της Ελλάδος, η κεντρική της οικονομική υπηρεσία της Ιεράς Συνόδου, καθώς και δεκάδες μονές. Ανάλογη περιουσία διαθέτουν όλα τα μοναστήρια του Αγίου Ορους, οι μητροπόλεις και οι μονές της Δωδεκανήσου και της Κρήτης που υπάγονται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Εντυπωσιακές χαρακτηρίζονται οι περιουσίες του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, το οποίο αποτελεί τον μεγαλύτερο γαιοκτήμονα μετά το κράτος του Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ και στην ευρύτερη περιοχή. Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Γεωργίας της δεκαετίας του 1980, οι εκτάσεις που αναγνωρίζεται ότι ανήκουν στην Εκκλησία ανέρχονται σε 432.880 στρέμματα. Από αυτά, οι 276.880 είναι δάση, 69.550 δασικές εκτάσεις και 86.459 χορτολιβαδικές εκτάσεις. Σε πολλές περιπτώσεις η Εκκλησία προσπαθεί μέσα από το κτηματολόγιο να κατοχυρώσει μέρος της περιουσίας της η οποία αμφισβητείται ή έχει καταπατηθεί. Σε 50 νομούς της χώρας υπάρχουν εκτάσεις της Εκκλησίας που περιλαμβάνουν δάση, λιβάδια, οικόπεδα και ακίνητα. Η φορολόγηση στην οποία υποβάλλεται η Εκκλησία για την ακίνητη περιουσία της χαρακτηρίζεται ελάχιστη. Οπως επισημαίνουν οικονομολόγοι, για το έτος 2007 η κεντρική οικονομική υπηρεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος κατέβαλε τον ειδικό φόρο που απαιτείται, ύψους 700.000 ευρώ. Αντίστοιχο ειδικό φόρο, επισημαίνουν οι ίδιοι, κατέβαλαν και οι μητροπόλεις που διαθέτουν ακίνητα.


1. Μοναχικός βίος και επιχειρηματική δραστηριότητα είναι ασφαλώς έννοιες ασυμβίβαστες. Το κυνήγι πλούτου και μέσω αυτού εξουσίας βρίσκεται σε οξεία αντίθεση προς τον ασκητισμό και την εγκράτεια που πρέπει να διέπει τη ζωή ενός μοναχού. Οι Πατέρες της Ορθόδοξης Εκκλησίας διδάσκουν ότι ο μοναχισμός είναι «η αρετή της πτωχείας και της ταπεινοφροσύνης» και τα μοναστήρια είναι (πρέπει να είναι) «σεμνεία χριστιανικών αρετών». Οι ίδιοι Πατέρες επέκριναν εκείνους τους μοναχούς που ήταν «γαιοχαρείς».


Το αν είναι σύμφωνες με τις παραπάνω ηθικές αρχές του μοναχισμού οι ανά την Ελλάδα κτηματικές συναλλαγές της Μονής Βατοπαιδίου μπορεί να το κρίνει κάθε εχέφρων πολίτης.


2. Πέρα όμως από το ασύμβατο προς τον μοναχισμό, οι συναλλαγές της Μονής Βατοπαιδίου εγείρουν σοβαρά θέματα νομιμότητας. Η ανταλλαγή κτημάτων, με τη Μονή Βατοπαιδίου να καρπούται τα ανταλλασσόμενα ακίνητα του Δημοσίου που έχουν πολλαπλάσια αξία από εκείνα που η ίδια δίνει στο Δημόσιο, είναι, κατά τον αστικό κώδικα, εν όψει κυρίως της προφανούς υπερβολικής δυσαναλογίας των ανταλλασσόμενων κτημάτων, αυτοδικαίως άκυρη ως «αντίθετη στα χρηστά ήθη», πολύ περισσότερο αν υπάρχει και πρόθεση εκμετάλλευσης, οπότε έχει και το βαρύτερο στίγμα της αισχροκέρδειας, με παραπέρα συνέπεια η πράξη να γίνεται και ποινικώς κολάσιμη. Εύστοχοι επομένως είναι οι σχετικοί χαρακτηρισμοί αλλά και η όλη πρωτοβουλία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (ο οποίος όμως δεν έπρεπε να απαλλάξει εκ των προτέρων τους πολιτικούς που τυχόν συνέπραξαν στις αθέμιτες συναλλαγές). Ετσι κι αλλιώς η κρίση του Εισαγγελέα δεν δεσμεύει τα ποινικά δικαστήρια ούτε τη Βουλή (ως προς την ποινική ευθύνη υπουργών), που μπορούν και πρέπει να επιληφθούν του θέματος. Ας σημειωθεί ότι η Βουλή μπορεί κατά το Σύνταγμα να πάρει η ίδια την πρωτοβουλία για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης και την άσκηση ποινικής δίωξης κατά υπουργών.


Το ελληνικό Δημόσιο εξάλλου οφείλει να ζητήσει από τα πολιτικά δικαστήρια την αναγνώριση της ακυρότητας της ανταλλαγής (τεκμηριώνοντας, φυσικά, την προφανή δυσαναλογία των ανταλλαγέντων κτημάτων) και στη συνέχεια να ασκήσει τα δικαιώματά του επί των ακινήτων ή, αν προτιμά, επί του καταβληθέντος τιμήματος. Υπάρχει και γι’ αυτό το τελευταίο νόμιμος τρόπος. Νέος νόμος προς τούτο δεν χρειάζεται. Αν οι ανταλλαγές είναι έγκυρες, ο νόμος θα ήταν αντισυνταγματικός. Αν είναι άκυρες, είναι περιττός. Ετσι κι αλλιώς είναι πολύ πιθανόν ότι θα προκαλούσε νέες δίκες.


Είναι αυτονόητο ότι ως τη δικαστική αναγνώριση της ακυρότητας πρέπει να δεσμευθούν τα εισπραχθέντα τιμήματα. Το απόρρητο των καταθέσεων και οποιαδήποτε άλλα (προσωπικά ή δήθεν προσωπικά) δεδομένα σχετικά με τις κάθε είδους εισπράξεις και πληρωμές της Μονής, του ηγουμένου της και των μοναχών της υποχωρούν αναμφισβήτητα στη συγκεκριμένη περίπτωση μπροστά στην ανάγκη για διαφάνεια, για πληροφόρηση (όπως επιτάσσει το Σύνταγμα) του έλληνα πολίτη και φορολογουμένου και για αναζήτηση ποινικών ευθυνών.





3.
Αλλά με την ευκαιρία της υπόθεσης Βατοπαιδίου εγείρεται πάλι το χρονίζον θέμα της εκκλησιαστικής και ιδίως της μοναστηριακής περιουσίας. Γιατί βέβαιον είναι ότι δεν επαρκούν βυζαντινά χρυσόβουλλα ως τίτλοι ιδιοκτησίας για τη σημερινή εποχή. Εκτός του ότι θα έχουν εν τω μεταξύ μεσολαβήσει άλλες νομικής φύσεως ιδιοκτησιακές μεταβολές, σε κάθε περίπτωση τέτοιοι τίτλοι έχουν με την πάροδο του χρόνου (εδώ μάλιστα με την πάροδο αιώνων!) πλήρως αποδυναμωθεί από νομική άποψη. Ο θεσμός της αποδυνάμωσης δικαιώματος βρίσκει εδώ πλήρη εφαρμογή. Μόνο αν και στο μέτρο που ασκούνταν στη νεότερη εποχή διακατοχικές πράξεις (νομή κτλ.) από τις μονές, π.χ. βάσει των παλαιών τίτλων (πράγμα που άλλωστε ούτε οι ίδιες οι μονές φαίνεται να επικαλούνται και πάντως δυσχερώς θα μπορούσαν να το αποδείξουν), θα ήταν δυνατόν να έχουν σήμερα οι μονές ιδιοκτησιακά δικαιώματα.


Είναι καιρός η πολιτική εξουσία να τολμήσει. Ο νόμος Τρίτση του 1987 για την εκκλησιαστική περιουσία έμεινε ανενεργός γιατί ο τότε πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου, υποχωρώντας απέναντι στην Εκκλησία, στην ουσία τον κατήργησε διά λόγου! Εύλογες και θεμιτές αξιώσεις της Εκκλησίας είναι σεβαστές. Αλλά οι περισσότεροι πρωθυπουργοί στην Ελλάδα συχνά υποχωρούν και σε παράλογες αξιώσεις της. Σήμερα είναι ευκαιρία να συζητηθεί νηφάλια το θέμα γιατί επικεφαλής της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας βρίσκεται ένας συνετός ιεράρχης που εμπνέει με το χριστιανικό ήθος του και με την ενάρετη άσκηση των υψηλών θρησκευτικών του καθηκόντων και που συγχρόνως σέβεται τη δημοκρατική αρχή όπως αυτή εκφράζεται από την πολιτεία.


4. Το κράτος φυσικά θα πρέπει να συνεχίσει να ενισχύει (και οικονομικά) την Εκκλησία, διότι άλλωστε έτσι ικανοποιεί τις θρησκευτικές ανάγκες των δικών του πολιτών. Ανάλογη πρέπει, βεβαίως, να είναι και η οικονομική ενίσχυση των θρησκευτικών αναγκών μειονοτήτων (ανάλογη με την αριθμητική τους δύναμη). Πρέπει επίσης το κράτος να μεριμνά για τη συντήρηση και την αξιοποίηση των εκκλησιαστικών μνημείων. Ολα αυτά, εννοείται, στο μέτρο που δεν επαρκούν οι οικονομικές δυνατότητες της Εκκλησίας.


Ελεγχος και δημοσιοποίηση των εσόδων και εξόδων των μονών, των μητροπόλεων και των άλλων εκκλησιαστικών φορέων είναι η αυτονόητη συνέπεια της κρατικής οικονομικής ενίσχυσης (στην οποία συμπεριλαμβάνονται και η μισθοδοσία, η συνταξιοδότηση, η ασφαλιστική κάλυψη κτλ. του κλήρου). Ο έλεγχος και η διαφάνεια είναι όμως και η συνέπεια της αποστολής και ευθύνης της δημοκρατικής πολιτείας να διατηρεί κάποια εποπτεία για κάθε οικονομική δραστηριότητα, σεβόμενη βέβαια την ανεξαρτησία των οργανισμών (εκκλησιαστικών ή άλλων) όταν αυτοί απολαύουν κατά το Σύνταγμα αυτονομίας. Αυτονομία δεν σημαίνει ότι γινόμαστε «κράτος εν κράτει» με υψωμένα τείχη αδιαφάνειας. Μόνο με διαφάνεια μπορούν να διαπιστώνονται π.χ. ποινικές ευθύνες κατά την εσωτερική οικονομική διαχείριση ενός οσοδήποτε ανεξάρτητου οργανισμού και να μη διαφεύγουν τη δικαιοδοσία των δικαστικών αρχών. Δίκαιη, τέλος, οικονομική μεταχείριση της Εκκλησίας είναι να καταργηθεί το προνόμιο του αφορολογήτου της εκκλησιαστικής περιουσίας, προνόμιο το οποίο είναι αντίθετο με τη συνταγματική αρχή της ισότητας, που περιλαμβάνει και (αναλογική) ισότητα συνεισφοράς στα δημόσια βάρη.


Ο κ. Μιχάλης Σταθόπουλος είναι καθηγητής του Αστικού Δικαίου, πρώην υπουργός Δικαιοσύνης.