Η ανάγκη άμεσης αλλαγής τού συστήματος επιλογής των υποψηφίων φοιτητών για τα ΑΕΙ και ΤΕΙ έχει συνειδητοποιηθεί πλέον από τη συντριπτική πλειονότητα των ενδιαφερομένων (μαθητών, γονέων, εκπαιδευτικών, Υπουργείου Παιδείας). Ωστόσο, πρόκειται για ένα εξαιρετικά πολύπλοκο και ευαίσθητο θέμα που χρειάζεται σύνεση, προσεκτική μελέτη και πολύ καλή οργάνωση, ώστε να εξασφαλιστούν τα θετικά αποτελέσματα και να μειωθούν οι όποιες παρενέργειες. Οσο όλοι σχεδόν οι απόφοιτοι Λυκείου στη χώρα μας επιδιώκουν να αποκτήσουν πανεπιστημιακό πτυχίο (περίπου 80.000 ετησίως) και όσο τα δημόσια πανεπιστήμια, με τις σημερινές συνθήκες (υπάρχουσες υποδομές και υπάρχον διδακτικό προσωπικό), δεν μπορούν να δεχθούν περισσότερο από το ήμισυ περίπου των ενδιαφερομένων, υφίσταται οξύ πρόβλημα επιλογής (numerus clausus). Θα περάσουν ίσως αρκετά ακόμη χρόνια μέχρι να συνειδητοποιήσει η ελληνική κοινωνία πως ένα πανεπιστημιακό πτυχίο από μόνο του δεν αποτελεί κοινωνική καταξίωση ούτε εξασφαλίζει σίγουρη ή καλύτερη επαγγελματική αποκατάσταση ή προσωπική ευτυχία.


* Γιατί χρειάζεται αλλαγή τού συστήματος επιλογής;


1. Για να απελευθερωθεί το Λύκειο από τον «βραχνά» των εξετάσεων, να επανακτήσει την αυτοτέλεια και τον παιδευτικό του χαρακτήρα και να αποκατασταθεί η βαρύτητα τού απολυτηρίου τού Λυκείου. Ωστόσο, για να επανακτήσει το Λύκειο το κύρος και τη βαρύτητα που δικαιούται να έχει, πρέπει να «επιστρέψουν» οι μαθητές σ’ αυτό (τώρα υπολογίζουν περισσότερο τα Φροντιστήρια!…). Για να γίνει αυτό, χρειάζεται: α) Η συνολική επίδοση (μέσος όρος βαθμολογίας), που προκύπτει από όλες τις τάξεις τού Λυκείου, να παίζει σημαντικό ρόλο στην εισαγωγή τους στα πανεπιστήμια, και β) Να υπάρξει γενναία αναμόρφωση τού περιεχομένου τού προγράμματος και τού τρόπου εξέτασης εντός τού Λυκείου (προαγωγικές εξετάσεις).


2. Για να περάσουμε σε ένα δικαιότερο και αξιόπιστο σύστημα επιλογής, γιατί το ισχύον σύστημα είναι (ή φαίνεται) αντικειμενικό αλλά είναι αναξιόπιστο και συχνά άδικο, αφού δεν επιλέγονται πάντοτε οι καλύτεροι υποψήφιοι και μένουν έξω από τα πανεπιστήμια πολλά δυνατά μυαλά που δεν αναγνωρίζει το«απομνημονευσιοκεντρικό» μας σύστημα.


3. Για να αποφευχθεί -λόγω τού ισχύοντος συστήματος των πολλαπλών επιλογών (φθάνουν τις 50!…) με δεσμευτική σειρά – να βρίσκεται, τελικά, ο υποψήφιος «αλλού γι’ αλλού»: σε «αισθητική» αντί «ιατρικής», σε «γεωργικές εφαρμογές» αντί «αρχιτεκτονικής» κ.τ.ό. Πρέπει, αντ’ αυτού, να καθιερωθεί ένα σύστημα περιορισμένων ομοειδών επιλογών, ώστε να ξέρει ο υποψήφιος (και οι δικοί του) πού θα βρεθεί (π.χ. Νομικά Τμήματα όλων των ΑΕΙ, Οικονομικά Τμήματα όλων των ΤΕΙ κ.λπ.) και να είναι έτσι βέβαιο ότι θα θέλει να φοιτήσει πραγματικά όπου εισαχθεί.


4. Για να διαμορφωθεί ένα πιο ευέλικτο σύστημα που θα δώσει ευκαιρίες πρόσβασης στα πανεπιστήμια σε περισσότερους ικανούς υποψηφίους.


5. Για να υπάρξει κάποια συμμετοχή των πανεπιστημίων στην επιλογή των φοιτητών τους, όπως γίνεται στα πανεπιστήμια όλων των χωρών.


* Εναλλακτικά συστήματα επιλογής


Προκειμένου να αποφασισθεί από το Υπουργείο Παιδείας και την Κυβέρνηση ένα τόσο σοβαρό θέμα, θα πρέπει να υπάρξει δυνατότητα περισσοτέρων επιλογών και ευρύτερη συζήτηση και, βεβαίως, θα πρέπει να ζητηθεί η γνώμη των αμέσως συνδεομένων, δηλ. των Πανεπιστημίων (έχει υπάρξει παλαιότερη θέση τής Συνόδου των Πρυτάνεων η οποία προέτεινε την αλλαγή τού συστήματος με συγκεκριμένη μορφή, που πλησιάζει αυτήν που αναφέρεται κατωτέρω ως «Κεντρικές εξετάσεις από το Υπουργείο Παιδείας»). Ακολουθούν οι προτάσεις μας για νέα πιθανά συστήματα επιλογής με βάση τους στόχους που προαναφέραμε.


* Σύστημα ελεύθερης πρόσβασης


Τελικός στόχος δεν μπορεί παρά να είναι ένα «σύστημα ελεύθερης πρόσβασης» με βάση -όπως συμβαίνει στις περισσότερες χώρες – την επίδοση στη Μ. Εκπαίδευση (βαθμός απολυτηρίου Λυκείου ή μέσος όρος βαθμολογίας όλων των τάξεων τού Λυκείου). Στην αυτόματη (ελληνικότατη!) αντίρρηση «πώς θα στηριχθούμε στη βαθμολογία (αξιολόγηση) των μαθητών από τους διδάσκοντες που μπορεί να νοθευτεί χαριστικά ή από εξαιρετική επιείκεια;», η έντιμη θαρραλέα απάντηση είναι μία: Η ελληνική κοινωνία πρέπει κάποτε να εμπιστευθεί την κρίση των δασκάλων στους οποίους εμπιστεύεται τη μόρφωση των παιδιών της. Μιλάμε, βεβαίως, για εκπαιδευτικούς επιμορφουμένους στην αξιολόγηση, βοηθουμένους να κάνουν σωστά τη δουλειά τους και ελεγχομένους για τυχόν παρεκκλίσεις τους. Προσωπικά πιστεύω ότι οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί θα τιμήσουν την εμπιστοσύνη τής κοινωνίας στο πρόσωπό τους και θα ανταποκριθούν κατάλληλα. Αντίθετα, όπως έχει αποδειχθεί, μια «κοινωνία τής αναξιοπιστίας» από όλους και για όλα είναι καταδικασμένη να καταφεύγει όλο και περισσότερο σε ασφαλιστικές δικλίδες, όπως αυτές που έχουν οδηγήσει στις στρεβλώσεις τού εξεταστικού μας συστήματος.


Μέχρι να υπάρξουν οι συνθήκες -και η τόλμη- εφαρμογής ενός τέτοιου συστήματος, προτείνονται τα ακόλουθα εναλλακτικά συστήματα: α) με νέο τύπο εισαγωγικών εξετάσεων μετά το Λύκειο, και β) χωρίς εισαγωγικές εξετάσεις.


Α. Με εισαγωγικές εξετάσεις (μετά το Λύκειο)





1.
Κεντρικές εξετάσεις από το Υπουργείο Παιδείας


α) Με διευρυμένη ύλη (π.χ. Γενική Ιστορία τής Ελλάδος και όχι μόνο κάποια κεφάλαια τής Ιστορίας, τής διδαχθείσης στην τελευταία τάξη τού Λυκείου, πράγμα που οδηγεί στην απομνημόνευση και σε ουσιαστική αδυναμία επιλογής των ικανοτέρων) και με θέματα οριζόμενα με τη συμμετοχή πανεπιστημιακών καθηγητών των αντιστοίχων ειδικοτήτων.


β) Με υψηλή μοριοδότηση τής επίδοσης (μέσος όρος βαθμολογίας) όλων των τάξεων τού Λυκείου. (Μπορούν να εξευρεθούν και να εξασφαλιστούν οι όροι δίκαιης και αντικειμενικής αξιολόγησης.)


γ) Με πολύ περιορισμένες επιλογές ομοειδών γνωστικών πεδίων σε ΑΕΙ ή ΤΕΙ. (Οι υποψήφιοι θα πρέπει να έχουν ξεκαθαρίσει τι θέλουν να σπουδάσουν.)


2. Μόνιμο Εξεταστικό Κέντρο για ΑΕΙ/ΤΕΙ


Ιδρυση και λειτουργία Μόνιμου Εξεταστικού Κέντρου, υπό την εποπτεία τού Υπουργείου Παιδείας και σε στενή συνεργασία με τα πανεπιστήμια.


Οι εξετάσεις μπορούν να γίνονται ανά τρίμηνο με θέματα λαμβανόμενα από «Τράπεζα Θεμάτων», συγκροτούμενη και συνεχώς ανανεούμενη με τη συμμετοχή πανεπιστημιακών καθηγητών.


Στις εξετάσεις θα συμμετέχουν οι απόφοιτοι Λυκείου, όποτε αισθάνονται έτοιμοι και χωρίς περιορισμό, είτε για επίτευξη βαθμολογίας εισαγωγής είτε για βελτίωση.


Τα ΑΕΙ/ΤΕΙ θα καθορίζουν τα ίδια το ύψος επίδοσης (βαθμολογίας) που θέλουν κατά ειδικότητα, διαφοροποιούμενα πιθανότατα μεταξύ τους. (Ενα Τμήμα ΑΕΙ ή ΤΕΙ μπορεί να δέχεται μόνο υποψηφίους που συγκεντρώνουν σε όλα τα μαθήματα «άριστα» και άλλο όσους συγκεντρώνουν δύο «άριστα» και τρία «λίαν καλώς» κ.λπ.)


Β. Χωρίς εισαγωγικές εξετάσεις


1. Προπαρασκευαστικά Μεταλυκειακά Κέντρα Σπουδών


α) Υποχρεωτική ετήσιας διάρκειας φοίτηση μετά το απολυτήριο Λυκείου.


β) Η διδασκαλία θα γίνεται από επιλεγμένους καθηγητές Μ. Εκπαίδευσης, στους οποίους μπορούν να ενταχθούν και επιλεγμένοι φροντιστές. Τα μαθήματα, υψηλότερου επιπέδου από τα τού Λυκείου, θα διαμορφώνονται κατά κατευθύνσεις και θα προετοιμάζουν τους μελλοντικούς φοιτητές κατά κλάδους.


γ) Θα υπάρχει βαθμολογικό όριο για την εισαγωγή σπουδαστών στα Προπαρασκευαστικά Κέντρα (π.χ. όχι κάτω από 13 ως μέσο όρο όλων των τάξεων τού Λυκείου).


δ) Αυστηρές εξετάσεις (με εξασφαλισμένη τη σωστή και αντικειμενική αξιολόγηση) θα καθορίζουν τούς επιτυγχάνοντες κατά σειράν επιτυχίας και κατά κατεύθυνση (με περιορισμένες πάντοτε επιλογές σε γνωστικά πεδία).


2. Προκαταρκτικά Πανεπιστημιακά Τμήματα


α) Υποχρεωτική φοίτηση ετήσιας διάρκειας σε ειδικά Προκαταρκτικά Τμήματα των αντιστοίχων κλάδων των ΑΕΙ και ΤΕΙ (Πληροφορικής, Φιλολογίας, Φυσικής κ.ά.).


β) Θα διδάσκονται εισαγωγικά μαθήματα των αντιστοίχων κλάδων από πανεπιστημιακούς.


γ) Η εισαγωγή στα Προκαταρκτικά Τμήματα θα γίνεται με βάση την επίδοση στο Λύκειο και με ορισμένο βαθμολογικό όριο (π.χ. όχι κάτω από 14 ως μέσο όρο όλων των τάξεων τού Λυκείου). Σε ελάχιστες Σχολές/Τμήματα πανεπιστημίων με εξαιρετικά μεγάλη ζήτηση θα μπορούν να διεξαχθούν συμπληρωματικά (με περιορισμένο ύψος μοριοδότησης) ειδικά τεστ από τα ίδια τα ΑΕΙ /ΤΕΙ.


δ) Αυστηρές εξετάσεις στο τέλος τής φοίτησης θα καθορίζουν τη συνέχιση τών σπουδών στο β’ έτος ή -σε περίπτωση αποτυχίας- την αποχώρηση με βεβαίωση παρακολούθησης προκαταρκτικών πανεπιστημιακών μαθημάτων (πιστοποιητικό μεταλυκειακής επιμόρφωσης).


Συμπέρασμα


Τα πλεονεκτήματα από όλα τα προτεινόμενα νέα (για την Ελλάδα) συστήματα είναι φανερά. Θα αναφέρουμε μερικά:


α) Αποκατάσταση τού Λυκείου σε βασική βαθμίδα τής Εκπαίδευσης και τόνωση των λυκειακών σπουδών λόγω τής βαρύτητας που δίδεται σ’ αυτό και τής αναμόρφωσης τού περιεχομένου των μαθημάτων και τού τρόπου εξέτασης.


β) Ευκαιρίες σε όλους τους ικανούς να σπουδάσουν.


γ) Ουσιαστική, δικαιότερη και αξιόπιστη επιλογή.


δ) Απορρόφηση και αξιοποίηση περισσοτέρων εκπαιδευτικών Μέσης και Ανώτατης Εκπαίδευσης.


ε) Μείωση τής παραπαιδείας με αξιοποίηση και ικανών φροντιστών.


στ) Καλύτερο επίπεδο νέων φοιτητών στα πανεπιστήμια.


Βεβαίως, προϋπόθεση για τα Προπαρασκευαστικά Κέντρα και τα Προκαταρκτικά Πανεπιστημιακά Τμήματα, αν πάμε σ’ αυτή τη λύση, είναι η εξασφάλιση των αναγκαίων υποδομών και η αύξηση τού διδακτικού προσωπικού. Δηλαδή, περισσότερα χρήματα για την Παιδεία, που σημαίνει ουσιαστική και δημιουργικά επένδυση, η οποία θα αποδώσει καρπούς. Αν, βεβαίως, συνδυασθεί -το είπαμε ήδη- με αναμόρφωση τού περιεχομένου σπουδών τού Λυκείου (που συμπαρασύρει εξ ανάγκης και το Γυμνάσιο) και αλλαγή τού τρόπου αξιολόγησης στις εξετάσεις μέσα στο σχολείο (κατάργηση τής στείρας απομνημόνευσης ως βάσης τής αξιολόγησης). Και είναι αυτονόητο πως ό,τι επιλεγεί και προτού επιλεγεί πρέπει να συζητηθεί από ειδικούς (Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, εκπροσώπους εκπαιδευτικών, Σχολ. Συμβούλους, πανεπιστημιακούς).


Ολα μπορούν να γίνουν εκτός από ένα: να συνεχίσουμε να εφαρμόζουμε ένα ξεπερασμένο και προβληματικό σύστημα επιλογής, αυτό που ισχύει σήμερα.


Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής της Γλωσσολογίας, πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού, τ. πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.