Β’


Ο Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόμος της 29ης Ιουνίου 1850, με τον οποίο ανακηρύχθηκε κανονικώς αυτοκέφαλη η Εκκλησία της (τότε) Ελλάδος, υπό τον όρο ότι η διοίκησή της θα ασκείται κατά τους ιερούς Κανόνες και μάλιστα «ελευθέρως και ακωλύτως από πάσης κοσμικής επεμβάσεως», παραβιάσθηκε πολύ γρήγορα από την Πολιτεία.


Η ελληνική Πολιτεία προτίμησε να συμμορφωθεί προς το Σύνταγμά της, του 1844, το οποίο στο άρθρο 3 αναγνώριζε ήδη την Εκκλησία της Ελλάδος ως αυτοκέφαλη και στο άρθρο 105 προέβλεπε την έκδοση ειδικών νόμων για τη ρύθμιση εκκλησιαστικών ζητημάτων. Ετσι, το 1852, εκδόθηκαν δύο νόμοι, οι νόμοι Σ’ και ΣΑ’, που ουσιαστικώς παγίωσαν, αν και σε πιο εκλεπτυσμένη μορφή, την πολιτειοκρατία στην Εκκλησία της Ελλάδος.


Σύμφωνα με τους νόμους αυτούς, ανώτατη αρχή είναι πλέον η Ι. Σύνοδος, που αποτελείται από πέντε Αρχιερείς, που καλούνται αλληλοδιαδόχως κατά τα πρεσβεία της αρχιερωσύνης και με ενιαύσια θητεία. Η κυβέρνηση έχει όμως το δικαίωμα να διατηρήσει δύο από τους συνοδικούς και στην επόμενη συνοδική περίοδο, ενώ καθοριστικός παραμένει ο ρόλος του Βασιλικού Επιτρόπου, χωρίς τη συνυπογραφή του οποίου οποιαδήποτε πράξη της Συνόδου είναι άκυρη.


Η εκλογή εξάλλου των Επισκόπων (σήμερα Μητροπολιτών) επαφίεται, σε πρώτο στάδιο, στην Ι. Σύνοδο, που καταρτίζει όμως απλώς ένα τριπρόσωπο δελτίο, από το οποίο την τελική επιλογή κάνει ο Βασιλέας, επομένως η κυβέρνηση!


Το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν αντέδρασε και φαίνεται να αρκέστηκε στις επουσιώδεις βελτιώσεις που επέφερε ο Καταστατικός Νόμος του 1852. Δεν του το επέτρεπε ίσως η συγκυρία, καθώς ο εθνοφυλετισμός, με τη δημιουργία της μιας μετά την άλλη των «εθνικών» Ορθόδοξων Εκκλησιών, κατέτρωγε τις σάρκες Του και αποδεκάτιζε το ποίμνιό Του.


Τελείως διαφορετικά θα ήταν ασφαλώς τα πράγματα, εάν ακριβώς λόγω της απροσχημάτιστης παραβιάσεως των νωπών τότε ακόμη Ορων ανακηρύξεως του αυτοκεφάλου, το Οικουμενικό Πατριαρχείο είχε, τη στιγμή εκείνη, απαιτήσει από την ελληνική Πολιτεία τον σεβασμό του Τόμου ή είχε προχωρήσει στην ανάκλησή του.


Αντιθέτως, μάλιστα, αμέσως μετά την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα, το 1864, και στη συνέχεια αμέσως μετά την προσένωση της Θεσσαλίας και τμήματος της Ηπείρου, το 1881, στην ελληνική επικράτεια, με δύο Πατριαρχικές και Συνοδικές Πράξεις, του 1866 και του 1882 αντιστοίχως, προχώρησε στην προσάρτηση των αντίστοιχων εκκλησιαστικών επαρχιών στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος.


Στην εισαγωγή μάλιστα της Πράξεως του 1882 γίνεται ρητή αναφορά στην άποψη του Πατριάρχη Φωτίου, ότι «τα εκκλησιαστικά και μάλιστά γε τα περί των ενοριών δίκαια, ταις πολιτικαίς επικρατείαις και διοικήσεσι συμμεταβάλλεσθαι είωθεν».


Η ίδια πρακτική της προσενώσεως δηλ. των εκκλησιαστικών επαρχιών στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, επρόκειτο να ακολουθηθεί και για τις Νέες Χώρες, τις περιοχές που προσαρτήθηκαν στην ελληνική επικράτεια μετά τους βαλκανικούς πολέμους και την απελευθέρωση της Ηπείρου, της Μακεδονίας, της Θράκης, των νησιών του Αιγαίου και της Κρήτης, παρότι στην Κρήτη είχε δημιουργηθεί από το 1900 μία ημιαυτόνομη Εκκλησία με Σύμβαση μεταξύ της Κρητικής Πολιτείας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου.


Και τούτο αποδεικνύεται, πέραν πάσης αμφιβολίας, τόσο από τη σύνθεση της μεγάλης κληρικολαϊκής νομοπαρασκευαστικής επιτροπής που είχε συσταθεί επί κυβερνήσεως Ελ. Βενιζέλου το 1914 όσο και από το σχετικό σχέδιο καταστατικού νόμου που αυτή κατήρτισε, όπου μεταξύ των πέντε Μητροπόλεων, στις οποίες προβλεπόταν να διαιρεθεί η Εκκλησία της Ελλάδος, καταλέγονταν και οι Μητροπόλεις Θεσσαλονίκης και Κρήτης.


Ο εθνικός διχασμός που ακολούθησε, οι διεθνείς συγκυρίες και κυρίως η μικρασιατική καταστροφή του 1922 με τον συνακόλουθο ξεριζωμό του μεγαλύτερου μέρους του ποιμνίου του Οικουμενικού Πατριαρχείου από τις πατρογονικές του εστίες, επηρέασαν αποφασιστικώς τις εξελίξεις και στο θέμα των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών.


Μετά από μακρά συζήτηση, κατά την οποία προτάθηκαν ποικίλες λύσεις, και επίπονες διαπραγματεύσεις τόσο με την ελληνική Πολιτεία όσο και με την ελλαδική Εκκλησία, εκδόθηκε τελικώς η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη της 4ης Σεπτεμβρίου 1928 με την οποία το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αποδεχόμενο πρόταση του τότε Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου [Παπαδοπούλου], ανέθεσε «επιτροπικώς» και υπό δέκα ρητούς όρους τη διοίκηση των εκκλησιαστικών αυτών επαρχιών στην Εκκλησία της Ελλάδος, πλην της Κρήτης, που εξακολουθούσε να διατηρεί το έως τότε εκκλησιαστικό καθεστώς της.


Η ελληνική πολιτεία, όμως, προέτρεξε και εξέδωσε, λίγο πριν, τον Ιούλιο 1928, τον νόμο 3615, που ρύθμιζε ομολόγως το ζήτημα της εκκλησιαστικής διοικήσεως των Νέων Χωρών, δεν περιλάμβανε όμως όλους τους Ορους της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως, και τούτο παρότι γνώριζε εν σχεδίω την εν λόγω Πράξη, η οποία έκανε λόγο για κύρωσή της με νόμο.


Με τον τρόπο αυτόν δημιουργήθηκε ζήτημα διπλής αναγνώσεως του εκκλησιαστικού καθεστώτος των Νέων Χωρών και τελικώς ζήτημα ισχύος όλων των Ορων της Πράξεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου ή μόνον εκείνων του νόμου της ελληνικής Πολιτείας.


Ατυχώς, τούτο αποτέλεσε το πρόσχημα της μη εφαρμογής πολλών Ορων της Πράξεως από την Εκκλησία της Ελλάδος για μεγάλα χρονικά διαστήματα και της δημιουργίας, όχι άπαξ, σοβαρής κρίσεως μεταξύ των δύο Εκκλησιών, η οποία έφθασε έως τις παρυφές του σχίσματος.


Τη διαπάλη μεταξύ κανονικότητας και νομιμότητας επέτεινε, όπως θα καταδειχθεί στη συνέχεια, η αναφορά, για πρώτη φορά, των δύο αυτών κανονιστικών κειμένων, του Τόπου και της Πράξεως, στο κείμενο του Συντάγματος του 1975.


Ο κ. Ι. Μ. Κονιδάρης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.