Μπορούμε να ονομάσουμε «σανιδισμό» τη θεωρητική και πρακτική στάση η οποία τείνει να συντονίσει το έργο της Δικαιοσύνης με τις επιθυμίες και τα προτάγματα της πολιτικής εξουσίας ή, ακόμη πιο συγκεκριμένα, της κυβερνητικής πολιτικής. Οι οπαδοί αυτής της στάσης μπορούν κάλλιστα να ονομαστούν «σανιδιστές». Υποθέτω ότι ο διπλός αυτός νεολογισμός δεν θα ξενίσει, κυρίως στις ημέρες μας, καθώς το φαινόμενο έχει πάρει ορατές και απειλητικές διαστάσεις και έχει γίνει αντικείμενο δημόσιας καταγγελίας και έντονης λανθάνουσας δυσφορίας, ενώ δεν μπορεί κανείς να αποκλείσει το ξέσπασμα του συσσωρευμένου θυμού, με απρόβλεπτες συνέπειες για όλους μας.


Περί τίνος πρόκειται; Τα πράγματα δεν είναι και τόσο δύσκολα, αν σκεφτεί κανείς ότι στο καθεστώς που ονομάζουμε αστική δημοκρατία και στο οποίο υποτίθεται ότι ζούμε – καθεστώς που προέκυψε από μια μεγάλη επανάσταση και αναρίθμητες άλλες συγκρούσεις που απλώθηκαν σε όλον τον κόσμο – η Δικαιοσύνη θεωρήθηκε ανεξάρτητη αρχή, κάτι σαν κυματοθραύστης στις θύελλες που ξεσήκωνε κάθε λογής αυθαιρεσία. Οπως είναι γνωστό οι πολιτικές αρχές πολύ συχνά τείνουν να παραβιάσουν τα όρια της νομιμότητας, και αυτό για πολλούς λόγους. Αλλοτε γιατί κρίνουν ότι τα όρια αυτά απειλούν την ασφάλεια του κράτους – έτσι τουλάχιστον όπως οι ίδιες την καταλαβαίνουν· άλλοτε επειδή η πολιτική που θέλουν να ασκήσουν βρίσκεται σε σαφή αντιπαράθεση με τις συνταγματικές επιταγές. Τέλος, όταν η διαχείριση του δημόσιου χρήματος, παρά τις διακηρυγμένες αγγελικές προθέσεις των κυβερνώντων (πρέπει να το δεχτούμε ως αξίωμα, το βεληνεκές του οποίου δεν έχει ακόμη εκτιμηθεί σωστά από την πολιτική θεωρία: κάθε φορά που ένας πολιτικός καταφέρνει να γίνει πρωθυπουργός ή κάπως αρχηγός μετουσιώνεται σε φλύαρο αρχάγγελο της ηθικής, ο οποίος δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την κακία του κόσμου), παρουσιάζει συχνότατα κάποιες ανισορροπίες – ενίοτε κραυγαλέες – προς όφελος πολλών που νέμονται κυβερνητικά αξιώματα και του υπηρετικού προσωπικού που έχουν στη διάθεσή τους.


Στο σημείο αυτό και όταν οι κερδοφόρες επιχειρήσεις των υπηρετών του δημόσιου συμφέροντος δεν μπορούν πια να παραμείνουν στο σκοτάδι επεμβαίνει η Δικαιοσύνη. Ερευνά, αποκαλύπτει, κρίνει και τιμωρεί. Ολοι καταλαβαίνουμε, αναγνωρίζουμε και επιθυμούμε τον κρίσιμο ρόλο της. Σε αυτήν ελπίζουμε, όταν, απροστάτευτοι, βρισκόμαστε στο έλεος της κτηνώδους αδηφαγίας. Σε αυτήν προστρέχουμε, όταν το μόνο που έχει μείνει αλώβητο είναι η αίσθηση της απελπισίας. Σε αυτήν υποκλινόμαστε, όταν ζητούμε ενίσχυση στην προσπάθειά μας για αξιοπρέπεια. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, πρέπει να είναι μεγάλη η δύναμη της Δικαιοσύνης και το μεγαλείο της, πρέπει να το υποθέσουμε, ξεπερνάει κάπως τα ανθρώπινα. Η Δικαιοσύνη είναι από τις δυνάμεις εκείνες που λογίζονται στην κλίμακα του κόσμου – όπως το γνώριζαν καλά οι Αρχαίοι, που σκέφτονταν περισσότερο από μία φορά προτού αποφασίσουν να παίξουν μαζί της. Οι άφρονες που το επιχείρησαν καταστράφηκαν. Αυτό το ξέρουμε σχεδόν όλοι.


Σχεδόν όλοι. Διότι υπάρχουν ακριβώς οι «σανιδιστές», οι οποίοι θεωρούν ότι η Δικαιοσύνη είναι ημεδαπή ή αλλοδαπή οικιακή βοηθός, πρόθυμη να υπακούσει στις ορέξεις και στις εντολές τους. Αποφασίζουν να επιβραδύνουν μια διαδικασία ή να την επιταχύνουν, κατά το δοκούν, ανοιγοκλείνοντας τις υποθέσεις που ερευνά η Δικαιοσύνη, λες και πρόκειται για τον προσωπικό τους χαρτοφύλακα. Ολα αυτά, βεβαίως, συνοδεύοντα με τα προσχήματα που συνήθως προσφέρει σαθρή επιχειρηματολογία, όπως το καταγγέλλουν δημόσια φωνές που πυκνώνουν όλο και περισσότερο. Οι φωνές αυτές δημιουργούν πανικό στους «σανιδιστές» οι οποίοι προσπαθούν, με τα μέσα που διαθέτουν, να τις αφανίσουν. Προσφάτως μάλιστα μία από τις φωνές αυτές αρθρώθηκε σε γενναίο, ήρεμο, μετρημένο, αλλά αποφασιστικό λόγο, ο οποίος μας έδωσε κουράγιο, γιατί υπενθύμισε σε όλους την αποστολή της Δικαιοσύνης. Με την όρθια στάση του, ο κ. Σωτήρης Μπάγιας, εκλεγμένος πρόεδρος της Ενωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, έδωσε τον καλό αγώνα και τον κέρδισε όχι μόνο για τον ίδιο αλλά κυρίως για λογαριασμό της Δικαιοσύνης και όλων όσοι πιστεύουν σε αυτήν. Το όνομά του ήρθε να προστεθεί στον κατάλογο των γνήσιων δικαστικών λειτουργών, κοντά στα μεγάλα ονόματα του Δελαπόρτα και του Μπούτη, δύο δικαστικών οι οποίοι, σε καιρούς πολύ πιο δύσκολους από τους σημερινούς, δεν δίστασαν να πράξουν το καθήκον τους. Αν τα ονόματα αυτά δεν είναι σήμερα ευρέως διαδεδομένα στους δικαστικούς κύκλους, τίποτε δεν τους εμποδίζει να μελετήσουν το χρονικό της υπόθεσης Λαμπράκη ή να διαβάσουν το άρθρο του Γιώργου Ρωμαίου «Επιστροφή στον… Κόλλια;», που δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» της προηγούμενης Κυριακής. Αν το επιχειρήσουν, θα διαπιστώσουν ότι κάθε φορά που δικαστικοί έχουν την τόλμη να κάνουν σωστά τη δουλειά τους τα σιχαμερά ερπετά που δηλητηριάζουν τον δημόσιο βίο τρέχουν έντρομα να κρυφτούν.


Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.