Ο Samuel Huntington, ως παράδειγμα σκέψης που επηρέασε την εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών, προφανώς είναι ό,τι προηγήθηκε του θορυβωδώς δημοσιευμένου βιβλίου του Η σύγκρουση των πολιτισμών (1996) και ό,τι το ακολούθησε. Ετσι θα μπορούσε κανείς να σταθεί στον αναδυόμενο αστέρα της αμερικανικής δημοσιολογίας, ήδη από το 1968, με μικρότερα δημοσιεύματα για την «ordre international» και τη βία σε συνθήκες «ολοκληρωτικού πολέμου» που πιθανολογεί ακόμη και το βιολογικό «μεγαθάνατον». Οσο όμως ο Huntington όδευε προς τη σκιαγράφηση των όρων «σύγκρουσης των πολιτισμών», με επίσης μικρότερα δημοσιεύματα που προετοίμαζαν την πολυσέλιδη μονογραφία του που γνώρισε αρκετές επανεκδόσεις, τόσο οι αντιλήψεις του αντιμετωπίστηκαν από τη «γεω-ιστορική» στροφή της κοινωνικής ανθρωπολογίας, με μονάδα αναφοράς τα εθνικά ως «πολιτιστικά σύνολα» (στο περιοδικό που επόπτευε ο Ι. Wallerstein Review ήδη από το 1994 ο Η.R. Alker αποτίμησε σ’ αυτό το θεωρητικό συγκείμενο τη θεώρηση των «πολιτισμών» του Huntington).


Εναν χρόνο νωρίτερα, το 1993, εμφανίστηκε σειρά αντεγκλήσεων στο περιοδικό Foreign Affairs, με την προσφυγή στο σύνδρομο «kin-country» και με περισσή «ανατολικοφοβία» στον τρόπο ανάδυσης ενός «universal civilisation». Στο φωτογραφικό συμπλήρωμα των κειμένων πέρασε και ιπτάμενος Αγιατολάχ χωρίς χαλί και σε μαύρο χάλι! Ως προς τον πυρήνα των αντιλήψεων του Huntington αυτό που υπογραμμίζεται είναι, ως συνέπεια των πανοραμικών κατοπτεύσεων του «μεταψυχροπολεμικού κόσμου», ότι ο «πολιτισμός» εκτιμάται ταυτόχρονα ως «διαχωριστική γραμμή» και ως «ενοποιητική δύναμη». Δηλαδή προβάλλεται ως οργανωτικό στοιχείο της συμπαγούς διαφοράς με ζύμη τη θρησκεία που συνιστά την «εκδίκηση του θεού» μετά το «τέλος των ιδεολογιών». Μ’ αυτόν τον τρόπο συντίθεται η «διεθνής τάξη βασισμένη στους πολιτισμούς». Με δεδομένη την αντίληψη του Huntington την «πρωτοκαθεδρία» των Ηνωμένων Πολιτειών, που συμπυκνώνουν τον «μοναδικό» πολιτισμό που τον υπερασπίζονται «απέναντι στις μη δυτικές κοινωνίες», ποιος θα «πρέπει» να εκλαμβάνεται ως Ευρωπαίος, δηλαδή ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, του ΝΑΤΟ και των ομόλογων οργανισμών; Για τον «χειρούργο» των διεθνών σχέσεων, που διέθετε ερείσματα και εκτός αυτού του πεδίου αναφοράς, δηλαδή στους λογής ομφαλοσκόπους της «Ανατολής», η Δύση τελειώνει με τα όρια του «δυτικού Χριστιανισμού» και συνεπώς «εκεί που αρχίζει το Ισλάμ και η Ορθοδοξία».


Εκείνο που συντελέστηκε μ’ αυτή τη δέσμη των θεωρήσεων ήταν η μετακίνηση από τον «βιολογισμό» της ιστορίας προς τον πολιτιστικό ρατσισμό, με την ίδια ακριβώς λειτουργία να κατευθύνεται στο σύνολο του πλανήτη. Αν δηλαδή ο ρατσισμός ως σχέση ανισότιμων μερών της ίδιας κοινωνίας μετατρέπει την «ετερότητα» σε εχθρότητα, με την εμπέδωση «προκαταλήψεων» και «ξενοφοβίας», με τον ίδιο τρόπο ο «πολιτισμός» ανάγεται σε χαντάκι που ξεχωρίζει και δεν ενώνει.


Ο άνωθεν κατευθυνόμενος ρατσισμός έχει υποστεί, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, μετά τη γενικευμένη αντίθεση προς τις ναζιστικές θηριωδίες και παρά τις θνησιγενείς απόπειρες αποενοχοποίησης και απώθησης του «Ολοκαυτώματος», μια ορισμένη μεταλλαγή. Δηλαδή έθεσε σε δεύτερη μοίρα τη «φυλή» για να προτάξει τις πολιτιστικές διαφορές των εθνικών ή εθνοτικών ομάδων που από ιστορικό δημιούργημα αντιμετωπίζονται σαν η δεύτερη «φύση» τους. Διαφορές έτσι γλωσσών, εθίμων και ιδίως θρησκειών αποτέλεσαν το εφαλτήριο εκρατσισμού του «δικαιώματος στη διαφορά».


Αυτή ακριβώς η αξίωση, την οποία ο Huntington είδε από την πλευρά των Ηνωμένων Πολιτειών, ως της μόνης «Υπερδύναμης» στη «μεταδιπολική εποχή», είχε λοιπόν και την άλλη όψη του ίδιου όμως νομίσματος. Οι μηχανισμοί μετασχηματισμού της «διαφορετικότητας» σε «εχθρότητα», που κάποτε ονομάστηκαν θιασώτες του «cultural absolutism», κυκλοφορούν τις ιδέες-δυνάμεις για τα «χρωμοσώματα» και τα «αρχέτυπα» του πολιτισμού που «αυθεντικά» οι ίδιοι διαχειρίζονται. Ετσι στα ίχνη του Huntington μεταβολίζουν το «δικαίωμα στη διαφορά» σε «περιχαράκωση στη διαφορά».


Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.