Οι ουσιοκρατικές, μονολιθικές και οριενταλιστικές αναλυτικές κατηγορίες του Σάμιουελ Χάντινγκτον στη «Σύγκρουση των Πολιτισμών» έχουν δεχθεί σοβαρή και ουσιαστική κριτική. Θα είχαμε ενδεχομένως ξεχάσει και την ύπαρξη του βιβλίου αν, στα μάτια ορισμένων, ο κόσμος δεν έχει αρχίσει να γίνεται «κόσμος του Σάμιουελ Χάντινγκτον». Η 11η Σεπτεμβρίου 2001 στη Νέα Υόρκη, η 11η Μαρτίου 2004 στη Μαδρίτη και η 7η Ιουλίου 2005 στο Λονδίνο αποτελούν, σύμφωνα με αυτή την οπτική, τις εμβληματικές ημερομηνίες της ανάδειξης μιας «χαντινγκτόνειας τάξης πραγμάτων» όπου η ισλαμική τρομοκρατία λειτουργεί ως το προεόρτιο μιας μείζονος σύγκρουσης των πολιτισμών στο επίκεντρο της οποίας βρίσκονται η «Δύση» και οι «άλλοι».


Ο ίδιος ο Σάμιουελ Χάντινγκτον, μάλλον επιδεικνύοντας περισσότερη σύνεση από τους οπαδούς του, φρόντισε να αποστασιοποιηθεί νωρίς από τη διαδικασία ανάδειξης του έργου του σε «αυτοεκπληρούμενη προφητεία». Σε άρθρο του στο περιοδικό «Newsweek» με τίτλο «Η Εποχή των Μουσουλμανικών Πολέμων» (The Age of Muslim Wars) στο τέλος του 2001, μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ο Χάντινγκτον αντιμετώπισε κριτικά τις θεωρίες περί του αναπόφευκτου των πολιτισμικών συγκρούσεων και ενσωμάτωσε πολιτικές παραμέτρους στην προσέγγισή του. Ωστόσο δεν αποστασιοποιήθηκε ολοκληρωτικά από το σχήμα του, ενώ η «επιστημολογία της ετεροποίησης» που εισήγαγε ή μάλλον επανεισήγαγε στη σύγχρονη σκέψη όχι μόνο άφησε το σημάδι της αλλά εξακολουθεί να λειτουργεί με κεντρικό πεδίο τη σχέση μεταξύ «Δύσης» και «Ισλάμ».


Ενώ όμως το χαντινγκτόνειο δράμα εκτυλίσσεται στην κεντρική σκηνή και εξασφαλίζει δημοσιότητα μέσω του παγκόσμιου τηλεοπτικού θεάματος, ένας άλλος κόσμος ζει στα παρασκήνια. Σε αυτόν τον άλλο κόσμο, η ζωή δεν εξαντλείται στη Νέα Υόρκη, τη Μαδρίτη και το Λονδίνο. Επιθέσεις αυτοκτονίας και τρομοκρατικές ενέργειες πραγματοποιούνται, ίσως και με μεγαλύτερη συχνότητα κατά τα τελευταία χρόνια, στην Αίγυπτο, στην Ιορδανία, στην Τουρκία, στο Μπαλί, στο Ισραήλ, στα κατεχόμενα εδάφη της Παλαιστίνης, στο Ιράκ. Οι ντόπιοι πληθυσμοί αλλά και όσοι ξένοι βρίσκονται εκεί υποφέρουν τόσο όσο και οι «δυτικοί» συνάνθρωποί τους, ανεξαρτήτως θρησκεύματος και κουλτούρας. Επιπλέον, οι τρομοκρατικές ενέργειες στο εσωτερικό ορισμένων μουσουλμανικών, κατά μείζονα λόγο, χωρών δείχνουν ότι εκτός από την πρωτεϊκή ρήξη μεταξύ «Δύσης» και «Ισλάμ» που εδραίωσε το χαντινγκτόνειο δράμα, διεξάγεται επίσης ένας πόλεμος εντός του Ισλάμ περί το Ισλάμ. Το γεγονός θα έπρεπε να μας καταστήσει περισσότερο προσεκτικούς απέναντι σε μια μονοσήμαντη προσέγγιση του Ισλάμ αλλά και απέναντι στην υπόγεια ταύτιση μεταξύ Ισλάμ και ισλαμισμού που υπαινίσσεται η «Σύγκρουση των Πολιτισμών».


Επιπλέον, στον κόσμο των παρασκηνίων, ο «Πόλεμος εναντίον του Τρόμου» που εγκαινίασε η απερχόμενη κυβέρνηση των ΗΠΑ και συνδυάστηκε στην κοινωνική φαντασία με μια μείζονα «σύγκρουση των πολιτισμών» φαίνεται ως μια αφελής αλλά και επικίνδυνη ιδέα. Οχι μόνο γιατί πόλεμος και τρομοκρατία αποτελούν μη ομόλογες κατηγορίες αλλά γιατί, όπως υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ο ιστορικός Walter Laqueur στη μελέτη του για την ιστορία της τρομοκρατίας, ένα τέτοιο εγχείρημα κρατά την ανθρωπότητα σε ομηρεία στο διηνεκές. Νίκη εναντίον της τρομοκρατίας, με συμβατικούς όρους που αφορούν σε συμβατικούς πολέμους, δεν μπορεί να υπάρξει. Επομένως, αυτό που έχει σημασία είναι η κοινωνική και πολιτική της απαξίωση και περιθωριοποίηση. Αυτή όμως είναι εξαιρετικά δύσκολη όχι επειδή, μέσω του χαντινγκτόνειου δράματος, η τρομοκρατία έχει εγγραφεί στον πυρήνα μιας πολιτισμικής σύγκρουσης αλλά κυρίως επειδή στον σύγχρονο κόσμο των μισθοφορικών πολέμων (όπως αυτός που διεξάγεται από επαγγελματίες και εταιρείες στο Ιράκ), των περιορισμένων σε αριθμό και έκταση διακρατικών εμπόλεμων συρράξεων, η τρομοκρατία αποτελεί μία από τις βασικές μορφές της σύγκρουσης.


Τέλος, το έργο της «σύγκρουσης των πολιτισμών» που παίζεται στην κεντρική σκηνή έχει αρχίσει να ενισχύει ανησυχητικές μορφές ισλαμοφοβίας σε πολλές δυτικές κοινωνίες. Εικονογραφείται σταδιακά η εικόνα του «εσωτερικού εχθρού», ενώ μέχρι πρόσφατα το Ισλάμ αποτελούσε τον «εξωτερικό εχθρό» για τη Δύση, όπως έδειξε ο Gil Anidjar στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του «The Jew, the Arab. Α History of the Enemy» (Ο Εβραίος, ο Αραβας. Μια ιστορία του εχθρού). Σε αυτό το κλίμα, οι μουσουλμανικές κοινότητες επανασυγκολλώνται με νέους όρους, ενώ παλαιότερα τα μέλη τους ήταν γνωστά κυρίως μέσα από εθνικούς ή εθνοτικούς προσδιορισμούς. Η εξέλιξη δεν καλλιεργεί απλώς νέες μορφές γκετοποίησης. Δυσκολεύει εξαιρετικά τη συνεργασία και τον διάλογο εντός και διά μέσου των κοινοτήτων, καθιστά δυσδιάκριτες τις διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό τους ενώ ανοίγει τον δρόμο σε κάθε λογής φανατικούς και εξτρεμιστές. Οι τελευταίοι όχι μόνο δρουν ανενόχλητοι αλλά αποκτούν περισσότερα ερείσματα όταν ορισμένοι ανάγουν τη μαντίλα στο μεγαλύτερο πρόβλημα της ανθρωπότητας και μέσω ενός πολύ ιδιόμορφου ορισμού τόσο του φεμινισμού όσο και του ορθού λόγου αποφασίζουν να αποκλείσουν κορίτσια με μαντίλες (όχι αγόρια με γενειάδες, επίσης ένδειξη θρησκευτικής ένταξης σε ορισμένες περιπτώσεις) από την εκπαίδευση.


Κατά τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, ανεξάρτητα ίσως από τις προθέσεις του συγγραφέα της, η «σύγκρουση των πολιτισμών» αποτέλεσε μία από τις βασικές σκηνοθετικές επιλογές στη σκηνή των σύγχρονων αντιπαραθέσεων. Επειδή όμως το έργο δεν χαρακτηρίζεται από την πρωτοτυπία ή το βάθος της πλοκής του, μάλλον είναι προτιμότερο να δούμε τι τρέχει στα παρασκήνια…


Η κυρία Εφη Γαζή είναι επίκουρη καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.