Πριν από μερικά χρόνια ο γνωστός γάλλος βουλευτής και πρώην υπουργός Πολιτισμού Τζακ Λανγκ έχασε τη βουλευτική του έδρα όταν αποδείχθηκε ότι είχε υπερβεί το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο προεκλογικών δαπανών. Η ιστορία αυτή υποσκάπτει την πεποίθηση ότι η πολιτική έχει διαβρωθεί τόσο πολύ από το χρήμα και ότι το οικονομικό αντικείμενο της πολιτικής είναι τόσο μεγάλο ώστε δεν υπάρχει λύση πέραν μιας νέας μεταπολίτευσης. Αναντίρρητα η «λογική» της ιδιωτικής οικονομίας έχει σε έναν βαθμό υποκαταστήσει τη «λογική» της δημοκρατίας, πράγμα φανερό τόσο σε εθνικό επίπεδο, όπου κόμματα συνάπτουν επικίνδυνες σχέσεις με επιχειρηματίες, όσο και σε τοπικό επίπεδο. Στο τελευταίο, όπως έχει επισημάνει ο Ηλίας Νικολακόπουλος, έχουν αναπτυχθεί προβληματικές σχέσεις ανάμεσα σε υποψήφιους βουλευτές, τοπικά ΜΜΕ και οικονομικούς παράγοντες. Ωστε ένα ζήτημα είναι η χρηματοδότηση των κομμάτων και άλλο η χρηματοδότηση των υποψήφιων βουλευτών.


* Βουλευτές σε απόγνωση



Σε ό,τι αφορά τους βουλευτές μπορεί να βάλει κανείς μια χρηματική τιμή στους σταθμούς της κοινοβουλευτικής σταδιοδρομίας: απαιτούνται τόσες εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ για νεοεμφανιζόμενο υποψήφιο βουλευτή σε πολυεδρική εκλογική περιφέρεια· χρειάζονται περισσότερα χρήματα για εκλογή σε υψηλή σειρά, ενώ λιγότερα για εκλογή σε μικρή περιφέρεια· ακόμη, δεν χρειάζονται μεγάλα ποσά για τους βουλευτές που έχουν συχνή τηλεοπτική παρουσία. Με αφορμή την εμπορευματοποίηση του βουλευτικού αξιώματος, ένα ειλικρινές πολιτικό σύστημα θα επιχειρούσε ανάσχεση της τάσης, την οποία ο Γιούργκεν Χάμπερμας έχει ονομάσει «αποίκιση» της πολιτικής από την οικονομική σφαίρα. Ξεκινώντας από τη διαφάνεια των σχέσεων ανάμεσα στις δύο σφαίρες, το ειλικρινές σύστημα θα διατηρούσε μεν το ανώτατο όριο δαπανών ανά βουλευτή, αλλά θα το προσδιόριζε σε πιο ρεαλιστικό ύψος από π.χ. το όριο των 112.500 ευρώ που ισχύει σήμερα στη Β’ Αθηνών.


Είναι προφανές ότι υπάρχει ταξική προκατάληψη στη στρατολόγηση νέου πολιτικού προσωπικού. Μετά την παρακμή των κομματικών ιεραρχιών, οι οποίες ως δίοδοι πολιτικής ανόδου επέτρεπαν και στους λιγότερο εύπορους να φθάσουν ως το βουλευτικό αξίωμα, οι υποψήφιοι βουλευτές για να αντεπεξέλθουν στα έξοδα του προεκλογικού αγώνα πρέπει να είναι πολύ πλούσιοι ή να ενταχθούν στο μισθολόγιο μιας επιχείρησης. Η Βουλή θα καταλήξει θεσμός πολιτικής εκπροσώπησης των πλουσιότερων πολιτών και των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων. Αρα, κάποια μέτρα διόρθωσης της ταξικής προκατάληψης επείγουν. Ενα βήμα θα ήταν η κατάτμηση των μεγαλύτερων εκλογικών περιφερειών, όπως η Β’ Αθηνών και η Α’ Θεσσαλονίκης, ώστε να μειωθεί ο ανταγωνισμός μεταξύ των υποψήφιων βουλευτών.


Επίσης, αντί για τη Διακομματική Επιτροπή της Βουλής η οποία είναι αρμόδια για τον έλεγχο υπερβάσεων του ορίου δαπανών, η σχετική αρμοδιότητα θα μπορούσε να ανατεθεί σε νέα Ανεξάρτητη Αρχή ή σε ανώτατο δικαστήριο. Τέτοιο θα μπορούσε να είναι το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ), ύστερα από συνταγματική αναθεώρηση, καθώς το Σύνταγμα (άρθρα 58 και 100) δεν προβλέπει κάτι τέτοιο. Θα μπορούσε να προβλεφθεί ότι βουλευτής που ξεπερνά το όριο δαπανών εκπίπτει του αξιώματός του ύστερα από απόφαση του ΑΕΔ. Μειονέκτημα αυτής της λύσης είναι ότι το ΑΕΔ, που επιλαμβάνεται εκλογικών θεμάτων, δεν έχει τη θεσμική συνέχεια και υποδομή των ανώτατων δικαστηρίων της χώρας, από τα οποία άλλωστε προέρχεται η εκ περιτροπής σύνθεσή του. Επιπλέον μειονέκτημα είναι η ενίσχυση του πολιτικού ρόλου της δικαστικής εξουσίας, η τάση που στην πολιτική επιστήμη ονομάζουμε δικαστική διάπλαση της πολιτικής (judicialization of politics). Από την άλλη μεριά, η προσθήκη νέας Ανεξάρτητης Αρχής στις ήδη αρκετές υπάρχουσες θα ενείχε τον κίνδυνο της υποβάθμισης του αντικειμένου της, στον βαθμό που αυτή, όπως συμβαίνει και με άλλες Αρχές, τυχόν αντιμετώπιζε το οικείο φάσμα των αντιδράσεων της ελληνικής πολιτείας. Ως γνωστόν, το φάσμα αυτό κυμαίνεται από την παραμέληση έως την υπονόμευση των Αρχών. Τουλάχιστον αυτό δεν μπορεί να συμβεί εξίσου εύκολα με ένα ανώτερο δικαστήριο.


* Πολυέξοδη απάθεια


Η χρηματοδότηση των κομμάτων σχετίζεται με τη φύση τους. Αν οι Πίτερ Μαιρ και Ρίτσαρντ Κατς έχουν δίκιο, τα πολυσυλλεκτικά κόμματα έχουν πεθάνει. Στη θέση τους έχουν εγκατασταθεί τα κόμματα-καρτέλ, δηλαδή κομματικοί μηχανισμοί που συνδέονται τόσο μεταξύ τους όσο και με το κράτος, τα ΜΜΕ και τις επιχειρήσεις. Εν τούτοις η κρατική χρηματοδότηση των κομμάτων θεωρείται σωστή στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες γιατί περιορίζει κάπως την ιδιωτική χρηματοδότηση. Πάντως η κρατική επιχορήγηση δεν αρκεί και τα κόμματα στρέφονται σε ιδιώτες. Οπότε θα ήταν σκόπιμο οι ιδιωτικές εισφορές να γίνουν ονομαστικές. Τα κόμματα θα μπορούσαν επίσης να μειώσουν τα προεκλογικά έξοδά τους εφόσον τους δινόταν δωρεάν περισσότερος τηλεοπτικός χρόνος.


Ισως όλα αυτά να φαίνονται σαν ημίμετρα, αλλά δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις, μόνο βελτιώσεις ώσπου να αναστραφεί η από εικοσαετίας τουλάχιστον τάση πολιτικής απάθειας. Η απάθεια των πολλών οξύνει την εξάρτηση των κομμάτων από λίγους επιχειρηματίες. Αυτό προσπάθησε να αποφύγει ο Ομπάμα καλώντας τους υποστηρικτές του να τον ενισχύσουν με μικρά ποσά (π.χ. 100 δολάρια). Εκείνοι ανταποκρίθηκαν μαζικά. Μήπως μια άλλη χρηματοδότηση των σημερινών (ή έστω των επόμενων) κομμάτων είναι εφικτή;


Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.