Σε ένα πρώτο επίπεδο είναι εύκολο να δει κανείς σημαντικές ομοιότητες μεταξύ Κένεντι και Ομπάμα: νεανικότητα, γοητευτικό παρουσιαστικό, χάρισμα λόγου, αισιοδοξία για το μέλλον κτλ. Το ίδιο ισχύει αν κοιτάξουμε τον τρόπο με τον οποίο οι αμερικανοί πολίτες αντιδρούν στην υποψηφιότητα του Ομπάμα. Οπως στην περίπτωση του Κένεντι έτσι και σήμερα οι ψηφοφόροι υποστηρίζουν τον νέο γερουσιαστή που τους υπόσχεται λιγότερη συνέχεια και περισσότερη αλλαγή – προσφέροντάς τους όχι τόσο εμπειρία όσο φαντασία και δημιουργικότητα. Ετσι οι προτάσεις του Ομπάμα για το περιβάλλον, για τη σταδιακή απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Ιράκ, για το κλείσιμο του Γκουαντάναμο, για το πέρασμα από την αλαζονική εξωτερική πολιτική των νεοσυντηρητικών σε μια πολιτική συνεργασίας με τους ευρωπαίους συμμάχους, για την έναρξη συνομιλιών με το Ιράν – όλα τα παραπάνω έχουν δημιουργήσει, ιδίως στους νέους ανθρώπους, έναν ενθουσιασμό που θυμίζει την ευφορική, ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα που επικράτησε στην πρώιμη περίοδο της διακυβέρνησης Κένεντι.


Είναι ακριβώς η επιθυμία του κόσμου για το γύρισμα της σελίδας, για την απομάκρυνση από τις καταστροφικές επιλογές της νεοσυντηρητικής διακυβέρνησης που μπορεί να οδηγήσει σε κάτι που ήταν αδιανόητο λίγα χρόνια πριν: στην ανάδειξη ενός φυλετικά «διαφορετικού» ατόμου στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών. Ετσι, αν με τον Κένεντι ένας καθολικός έγινε για πρώτη φορά πρόεδρος, πολύ σύντομα μπορεί να έχουμε μια άλλη πρωτιά – ένας μη λευκός να διαχειρίζεται τις τύχες της υπερδύναμης.


* Εξωτερική πολιτική


Οι ομοιότητες σταματούν εδώ. Σε περίπτωση που ο Ομπάμα κερδίσει τις προεδρικές εκλογές, θα έχει να αντιμετωπίσει έναν κόσμο πολύ διαφορετικό από αυτόν του Κένεντι. Το ψυχροπολεμικό περιβάλλον του τελευταίου δημιούργησε προβλήματα που ήταν τελείως διαφορετικά από αυτά που θα έχει να αντιμετωπίσει ο μέλλων πρόεδρος.


Βέβαια θα μπορούσε να παραλληλίσει κανείς το αδιέξοδο του Βιετνάμ με αυτό του Ιράκ. Οπως είναι γνωστό, ήδη επί προεδρίας Κένεντι οι ΗΠΑ εμπλέχθηκαν σε έναν πόλεμο που στόχευε στην υπεράσπιση του Βιετνάμ από τον «κομμουνιστικό κίνδυνο». Νομίζω πως αν ο πρόεδρος Κένεντι δεν είχε δολοφονηθεί, θα ακολουθούσε την ίδια στρατηγική που ο Λίντον Τζόνσον χάραξε μετά τον θάνατο του πρώτου. Πράγματι, αν κρίνει κανείς από την πολιτική Κένεντι έναντι της Κούβας, πρέπει να συμπεράνει πως ο Κένεντι θα ήταν τόσο ανένδοτος όσο και ο αντιπρόεδρός του στο θέμα του πολέμου στο Βιετνάμ.


Το φιάσκο της εισβολής στην Κούβα, οι πολυάριθμες προσπάθειες των μυστικών υπηρεσιών να δολοφονήσουν τον Κάστρο και η απόφαση της κυβέρνησης Κένεντι να επιμείνει στην απόσυρση των σοβιετικών πυραύλων που είχαν εγκατασταθεί στη νήσο, ακόμη και αν αυτό οδηγούσε σε πυρηνικό πόλεμο – όλα αυτά δείχνουν πως ο Κένεντι δεν θα είχε στρατηγική έγκαιρης απεμπλοκής από το βιετναμικό ινφέρνο. Και είναι ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο που η δημοτικότητά του, αν είχε επιβιώσει της επίθεσης στο Ντάλας, θα έπεφτε ραγδαία, όπως έπεσε αυτή του Τζόνσον.


Από την άλλη μεριά ο Ομπάμα έχει δεσμευθεί να αποσύρει σε συγκεκριμένη ημερομηνία τα αμερικανικά στρατεύματα από το Ιράκ. Και αυτή είναι μια πολιτική που βρίσκει σύμφωνους και τους συμμάχους και την πλειονότητα των Αμερικανών. Ετσι σε περίπτωση εκλογής του, το Ιράκ δεν θα καταστεί παγίδα για τον Ομπάμα όπως το Βιετνάμ για τους Κένεντι / Τζόνσον.


* Εσωτερική πολιτική


Συνεχίζοντας τη σύγκριση, σε θέματα ανάπτυξης και εσωτερικής πολιτικής τα πράγματα σε περίπτωση εκλογής του θα είναι πιο δύσκολα για τον Ομπάμα. Ο τελευταίος αντιτίθεται στη νεοφιλελεύθερη πολιτική του προέδρου Μπους. Προτείνει την αύξηση των δαπανών για την παιδεία, την υγεία και το περιβάλλον. Προτείνει επίσης προγράμματα για τη μείωση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Δεν έχει όμως διευκρινίσει πού θα βρεθούν οι πόροι για μια τέτοια φιλολαϊκή πολιτική.


Ο Κένεντι, από την άλλη μεριά, έγινε πρόεδρος σε μια εποχή όπου προοδευτικές πολιτικές, όπως αυτές που προτείνει ο Ομπάμα, δεν ήταν αντίθετες με τις βασικές δομές του παγκοσμίου συστήματος εκείνης της περιόδου (είναι ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο που ο Τζόνσον κατόρθωσε να εφαρμόσει σε μεγάλο βαθμό το μεγαλεπήβολο κοινωνικό του πρόγραμμα). Ενώ στο σημερινό νεοφιλελεύθερο παγκόσμιο σύστημα, η κυριαρχία του «φονταμενταλισμού της αγοράς» κάνει πολύ πιο δύσκολη την επίτευξη κοινωνικών στόχων. Αν ο Ομπάμα εκλεγεί πρόεδρος, θα έχει να αντιμετωπίσει μια κατάσταση γενικευμένης ανασφάλειας (όχι μόνο των λαϊκών αλλά και των μεσαίων στρωμάτων), τεράστιων και αυξανόμενων ανισοτήτων, καθώς και συστηματικής περιθωριοποίησης μιας μεγάλης μερίδας του αμερικανικού λαού. Αυτή η κατάσταση είναι δύσκολα αναστρέψιμη μέσα σε ένα παγκόσμιο σύστημα όπου το άνοιγμα των παγκοσμίων αγορών, σε συνδυασμό με την οικονομική άνοδο της Κίνας και της Ινδίας, καθιστά τον παγκόσμιο ανταγωνισμό πολύ πιο έντονο και την εφαρμογή μιας νεο-σοσιαλδημοκρατικής, κεϊνσιανής πολιτικής εξαιρετικά δύσκολη.


Συμπερασματικά, πέρα από τις προφανείς ομοιότητες, αν ο Ομπάμα εκλεγεί πρόεδρος, σε σύγκριση με τον Κένεντι θα έχει να αντιμετωπίσει πολύ πιο δύσκολα προβλήματα σε ό,τι αφορά την κοινωνικο-οικονομική πολιτική του. Θα έχει όμως λιγότερο έντονα διλήμματα στο Ιράκ απ’ ό,τι είχε ο Κένεντι, και μετά ο Τζόνσον, στο Βιετνάμ.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη London School of Economics.